Γράφει ο Γιώργος Κουμουτσάκος: Πρώην Αναπληρωτής υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, αρμόδιος για τη Μεταναστευτική Πολιτική
Ο Ελληνισμός της διασποράς αποτελεί αναπόσπαστο ζωτικό κομμάτι του εθνικού μας κορμού. Οι γεωγραφικές αποστάσεις δεν ήταν ποτέ ούτε εμπόδιο, ούτε πρόφαση για τους Έλληνες της παλαιότερης και πρόσφατης μετανάστευσης προκειμένου να προσφέρουν στη Μητέρα Πατρίδα όποτε αυτή τους χρειάστηκε. Είτε αυτό ήταν τα εθνικά θέματα, είτε η στήριξη των προσπαθειών για την ανάπτυξη και ανάταξη της εθνικής οικονομίας.
Αυτή η σχέση Πατρίδας – Διασποράς δεν μπορεί να είναι μονόδρομος. Οφείλει να είναι αμφίδρομη. Έχει έρθει η ώρα να τιμήσουμε αυτούς τους Έλληνες που αποτελούν την πέραν της Ελλάδος, Ελλάδα. Το ελάχιστο που μπορούμε να τους δώσουμε είναι να εξασφαλίσουμε την χωρίς εμπόδια δυνατότητά τους να ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα από τον τόπο κατοικίας τους.
Αυτό δεν αποτελεί μόνο εθνική υποχρέωση, είναι και συνταγματική επιταγή, ήδη από το Σύνταγμα του 1975. Τότε κατοχυρώθηκε και συνταγματικά στους «εκτός επικρατείας ευρισκομένους εκλογείς» η συμμετοχή τους στην ύψιστη δημοκρατική λειτουργία. Οι πρόνοιες του Συντάγματος του 1975 εμπλουτίστηκαν με τις αναθεωρήσεις του 1986 και του 2001 που προσπάθησαν να βελτιώσουν το δικαίωμα αυτό. Σκοπός των ρυθμίσεων ήταν οι Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό να μπορούν να συνδιαμορφώνουν και με τη δική τους γνώμη την ιστορική διαδρομή του Έθνους.
Για να υπηρετηθεί η ιστορική αλήθεια, οφείλω να τονίσω ότι όλες οι σχετικές πρωτοβουλίες που έχουν γίνει προς την κατεύθυνση αυτή με κατάθεση νομοθετικών προτάσεων, προήλθαν από κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας. Το 2006 με πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή και το 2014 με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά. Οι προσπάθειες εκείνες απέβησαν άκαρπες γιατί δεν είχαν τη στήριξη των κομμάτων της αντιπολίτευσης και έτσι δεν συμπληρώθηκε η απαραίτητη, βάσει του Συντάγματος, ειδική αυξημένη πλειοψηφία των 2/3, δηλαδή των 200 ψήφων. Σήμερα, με την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, η Νέα Δημοκρατία έκανε μία τρίτη προσπάθεια. Οι απαραίτητες 200 ψήφοι τελικά εξασφαλίστηκαν. Αυτό όμως έγινε εφικτό ως αποτέλεσμα ενός αναγκαίου πολιτικού συμβιβασμού που αλλοίωσε την αρχική φιλόδοξη ρύθμιση που ήθελε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Για να αποφύγει την παγίδα τού «όλα ή τίποτα», η Κυβέρνηση δέχτηκε τον Δεκέμβριο του 2019 την ύπαρξη μιας σειράς κριτηρίων και γραφειοκρατικών υποχρεώσεων. Αυτά αφενός περιόρισαν τον αριθμό εκείνων των Ελλήνων του εξωτερικού που μπορούσαν να ψηφίσουν, αφετέρου μείωσαν τον ενθουσιασμό τους που έμπλεξε και χάθηκε μέσα σε γραφειοκρατικά γρανάζια. Γι’ αυτό, ήδη από τότε, γνωρίζοντας τα εμπόδια που επέβαλε ο τότε πολιτικός ρεαλισμός, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε εγκαίρως χαρακτηρίσει τον νόμο ως «πρώτο βήμα». Ένα πρώτο βήμα που την κατάλληλη στιγμή θα ολοκληρωνόταν.
Εδώ και 15 μέρες, τα πράγματα έχουν μεταβληθεί καθώς το καθ’ ύλην αρμόδιο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, χαρακτήρισε τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν το 2019 από την επιμονή της αντιπολίτευσης «άδικους» και «υποτιμητικούς». Η Κυβέρνηση με ευαισθησία και αμεσότητα αντέδρασε, προτείνοντας νέα νομική ρύθμιση που καταργεί όλα αυτά τα κριτήρια και τους περιορισμούς. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ για ακόμα μια φορά, απεδείχθη ΣΥΡΙΖΑ. Υπαναχώρησε από τη θέση του και άλλαξε ρότα, πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι της συνέντευξης της κυρίας Τζάκρη στον «Εθνικό Κήρυκα». Κατελήφθη ακόμα μια φορά από τα φοβικά του σύνδρομα απέναντι στην ισότιμη ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού. Με έωλα επιχειρήματα και πολιτικά τερτίπια, αρνείται για μια ακόμα φορά να υποστηρίξει το μείζον και βολεύεται με το μικρό.
Εμείς, όπως το οφείλουμε στους Έλληνες της διασποράς, θα συνεχίσουμε την προσπάθεια για τη διευκόλυνση της άσκησης του εκλογικού τους δικαιώματος. Ως εισηγητής της πλειοψηφίας θα επιμείνω στην ειδική τροπολογία με την οποία καταργούνται οι γεωγραφικοί περιορισμοί, τα γραφειοκρατικά εμπόδια και οι υποτιμητικές διακρίσεις που δυσκόλευαν υπέρμετρα την ψήφο των απανταχού Ελλήνων. Ελπίζω ειλικρινά στην ψηφοφορία στην Ολομέλεια να καταγραφούν 300 ιστορικά «ΝΑΙ» και κανένα μικρό «ΟΧΙ». Ελπίζω η μείζων αντιπολίτευση να δείξει το πολιτικό σθένος που απαιτείται και να μην θυσιάσει στον βωμό του σημερινού μικρού κομματικού συμφέροντος, το διαρκές εθνικά μεγάλο.
Προσωπικά δεσμεύομαι να επιδιώξω, όσο μου επιτρέπεται, τις μέγιστες δυνατές συναινέσεις, προκειμένου να καταλήξουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Να μπορέσουν οι Έλληνες του εξωτερικού να εκπροσωπούνται από τον τόπο κατοικίας τους στη «Βουλή των Ελλήνων».