Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης: Μέλος της Ε. Ελλήνων Λογοτεχνών και της Académie Nationale de Lutèce (Παρισίων)
Η πολυτελής τζάγκουαρ διέσχιζε απότομα – ιλιγγιωδώς – χωρίς ιδιαίτερη προσοχή τις πολυπληθείς στροφές του δημόσιου ορεινού δρόμου της Ραπεντώσας για να φτάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο προαύλιο των πεύκων, δίπλα από τον οικισμό των λατόμων του πεντελήσιου περιζήτητου μαρμάρου.
Εκεί σταμάτησε για λίγο, άνοιξε την πόρτα και το αριστοκρατικό ροτβάιλερ ξεχύθηκε κάτω από τις πυκνόφυλλες συστάδες των ρουπακιών, αναζητώντας τη δική του αναψυχή με ανατροπή των πάντων. Ήταν ένα γερμανικής προελεύσεως σκυλί με κοντό -τρίχωμα- στιλπνό μαύρου χρώματος με καφέ και κόκκινες κηλίδες, πλατύ κεφάλι και φουντωτή ουρά, που άκουγε στο κάλεσμα «Δράκος».
Ο νεαρός Τζίμης, που οδηγούσε τη τζάγκουαρ με την καθισμένη στο πλάι του κοπέλα Λονώρα μια ξανθομαλλούσα, που μιλούσε με προφορά ξενόφερτη γαλλική επιτηδευμένη, ελληνικά, με σοβαδιασμένη προσωπική επιβολή, γύρισε ξαφνικά το τιμόνι και χωρίς αίσθηση κινδύνου βρέθηκε στην άσφαλτο.
Ο Δράκος αντιλήφθηκε το αλόγιστο τέχνασμα του νεαρού οδηγού αφεντικού του να τον εγκαταλείψει στο βουνό και μ’ ένα πήδημα βρέθηκε σχεδόν κοντά στο αυτοκίνητο, που είχε μπει στο δρόμο τώρα και έτρεχε με βακχική μανία, αλαφιασμένος και ανάστατος, επικαλούμενος σε γαβγική γλώσσα τη βοήθεια της Εκάτης, αν και συναισθανόταν πως αυτή έλειπε από τον ουρανό, γιατί είχε συμπληρώσει και το τελευταίο τέταρτο της πορείας της. Ο κύριος Τζίμης με το δικτυωτό υποκάμισο γαλλικής προέλευσης και τη Λονώρα είχαν αποδυθεί με το δύσκολο έργο της απόδρασης με άλλα λόγια να ξεφορτωθούν το πανάκριβο σκυλί.
Και όπως έτρεχε η τζάγκουαρ άλλο τόσο σάλταρε και ο Δράκος, έξαλλος, με σκυλίσια συμπεριφορά. Τελικά δεν ήταν δυνατό να παρακολουθήσει την πορεία του αυτοκινήτου απέναντι και βρέθηκε μέσα στους πυκνόφυλλους θάμνους των σκίνων και των ρουπακίων.
Παραμέρισε τις πευκοβελόνες με τα δύο του πόδια, άνοιξε λάκκο για να βρεί υγρό χώμα και χώθηκε για να αποδιώξει το λιοπύρι, που φλόγιζε και τον έψηνε, σκέτη λαμαρίνα, πυρακτωμένη, ξεκουράστηκε, απολαμβάνοντας τη δροσιά με κόκκινα δακρυσμένα από τη στέρηση των αφεντικών του μάτια, πέφτοντας σε μια ληθαργική κατάθλιψη.
Έτσι αρκετή ώρα χουζούρεψε, κουλουριασμένος αλλά μετά ήρθε η ανάγκη τροφής. Σηκώθηκε, τεντώθηκε, και όρμησε ανατολικά. Στα πρώτα σπίτια της κώμης Ανατολής βρέθηκε ανάμεσα σε ένα σμάρι με κότες τις οποίες διέλυσε, ξεπουπουλιάζοντάς τες. Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε έκανε τις νοικοκυρές να γνωρίσουν τον κίνδυνο στους συγχωριανούς τους με τα κινητά τους. Χώθηκε στα στενορύμια και βρέθηκε ανενόχλητος στα τρύπια συρματοπλέγματα της Μπρεξίζας. Πάνω σε κάτι μάρμαρα βαθουλά παλιά, ξεχασμένα, ήπιε νερό από το σπασμένο κρουνό της βρύσης και κουρασμένος δίπλα από το νιόσκαφο χώμα, ξάπλωσε και εκεί πέρασε τη νύχτα του.
Έπειτα πολύ πρωί με το ξύπνημα της δεκαοχτούρας περπάτησε μέχρι το «στενό απ’ εδώ και απ’ εκεί» της οδού Νάξου, όρμησε σε μια κυρία που πήγαινε το πρωί στην εργασία της και τη δάγκωσε στο μηρό, αναγκάζοντάς την να προσφύγει στο υγειονομικό κέντρο της περιοχής ανατολικής Αττικής με γοερές κραυγές πόνου για τα δέοντα.
Ο Δράκος μπήκε σε κάτι σκουριασμένα ανοίγματα -συρματοπλέγματα-και εξαφανίστηκε στην ακτή του κλαμένου και αστέγνωτου Ματιού, ενώ το περιπολικό τον αναζητούσε και τον βρήκε τελικά στο χώρο του κινηματογράφου αρκετά μακριά. Βλέπετε ως σταρ αναζητούσε και το κατάλληλο στέκι του. Αλλά δε γλίτωσε όμως από το έμπειρο μάτι της περισυλλογής των αδέσποτων. Η απόχη της περιμάζεψε τον αδίσταχτο και αιμοδιψή κουρσάρο με τη γαλάζια πέτρα και τον αριθμό τηλεφώνου του κυρίου του στο λαιμοδέτη.
Ο τύποις φιλόζωος ιδιοκτήτης με το διαμπερές φανελάκι του χορταριασμένου στήθους του, πισσάνθρωπος από τον ήλιο της καλοκαιρινής ραστώνης, είχε λησμονήσει την αγάπη του – αλλά και την υποχρέωση, φιλοξενίας προς τα ζώα, παρασυρμένος από τη θελημένη επιδειξιομανία του, και εισέπραττε τώρα την περαιτέρω αμοιβή του.
Ζούμπερι, Ιούλιος 2020
Y.Γ. Στη φωτο ο ήρωας της ιστορίας.