Γράφει ο Άγγελος Πολύδωρος
Όρθιος μπροστά στην κλειστή μπαλκονόπορτα του καθιστικού του, ο Λεωνίδας παρατηρούσε τον ρόδινο ουρανό, που όσο περνούσαν τα λεπτά κοκκίνιζε περισσότερο. Δεν ήταν ρομαντικός. Ήταν ανήσυχος. Οι τελευταίες ειδήσεις στην τηλεόραση δεν ήταν και από τις καλύτερες. Η πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει πριν λίγες ώρες στο δάσος Συγγρού πλησίαζε τώρα ανεξέλεγκτη προς τη βόρεια πλευρά της Νέας Λέσβου, μιας από τις λίγες εξοχικές περιοχές του Αμαρουσίου. Μια γειτονιά που οι ζηλόφθονες φίλοι του την αποκαλούσαν προνομιούχο. Εκεί όπου βρισκόταν η διώροφη μονοκατοικία του Λεωνίδα. Ένα παλιό πέτρινο σπίτι, που ήταν και το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που του είχε κληροδοτήσει η μητέρα του. Κοίταξε έξω τις φλόγες που πλησίαζαν από τα βορειοδυτικά και παρέμενε ψύχραιμος, με τη βεβαιότητα ότι η Πυροσβεστική και οι όμοροι προς το δάσος Συγγρού δήμοι θα έσπευδαν έγκαιρα να σβήσουν τη φωτιά ώστε να μη κινδυνέψουν.
Έξω το σκοτάδι έπεφτε σιγά-σιγά και το μόνο που ακουγόταν μέσα στο σπίτι, εκτός από την τηλεόραση που την είχε σε χαμηλή ένταση ώστε να μη του δημιουργεί πανικό η δραματοποιημένη ειδησεογραφία, ήταν το παρηγορητικό γουργουρητό του αιρκοντίσιον που διατηρούσε τη θερμοκρασία σε ανεκτά επίπεδα. Ο Λεωνίδας δεν ήταν πλεονέκτης. Ήταν τακτικός και μεθοδικός και πάντοτε φρόντιζε να χρησιμοποιεί τη δημόσια ενέργεια, τόσο όσο χρειαζόταν για να κάνει τη ζωή του ανεκτή και όχι υπερβολικά άνετη. Σκεφτόταν ότι υπήρχε κίνδυνος να αυξηθεί το φορτίο παροχής της ΔΕΗ και να πέσουν τίποτα γενικές ασφάλειες, με συνέπεια διακοπή ρεύματος με όλες τις επιπτώσεις της.
Τα έκτακτα δελτία από το κανάλι που παρακολουθούσε, ένα καθαρά ειδησεογραφικό κανάλι, που όμως έπαιζε και κάτι άχρηστες εκπομπές τηλεπαιχνιδιών, συνέχιζαν να μην είναι ευχάριστα. Οι αρμόδιες Αρχές ήταν βέβαιες πλέον, ότι η μεγάλη φωτιά που είχε ξεσπάσει εκείνο το μεσημέρι στου Συγγρού κατέβαινε ανεξέλεγκτη προς το Μαρούσι και ίσως χρειαζόταν να εκκενωθούν κατοικίες που βρίσκονταν στα Ανάβρυτα και στη Νέα Λέσβο. Ο αέρας στροβιλιζόταν απειλητικά και κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την πορεία του.
Η Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε δείξει μια αδικαιολόγητη αδράνεια. Τα σχέδια που επεξεργαζόταν όλο το χρόνο για έκτακτες περιπτώσεις ήταν μόνο ένα επικοινωνιακό κόλπο; Ο κόκκινος ουρανός έξω από τη μπαλκονόπορτα φαινόταν ακόμα πιο απειλητικός τώρα. Ο Λεωνίδας είχε αρχίσει να ανησυχεί. Τι διάολο έκαναν οι αρμόδιοι; Μόνο φωτογραφίες μπροστά σε πυροσβεστικά οχήματα ξέρουν να τραβάνε; Πού είναι εκείνα τα κωλομηχανήματα να ρίξουν νερό μην καούμε ζωντανοί. Και τα κανανταίρ; Ούτε ένα δεν είχε σηκωθεί, για τον μοναδικό πράσινο πνεύμονα της Αττικής.
Τις σκέψεις του διάκοψε η γυναίκα του Αγνή από το υπνοδωμάτιο.
– Τι θέλεις πάλι; τη ρώτησε αν και ήταν η πρώτη φορά που του μιλούσε εκείνο το απόγευμα.
– Πείραξες το αιρκοντίσιον;
– Είσαι με τα καλά σου; Για ποιο λόγο;
– Βγάζει ζεστό αέρα.
– Κάτι του έκανες. Δεν μπορεί να άλλαξε λειτουργία μόνο του.
– Έλα να δεις.
Πήγε προς την κρεβατοκάμαρα, περνώντας από τον διάδρομο που του φάνηκε ζεστός σε σχέση με το καθιστικό.
– Κάτι του έκανες, είπε μπαίνοντας στο υπνοδωμάτιο και βλέποντας την Αγνή να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού ιδρωμένη και με μια έκφραση απόγνωσης.
– Σιγά μην είχα όρεξη να το σβήσω τέτοια μέρα.
Ο Λεωνίδας ύψωσε το χέρι του προς τη μονάδα του αιρκοντίσιον για να αισθανθεί την αύρα του. Έβγαινε ζεστή. Ζεστή και μύριζε καμένο ξύλο. Σαν να υπήρχε κάπου ανοικτό παράθυρο. Πήρε το τηλεκοντρόλ στο χέρι του και κοίταξε τις ρυθμίσεις. Το εικονίδιο της νιφάδας ήταν στη θέση του και η θερμοκρασία έδειχνε 22ο ενώ η ταχύτητα του fan έδειχνε Μέση. Όλα νορμάλ, αλλά ο αέρας του υπνοδωματίου είχε αρχίσει να τον πνίγει. Έκανε επανεκκίνηση με το τηλεκοντρόλ και βάδισε προς το καθιστικό. Ο διάδρομος τού φάνηκε ακόμα πιο ζεστός από τη στιγμή που είχε επισκεφτεί το υπνοδωμάτιο.
Στο σαλόνι τον περίμενε μια έκπληξη. Η ζέστη ήταν μεγαλύτερη από εκείνη του υπνοδωματίου. Την προσοχή του τράβηξε η φωνή της εκφωνήτριας που καλούσε τους κατοίκους της περιοχής, να μην ανοίγουν τα παράθυρά τους, να τα κλείσουν αεροστεγώς όσο μπορούσαν, έτσι ώστε να μη μπαίνουν στάχτες και αποκαΐδια στα σπίτια και κινδυνεύουν οι ζωές τους από ασφυξία. Σήκωσε το χέρι του προς τη συσκευή του καθιστικού. Και αυτή έφερνε ζεστό αέρα που μύριζε καπνιά.
– Μου μυρίζει στάχτη τώρα. Εγώ λέω να σβήσουμε αυτό της κρεβατοκάμαρας και να κρατήσουμε αναμμένο μόνο του καθιστικού· η Αγνή έκανε την εμφάνισή της στο σαλόνι.
– Νομίζω ότι και αυτό φέρνει ζεστό αέρα, είπε απελπισμένος.
– Μήπως πρέπει να καλέσουμε την εταιρεία;
– Πιστεύεις, με τη μισή Αττική να φλέγεται αυγουστιάτικα και τη φωτιά από το δάσος να μας πλησιάζει, ότι θα βρεθεί συνεργείο για να επισκευάσει το αιρκοντίσιον μας;
– Πού είναι εκείνος ο μαλάκας ο δήμαρχος που φωτογραφιζόταν μπροστά στα πυροσβεστικά οχήματα τον Ιούνιο;
Ο Λεωνίδας κοίταξε έξω από το παράθυρο. Οι φλόγες φάνηκαν πάνω από το απέναντι σπίτι.
– Αγνή -κραύγασε- για έλα εδώ.
Η Αγνή, μούσκεμα στον ιδρώτα, πήγε κοντά του και πριν την παροτρύνει κοίταξε έξω και ο πανικός χρωμάτισε εφιαλτικά τη φωνή της.
– Θεέ μου, οι φλόγες πλησίασαν το σπίτι μας. Πού είναι η αναθεματισμένη η Πυροσβεστική όταν τη χρειαζόμαστε;
Ύστερα έβηξε ελαφρά, η αναπνοή της δύσκολα έβγαινε. Η ατμόσφαιρα με τα κλειστά παράθυρα και χωρίς αιρκοντίσιον είχε βαρύνει πολύ γρήγορα, ενώ η μυρωδιά του καμένου ξύλου είχε αρχίσει να τους πνίγει. Ο Λεωνίδας κάτι προσπάθησε να πει αλλά η φωνή του δεν βγήκε. Ήταν σαν να προσπαθούσε να αναπνεύσει πάνω από αναμμένο τζάκι. Από κάπου έμπαινε καπνός. Η φωνή της γυναίκας του ακούστηκε από πολύ μακριά:
– Οι φλόγες ακούμπησαν το σπίτι της κυρίας Έφης απέναντι, του είπε βραχνά και σωριάστηκε στον καναπέ αναπνέοντας με πολλή δυσκολία και κάνοντας αέρα με τις παλάμες της…
– Και το αιωνόβιο πεύκο στην αυλή μας, προσπάθησε να συμπληρώσει, αλλά η φωνή του δεν έβγαινε.
Αισθάνθηκε το κούτελό του να καίει. Πώς το λένε αυτό; Θερμοπληξία; Καύσωνας, με φωτιά έξω από το σπίτι του και χωρίς αιρκοντίσιον, ήταν το χειρότερο που μπορούσε να τους τύχει και συνέβαινε ΤΩΡΑ. Ενστικτωδώς άνοιξε τη μπαλκονόπορτα να μπει καθαρός αέρας, αλλά αυτή η κίνηση ήταν αυτοκτονική. Πριν προλάβει να την ξανακλείσει, ο καπνός από τα πεύκα του κήπου τους που καίγονταν, ντουμάνιασε το καθιστικό. Η μεθυστική μυρωδιά από το ρετσίνι των πεύκων σε συνδυασμό με τη μυρωδιά του καμένου ξύλου, τον ζάλισαν. Είδε την Αυγή λιπόθυμη στον καναπέ και τα πόδια του λύγισαν. Η τελευταία του σκέψη, πριν πέσει μπρούμυτα στο πάτωμα ήταν: «Δεν υπάρχει χειρότερος θάνατος από τη φωτιά και την ασφυξία. Μακάρι να μπορούσα να κοιμηθώ». Με αυτή τη σκέψη, άφησε τον εαυτό του να τον κυριεύσει η απόκοσμη αύξηση της θερμοκρασίας γύρω του. Ήταν παράλογο, αλλά για μια στιγμή πριν αφήσει αυτόν τον κόσμο, πέρασε από το μυαλό του ότι ίσως ήταν καλύτερα που είχε αφήσει τον εαυτό του έρμαιο της αφόρητης ζέστης και της ασφυξίας. Όλα σκοτείνιασαν γύρω του.
Όμως όχι. Κάτι τον έφερε πίσω στη ζωή.
Άνοιξε τα μάτια του. Γύρω του υπήρχε το απόλυτο σκοτάδι, αλλά αισθανόταν απόλυτη σιγουριά και ασφάλεια. Βρισκόταν στο υπνοδωμάτιό τους και ο αέρας ήταν δροσερός και πάλι. Κοίταξε γύρω του σαν να έβλεπε το υπνοδωμάτιο για πρώτη φορά. Όλα ήταν στη θέση τους όπως τα ήξερε, μόνο που η ζέστη είχε εξαφανιστεί ως δια μαγείας. Αισθάνθηκε μια ψύχρα. Έτριψε τα μπράτσα του με τις παλάμες του. Να δεις που κατά τη διάρκεια της λιποθυμίας του το αιρκοντίσιον μετά την επανεκκίνηση είχε αρχίσει να βγάζει ψυχρό αέρα. Σήκωσε το χέρι του προς τη συσκευή αλλά δεν αισθάνθηκε καμία αύρα, ούτε κρύα, ούτε ζεστή. Τότε πρόσεξε ότι φορούσε τις πυτζάμες του. Κοίταξε προς το κρεβάτι. Η Αγνή ήταν εκεί και κοιμόταν του καλού καιρού, κουλουριασμένη στη δική της πλευρά. ‘Όλα όσα είχε περάσει δεν ήταν παρά ένα κακό όνειρο, ένας εφιάλτης που τον είχε πανικοβάλει αδίκως. Χαμογέλασε με τους φόβους του. Ήταν ζωντανός, ευτυχώς, και δεν είχε πεθάνει από θερμοπληξία ή ασφυξία.
Σηκώθηκε όρθιος, ευδιάθετος και έκανε μερικές κινήσεις να ξεπιαστούν τα χέρια και τα πόδια του. Αθόρυβα βγήκε από το υπνοδωμάτιο χωρίς να ανάψει το φως. Θα πρέπει να ήταν πριν τις έξι τα ξημερώματα γιατί ακόμα δεν είχε φωτίσει και βάδισε προς την κουζίνα. Ασυναίσθητα απέφυγε το καθιστικό φοβούμενος στη σκέψη ότι από τη μπαλκονόπορτα θα μπορούσε να δει τη φωτιά να πλησιάζει. Χαμογέλασε με τον αδικαιολόγητο πλέον φόβο του, αλλά το χαμόγελό του έσβησε με το που έφτασε στην κουζίνα και προσπάθησε να ανάψει το φως. Πάτησε τον διακόπτη άλλη μια φορά, βλακωδώς. Η λάμπα δεν έλεγε να ανάψει. Ή είχε καεί ή δεν είχαν ρεύμα. Βάδισε διστακτικά προς το παράθυρο που ήταν πάνω από το νεροχύτη. Πάτησε το διακόπτη για να σηκωθούν τα ηλεκτρικά ρολά του παράθυρου, αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση. Είχε διακοπή ρεύματος, τελικά. Τι ξαφνικό ήταν τούτο πάλι;
Αναγκάστηκε να πάει σιγά-σιγά προς το καθιστικό φέρνοντας στο νου του το όνειρο που είχε δει, γεγονός που τον ανατρίχιασε. Το καθιστικό ήταν όπως το είχαν αφήσει χθες βράδυ. Τι θα μπορούσε να έχει αλλάξει όμως; Είχαν δει ένα θρίλερ στη συνδρομητική πίνοντας τα απεριτίφ τους. Τα ποτήρια ήταν εκεί ακόμα, όπως και το πιάτο με τα μαχαιροπήρουνα που είχαν κόψει και φάει ένα μήλο και οι δυο. Προχώρησε και άνοιξε τις βαριές κουρτίνες ελπίζοντας ότι θα είχαν ξεχάσει τα ρολά ανοικτά, επειδή χωρίς ρεύμα… Ευτυχώς, τα είχαν ξεχάσει ανοικτά. Δυστυχώς, το θέαμα που αντίκρισε τον πάγωσε στην κυριολεξία.
Έξω χιόνιζε, με το χιόνι να πέφτει πυκνό και να σχηματίζει μια λευκή αδιαφανή κουρτίνα. Κάπου μακριά, μια αστραπή φώτισε τον ουρανό, ο οποίος είχε πάρει ένα εξωπραγματικό ανοιχτό ροζ χρώμα.
Παρατήρησε άφωνος την εικόνα. Το χιόνι είχε στρωθεί ακόμα και στα πιο απίθανα σημεία. Στα πιο λεπτά κλαράκια της ακακίας που βρισκόταν στον κήπο, στα κάγκελα της μάντρας του κήπου, στα φύλλα της αναρριχώμενης τριανταφυλλιάς. Μεγάλοι σταλακτίτες πάγου κρέμονταν από τη στέγη της βεράντας. Η εικόνα που είχε μπροστά του φάνταζε σαν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, εκτός από το ροδαλό χρώμα του ουρανού. Το ύψος του χιονιού, εκεί που το σώριαζε ο αέρας, είχε φτάσει σχεδόν το μισό μέτρο. Αλλά ποιός αέρας; Δεν κουνιόταν φύλλο και οι νιφάδες ήταν πρωτόγνωρα, εφιαλτικά μεγάλες. Έτσι εξηγείται η διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, σκέφτηκε. Με τόσο χιόνι και παγωνιά, η ΔΕΗ θα έδειχνε ακόμα μια φορά την αδυναμία της. Αυτόματα το μυαλό του πήγε στο ψυγείο και τον ψυγειοκαταψύκτη. Χωρίς ρεύμα θα είχαν πρόβλημα τα τρόφιμα. Από ποια ώρα να είχε κοπεί άραγε;
Τις σκέψεις του διέκοψε μια αδιόρατη κίνηση πίσω του. Η Αγνή είχε σηκωθεί και τον είχε ακολουθήσει στο καθιστικό.
– Έχει παγώσει το σπίτι -του είπε με τρεμάμενη φωνή· τι συνέβη; Δεν έχουμε ηλεκτρικό;
– Μάλλον όχι.
– Η Μετεό δεν έπεσε έξω. Το έλεγαν δέκα μέρες τώρα. Έρχεται χιονοθύελλα, του είπε βαδίζοντας προς το μπάνιο.
– Θα τηλεφωνήσουμε στη ΔΕΗ να δούμε που βρίσκεται η κατάσταση, απάντησε ο Λεωνίδας, αλλά πριν ολοκληρώσει τη φράση του, η Αγνή έβγαζε μια φωνή τρόμου από το μπάνιο.
– Λεωνίδα δεν έχουμε νερό. Άνοιξα τη βρύση και άκουσα έναν περίεργο θόρυβο, αλλά νερό δεν βγήκε.
– Αυτό είναι πολύ κακό. Με το πρώτο χιόνι, να μην έχουμε ούτε νερό ούτε ρεύμα, ούτε θέρμανση, μονολόγησε ο Λεωνίδας.
– Έχεις φορτίσει το τηλέφωνό σου τουλάχιστον; Πρέπει να κάνω μερικά τηλέφωνα και το δικό μου είναι σχεδόν άδειο.
– Ωχ, ξέχασα να το φορτίσω χθες βράδυ και μου φαίνεται ότι δεν έχω πολλή μπαταρία, γύρω στο 30%.
Στην ιδέα ότι δεν είχαν και οι δυο κινητό τηλέφωνο, ο Λεωνίδας αισθάνθηκε απομονωμένος. Δεν θα μπορούσαν να έχουν επίσης κάποια ενημέρωση, αφού ούτε και η τηλεόραση λειτουργούσε. Η Αγνή επέστρεψε στο καθιστικό με μια έκφραση απόγνωσης.
– Μη τραβήξεις καζανάκι. Το τελείωσα.
– Εγώ θα πάω στον κήπο.
– Εγώ πάντως πάω στην αποθήκη να ψάξω για ένα παλιό ραδιοφωνάκι μπαταρίας, μήπως ακούσουμε κάποια είδηση.
– Να εύχεσαι να έχει μπαταρίες μέσα, χαμογέλασε ο Λεωνίδας και προσπάθησε να μπει στην εφαρμογή Μετεό στο κινητό του, που έδειχνε ισχύ μπαταρίας 18% μήπως μάθει κάποια πληροφορία για την πορεία του καιρού.
Το αποτέλεσμα ήταν χειρότερο από το όνειρο που είχε δει πριν λίγη ώρα. Η Μετεό τον πληροφορούσε ότι το κύμα ψύχους θα υποχωρούσε μετά από πέντε μέρες. Στο μεταξύ, το ύψος του χιονιού έξω είχε ήδη φτάσει τους 70 ή 80 πόντους και με αυτό το ρυθμό θα το σήκωνε στο ένα μέτρο.
Έκανε κλικ σε μια ειδησεογραφική εφαρμογή. Μ’ αυτά που διάβασε, του ήρθε να πετάξει το κινητό στον απέναντι τοίχο, αν δεν το είχε πληρώσει 1.800 ευρώ. Όλες οι εθνικές οδοί είχαν αποκλειστεί και χιλιάδες αυτοκίνητα ήταν φρακαρισμένα στο χιόνι, ενώ η κυβέρνηση, αντί να δραστηριοποιείται, είχε ξεκινήσει έναν αγώνα επίρριψης ευθυνών στις εταιρίες που τις διαχειρίζονταν. Πολλοί δήμαρχοι αποποιούνταν τις ευθύνες για το κλείσιμο των μικρότερων δρόμων της επικρατείας τους, ενώ η αντιπολίτευση έριχνε ευθύνες σε όλους.
Οι ιδιωτικές εταιρείες ενέργειας ζητούσαν συγγνώμη για την αδυναμία παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και η εταιρία ύδρευσης παρακαλούσε τους πολίτες να χρησιμοποιούν -όπου δεν είχε κοπεί- όσο πιο λίγο νερό μπορούν, διότι υπήρχε περίπτωση να διαρραγούν οι σωληνώσεις με χειρότερα αποτελέσματα, ενώ η Πυροσβεστική και η Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας παρακαλούσε τους πολίτες να μη κυκλοφορούν γιατί οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι και ανακοίνωνε στατιστικά στοιχεία, με τις χιλιάδες τηλεφωνικές κλήσεις που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί.
Την ίδια ώρα, τα νοσοκομεία που νοσηλεύονταν οι ασθενείς λόγω Covid-19 δήλωναν αδυναμία να δεχθούν νέους ασθενείς και η ιατρική κοινότητα «σήκωνε τα χέρια ψηλά», επειδή τα όργανα των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας δεν λειτουργούσαν. Επικρατούσε ένα χάος. Το κινητό του Λεωνίδα τον ειδοποιούσε ότι η μπαταρία τελείωνε. Το έσβησε πανικόβλητος, ενώ η Αγνή άρχισε ένα γοερό κλάμα.
Ο Λεωνίδας έσκυψε το κεφάλι του. Η πρώτη φράση που του πέρασε από το μυαλό του ήταν:
– Πάει τελείωσε. Θα πεθάνουμε από το κρύο. Δεν έχουμε καμία ελπίδα.
Μαρούσι, Ιανουάριος 2022