Έρευνα – κείμενο: Γιώργος Πάλλης: Επίκουρος καθηγητής ΕΚΠΑ
Στις αρχές κάθε φθινοπώρου, την ημέρα που Εκκλησία τιμά το Γενέσιο της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου), παλαιοί και νέοι Mαρουσιώτες συγκεντρώνονται σε ένα από τα μικρά, αστικά πλέον πανηγύρια του Αμαρουσίου, στον ναό της Παναγίας της Νεραντζιώτισσας. Η Νεραντζιώτισσα κατέχει ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στις παλιές εκκλησίες του Αμαρουσίου λόγω της αρχαιολογικής της αξίας – αποτελεί προστατευόμενο μνημείο του κράτους και συνδέεται ιδιαίτερα με τη θρησκευτική ζωή του τόπου κατά τα νεότερα χρόνια.
Ήταν όμως πάντοτε αφιερωμένη στην εορτή του Γενεσίου; «Ουδείς των ιερέων γινώσκει … πότε πανηγυρίζει η Νερατζιώτισσα, ης ερείπιον είναι ο ναός», γράφει το 1890 ο Θεμιστοκλής Πολυκράτης, σχολάρχης τότε Αμαρουσίου, ενώ η εκκλησία ήταν εγκαταλελειμμένη. Τα λόγια του επιβεβαιώνει και η απουσία οποιασδήποτε σχετικής αναφοράς στις λίγες γραπτές πηγές που αναφέρονται στους ναούς της περιοχής. Εντούτοις, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ένα δημοσίευμα του 1928 φαίνεται να ρίχνει κάποιο φως στο ζήτημα. Ένα άλλο αναπάντητο ερώτημα συνιστά ο χρόνος της καθιέρωσης της επωνυμίας της εκκλησίας, που δεν μαρτυρείται ως «Νεραντζιώτισσα» πριν από τον 19ο αιώνα.
Το χρονικό του ναού
Πριν δούμε όμως τα σχετικά με τα παραπάνω προβλήματα, είναι χρήσιμο να γίνει μια επισκόπηση της ιστορίας του μνημείου: 1575: Χάραγμα με τη χρονολογία αυτή (στο χρονολογικό σύστημα από κτίσεως κόσμου και με ελληνικούς αριθμούς) αποτελεί την παλαιότερη ασφαλή ένδειξη για την οικοδόμηση του ναού, που πρέπει τότε να είχε μόλις ολοκληρωθεί. Ακολουθεί, σε άγνωστο χρόνο, η προσθήκη νάρθηκας. 17ος αιώνας: Η πληροφορία ότι η Νεραντζιώτισσα υπήρξε καθολικό μικρής μονής δεν επιβεβαιώνεται από καμία πηγή της εποχής.
1729: Ο Γάλλος ιερωμένος Michel Fourmont αντιγράφει στον ναό την επιτύμβια στήλη του Πυρρία και της Θετταλής, του 4ου αιώνα π.Χ. (σήμερα βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). 18ος αιώνας (πιθανώς β’ μισό): Η Νεραντζιώτισσα ανακαινίζεται, αγιογραφείται και αποκτά το κτιστό τέμπλο που διατηρείται μέχρι σήμερα.
1821: Σε άγνωστο χρόνο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, ο ναός λεηλατείται και εγκαταλείπεται. Μετά την απελευθέρωση χρησιμοποιείται περιστασιακά για τον σταυλισμό ζώων.
1923: Μετά από έναν αιώνα ερήμωσης, η Νεραντζιώτισσα συντηρείται και επαναλειτουργεί, χάρη στην κινητοποίηση του φιλολόγου Χρήστου Ηλιόπουλου, έκτακτου Επιμελητή Αρχαιοτήτων, ο οποίος ιδρύει γι’ αυτό τον σκοπό τον Σύνδεσμο Αθμονέων. Στα επόμενα χρόνια η μικρή εκκλησία αποκτά έντονη ζωή, καθώς αποτελεί την έδρα του εκάστοτε αρχιερατικού επιτρόπου της Μητρόπολης Αθηνών για τα βόρεια προάστια, θέση την οποία καταλαμβάνουν επιφανείς, μορφωμένοι κληρικοί που προσελκύουν πολλούς πιστούς. Παράλληλα ο ναός αποκτά γη, βοηθητικά οικήματα και εξοπλισμό σε έπιπλα και σκεύη.
«Τιμωμένου άλλοτε εν τη μνήμη των Εισοδίων»
Τη θρησκευτική ζωή και την όλη δραστηριότητα με επίκεντρο τη Νεραντζιώτισσα κάλυπτε κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου η εφημερίδα “Kηφισιά”, την οποία εξέδιδε ο Κωνσταντίνος Τζούνας. Το εβδομαδιαίο, τετρασέλιδο φύλλο αφιέρωνε συνήθως τη μισή του ύλη στα νέα του Αμαρουσίου, με βασικό συνεργάτη τον Χρήστο Ηλιόπουλο, ο οποίος δημοσίευε τακτικά κείμενα για θέματα της τοπικής ιστορίας. Παρά το φλύαρο ύφος και τις ανακρίβειες που ενίοτε περιέχουν, τα κείμενα αυτά είναι χρήσιμα, καθώς όχι σπάνια περιέχουν αξιόλογες μαρτυρίες για την περιοχή.
Σε ένα ανυπόγραφο κείμενο με τίτλο «Η πανήγυρις των Γενεθλίων εις την Παναγίαν Οδηγήτριαν Νεραντζιώτισσαν εν Αμαρουσίω», που δημοσιεύτηκε στο φύλλο 170 της 2ας Σεπτεμβρίου 1928, ο ανώνυμος συντάκτης (που πιθανώς είναι ο ίδιος ο Ηλιόπουλος) γράφει ότι η αφιέρωση στο Γενέσιο επελέγη το 1923, κατά την ανακαίνιση του ναού. Χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμό του, «Ερημίτης», ο Ηλιόπουλος επανήλθε στο θέμα δύο εβδομάδες αργότερα (φύλλο 172/16-9-1928), σε άρθρο για τη μονή Πεντέλης. Εκεί διευκρινίζει ότι η Νεραντζιώτισσα αφιερώθηκε στο Γενέσιο για να αναβιώσει ένα εξαφανισμένο στις μέρες του μονύδριο – εξάρτημα της μονής Πεντέλης που τιμούσε αυτή την εορτή και καταλήγει στα εξής: «Και διά τούτο, τιμής ένεκα, κατά την αναστύλωσιν του ενταύθα ναού Παναγίας της Οδηγητρίας (Νεραντζιωτίσσης) τιμωμένου άλλοτε εν τη μνήμη των Εισοδίων, … απεφασίσθη να τιμηθή επί τη μνήμη του Γενεσίου …».
Ο Ηλιόπουλος δεν αναφέρει τις πηγές από τις οποίες πληροφορήθηκε την πρότερη αφιέρωση της Νεραντζιώτισσας στα Εισόδια της Θεοτόκου (εορτάζονται στις 21 Νοεμβρίου). Όπως σημειώσαμε και παραπάνω, τα γραφόμενά του μπορούν γενικά να θεωρηθούν ως βάσιμα, αν και πρέπει να αντιμετωπίζονται κριτικά. Είναι γνωστό δε ότι ο ίδιος ετοίμαζε επί χρόνια ένα έργο για την ιστορία της ευρύτερης περιοχής, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και έχει μάλλον χαθεί· ίσως εκεί να έδινε περισσότερα στοιχεία.
Ωστόσο, προβληματίζει το γεγονός ότι σαράντα σχεδόν χρόνια νωρίτερα, το 1890, ο Πολυκράτης δεν μπόρεσε να μάθει από τους ιερείς του Αμαρουσίου πότε πανηγύριζε ο εγκαταλελειμμένος τότε ναός. Έτσι, η περίπτωση των Εισοδίων θα πρέπει να γίνει δεκτή με επιφύλαξη. Αξίζει πάντως να επισημανθεί ότι στα Εισόδια ήταν εξαρχής αφιερωμένος και ο ναός του μετοχίου της Αγίας Φιλοθέης στην Καλογρέζα, που κτίστηκε την ίδια περίπου εποχή με τη Νεραντζιώτισσα.
Πότε και γιατί Νεραντζιώτισσα
Η επωνυμία του ναού συνιστά όπως ήδη αναφέραμε ένα άλλο πρόβλημα, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία για το πότε και γιατί καθιερώθηκε. Το όνομα καταγράφεται πρώτη φορά μόλις στον 19ο αιώνα και μάλιστα σχετικά όψιμα, μετά τα μέσα του – είναι χαρακτηριστικό ότι απουσιάζει από τον χειρόγραφο κατάλογο των εκκλησιών του Αμαρουσίου που συντάχθηκε το 1833. Η προέλευσή του σχετίζεται προφανώς με το ομώνυμο αρωματικό εσπεριδοειδές, του οποίου όμως η καλλιέργεια δεν ήταν ούτε κοινή ούτε διαδεδομένη στην Αττική, πριν εισαχθεί ως καλλωπιστικό στους δρόμους της νεοκλασικής Αθήνας.
Ο ίδιος ο ναός σώζει μια επιγραφή στην τοιχογραφία της Θεοτόκου που βρίσκεται στην κόγχη επάνω από την αρχική είσοδο: Μή(τη)ρ Θ(εο)ύ η Οδηγήτρια. Η συγκεκριμένη παράσταση, που μπορεί να είναι παλαιότερη από τις τοιχογραφίες του κυρίως ναού, σώζει την παλαιότερη γνωστή επωνυμία του ναού, Οδηγήτρια. Τα μέχρι στιγμής δεδομένα δείχνουν λοιπόν ότι το όνομα Νεραντζιώτισσα, που έχει γίνει σήμερα γνωστό σε όλο το λεκανοπέδιο λόγω του σταθμού, των δύο σιδηροδρόμων, αποτελεί ίσως μια επινόηση του 19ου αιώνα.