Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης, Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων
Στα όρια βορεινά της μαντρωμένης περιοχής με πέτρα από το λατομείο Πεντέλης με σπασμένα γυαλιά στο γείσο της, εκεί όπου τελειώνουν τα φραχτικά μέτρα, που είχε ορίσει για το κτήμα του στα Ανάβρυτα ο Ανδρέας Συγγρός, ο βοσκός των βοοειδών του αγροκτήματος ο γερο Αγησίλαος, πίσω από τη γραμμή της συστάδας των κυπαρισσιών είχε ανοίξει μια πορεία. Είχε πριονίσει ένα μέρος πίσω από τους θάμνους με τα σκίνα της τοιχοδομής της πέτρας και είχε με τσίγκους κάνει ένα πορτάκι για να μπαινοβγαίνει προς το μαγαζί, που προμήθευε σπίρτα, χοντρό αλάτι, πετρέλαιο, σπίρτο (οινόπνευμα) κλπ προϊόντα – κρατικά στους κατοίκους της Κηφισιάς δίπλα από του Σαλματάνη. Ήταν προϊόντα, που το κράτος τότε προμήθευε στους κατοίκους φθηνότερα – ήταν ένα μονοπώλιο. Ο κυρ Αγησίλαος ήταν ο βοσκός των αγελάδων και έμενε μόνιμα μέσα σε μια αποθηκούλα στο χτήμα με γεωργικά εργαλεία. Ήταν εργένης, νησιώτης Σαντορινιός.
Στο κτήμα ανάμεσα στα άλλα ζώα υπήρχε και μια εύσωμη αγελάδα παραγωγική, που ο μαύρος υπηρέτης της Ιφιγένειας, γυναίκας του Συγγρού, ο Γκρίνγκο την ονόμαζε, όταν συνόδευε αυτός τα ζώα, Βουβάστα˙ και τούτο γιατί η μεγάλη αγελάδα μόλις έφτανε εκεί που είναι τα Καισάρια -σήμερα με τους δρόμους που χάραξαν στο δάσος, χάθηκαν και τα ίχνη τους- σταματούσε και έπρεπε να τρέξει και να τη διώξει για να συνεχίσει την πορεία της με τις άλλες δέκα αγελάδες. Η αγελάδα εκεί βαστούσε το μονοπάτι, δεν άφηνε να περάσουν οι άλλες. Έτσι ο Γκρίνγκο με τα σπαστά ελληνικά του την ονόμασε: Βου-βάστα. Μια δική του ακατανόητη ονομασία, ανάμεσα στη βουβάλα που βαστούσε το δρόμο των άλλων ζώων και τα εμπόδιζε να περάσουν.
Είναι βέβαιο ότι το μυστικό αυτό το είχε πει ο Γκρίνγκο στο γέρο γελαδάρη Αγησίλαο, όταν συνόδευε αυτός τα ζώα. Την αγελάδα αυτή την είχαν φέρει από την Αιθιοπία και ήταν διασταύρωση από ελβετική καταγωγή. Όμως η αγελάδα αυτή, η Βουβάστα του Γκρίνγκο είχε αυτή την ιδιαιτερότητα. Ποια ήταν αυτή;
Όταν το συγκρότημα των δέκα αγελάδων ανάμεσα στις οποίες και η Βουβάστα περνούσε από τα λεγόμενα Καισάρια, σταματούσε και μουκάνιζε επίμονα. Η λέξη Καισάρια στη λαογραφία του κτήματος ήταν ισότιμη με τη λέξη Καίσαρας -βασιλιάς της Ρώμης- και ο Γκρίνγκο είχε πει στο γελαδάρη πως το ζώο κάτι αφουγκραζόταν ή κάτι νογούσε (=αντιλαμβανόταν), όταν έφθανε εκεί.
Σ’ αυτή την περίπτωση, οι παλαιοί Μαρουσιώτες έλεγαν ότι «μερικά ζώα γροικιούνται» δηλαδή καταλαβαίνουν υπερφυσικά όντα, τα οποία τα επηρεάζουν: βλέπουν δηλαδή νεράιδες, καλικάντζαρους κλπ.». Και η εντολή της ιδιόρρυθμης κυρίας Ιφιγένειας ήταν να αφήνουν τα ζώα ελεύθερα, να μην τα περιορίζουν, να κάνουν ό,τι θέλουν -βούλονται- και να τα αφήνουν να γεύονται τα κλαδιά απ’ όλους τους θάμνους, που επισκέπτονται στο δάσος. Έτσι έλεγε το γάλα τους γίνεται καλύτερο και νοστιμότερο.
Πάντως σε κείνο το σημείο, που καθώς περνούσε, σταματούσε η αγελάδα, ο Γκρίνγκο, -και το είχε πει στον κυρ Αγησίλαο-, είχε παρατηρήσει πολύ καλά πως αυτή εκεί ρουθούνιζε, χτυπώντας με το ένα μπροστινό της πόδι το έδαφος. Και ο Γκρίνγκο είχε προσθέσει πως η αγελάδα εκεί «μύριζε» θέση τόπου ιερού. Ο απλοϊκός μαύρος υπηρέτης ήταν θεοσεβής. Από πού και πώς ονόμασε την ύπαρξη θεάς Βουβάστας, που ταύτισαν με τη θεότητα της Αμαρυσίας Άρτεμης˙ άξιο περιέργειας γιατί πίστευε πως εκεί κατοικούσε ξωτικό και καλούσε το όμοιό του. Και εκεί ακριβώς οι παλιοί Μαρουσιώτες έλεγαν πως κατοικούσε η θεά Άρτεμις.
Είναι όμως αλήθεια ότι σ’ αυτό το σημείο παλαιότερα και πριν αγοράσει το χτήμα ο Συγγρός, δύο αξιόλογοι αρχαιολόγοι οι: Σκιντ και Βιλλ είχαν κάνει ανεπιτυχείς ανασκαφές. Όμως δεν είχαν επισημάνει αξιόλογα ίχνη και εγκατέλειψαν την προσπάθειά τους. Παρέμεινε μόνο η φήμη τους «ως αξιόλογοι άνθρωποι». Τώρα αν, η όσφρηση της αγελάδας κάποτε τους διαψεύσει -άδηλον!
Και ο γείτονας του χτήματος ο κυρ Σταμάτης ο Δρένιος, μετά από πολλή και γόνιμη βροχή έβγαινε με μια σούβλα, που έψηνε το πασχαλινό του αρνί, πήγαινε σ’ αυτό το μέρος και σούβλιζε το έδαφος. Από τον τρόπο της επαφής της σούβλας με το έδαφος αντιλαμβανόταν, έλεγε, τον αρχαιολογικό χώρο. Αλλά τίποτε και αυτός δεν είχε επιτύχει˙ όμως ό,τι άκουε, το έκανε πράξη και αυτό που είχε επιτύχει ήταν να φέρει στην επιφάνεια μερικά τριγωνικά πήλινα ζυγιστήρια, τα οποία επί πολλά χρόνια είχε κρεμάσει σα γούρι στο μαγκανοπήγαδό του και χαιρόταν για την απόκτησή τους, ότι τα ζυγιστήρια θα του έφερναν γούρι για περισσότερο νερό στο πηγάδι. Όμως σε κείνο το σημείο, που σταματούσε η αγελάδα η Βουβάστα, ο κυρ Αγησίλαος είχε παρατηρήσει πως αυτή ρουθούνιζε και σκάλιζε με τα δυο της μπροστινά πόδια το έδαφος και ο Γκρίνγκο είχε πει τις δικές τους ερμηνείες, πως μυριζόταν ανάκτορο και παλιές δόξες, σύμφωνα και με τις αιγυπτιακές προϋποθέσεις. Ο Γκρίνγκο ήταν και αλαφροΐσκιωτος. Και από αυτόν είχε μάθει και ο κυρ Σταμάτης πως εκεί ήταν αρχαίος ναός μιας θεάς, που αγαπούσε τα ζώα και αυτή στη φαντασία του έμοιαζε με την Αμαρυσία Άρτεμη.
Η αλήθεια είναι πως στο δάσος δεν έχουν γίνει συστηματικές ανασκαφές. Ένας δρόμος που είχε διανοιγεί στο δάσος είχε αποκαλύψει μια επιγραφή που πρώτος εγώ διάβασα το 1966 και δημοσίευσα στη φίλη «Αμαρυσία» και τώρα βρίσκεται στο Εθνικό μας Αρχαιολογικό Μουσείο. Νωρίτερα (1964) ακόμη ένας ρωμαϊκός κορμός κόρης, έργο Ρωμαίου ίσως τεχνίτη, βρέθηκε πάνω από τη Σταυρωτή Στέρνα, το δομικό αυτό αριστούργημα του κτήματος Συγγρού. Ο κορμός της κόρης βρισκόταν κάτω από την αρδευτική στέρνα του κτήματος και με υπόδειξη δική μας μεταφέρθηκε και αυτή στο Αρχαιολογικό μας Μουσείο.
Πάντως το ανατολικό σημείο του κτήματος Συγγρού παρέχει μια πρωτόγνωρη ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, ιδιαίτερα στο λεγόμενο «ταβανάκι» που υποβάλλει τον επισκέπτη και ακινητοποιεί το θεατή με την ηρεμία του και τη γαλήνη του, κοντά στον λεγόμενο «τούρκικο δρόμο» στη συνέχεια της οδού Βορείου Ηπείρου. Ήταν ένας θαυμάσιος αμφιθεατρικός τόπος που παίζαμε με τις φούντες των πεύκων, όταν είμαστε παιδιά, και εκσφενδονιζόμαστε σε άλλες φούντες, μιμούμενοι τα ανθρωποειδή της ζούγκλας.
Ο μαύρος υπηρέτης του Συγγρού ο Γκρίνγκο επέμεινε πως τα ζώα κάτι νογάνε και οσφραίνονται. Σήμερα σ’ αυτό το χώρο οι αθλητές δίνουν το παρόν τους και σηματοδοτούν το μέλλον τους, αποβλέποντας σε παγκόσμια ρεκόρ. Και ο ανοιγμένος ανατολικά δρόμος προς τον παλαιό περιστεριώνα, που πήγαινε ο κυρ Αγησίλαος με την καλαθούνα του να μαζέψει αυγά από τα περιστέρια και σπαράγγια από τους αγκαθερούς θάμνους και η μαγείρισσα η μαύρη Α(ΐντα) να ετοιμάσει το δεκατιανό, τη θαυμάσια ελαφριά σπαραγγομελέτα και τα βραστά παντζάρια (=κοκκινογούλια) της κυρίας Ιφιγενείας.
Θα σημειώσω και το εξής: Η κυρία Ιφιγένεια πίστευε πως τα ζώα, ιδιαίτερα τα βοοειδή, πρέπει να μένουν ευχαριστημένα από τη συμπεριφορά των ανθρώπων, που τα περιποιούνται. Εκείνη τη στιγμή της φροντίδας των ανθρώπων αυτών το γάλα τους είναι καλύτερο. Φρόντιζε λοιπόν το άρμεγμά τους να γίνεται στα βοσκοτόπια του κτήματος και να ευχαριστούνται από το περιβάλλον, εκεί και να απλώνουν να τρώνε τα βλαστάρια από τα φυτά, τους θάμνους, αγριοράδικα, τριφύλλια, σπαράγγια, βλαστούς δένδρων κλπ. Φρόντιζε λοιπόν ο υπηρέτης να τα πηγαίνει στο δάσος ή το λιβάδι και ας απλώνουν να τρώνε τους βλαστούς από τα φυτά ή τους θάμνους. Φρόντιζε επίσης ο υπηρέτης να φέρνει μαζί και τους κάδους για το άρμεγμα των ζώων.
Ο Γκρίνγκο και η Ίντα, οι δυο μαύροι πιστοί υπηρέτες της Κυρίας, φρόντιζαν την πραγματοποίηση του αρμέγματος. Τους υπηρέτες της η Κυρία δεν τους αποχωριζόταν, τους έπαιρνε πάντα μαζί της ή στο χειμερινό σπίτι της στην Αθήνα ή στο θερινό της στο Μαρούσι, τον Ωρωπό κλπ. Μια άλλη φροντίδα της Κυρίας ήταν τα μεγάλα ζώα να τρώνε το άχυρό τους ή το τριφύλλι τους πλυμένο και στραγγισμένο, πασπαλισμένο με πίτουρα. Κι αυτό το έλεγε «σούπα» των ζώων. Η σούπα αυτή ήταν πολύ αρεστή στα ζώα ιδιαίτερα στα όμορφα άλογα, που φρόντιζε ο έξοχος Μαρουσιώτης πιστός οδηγός στις άμαξές της πολυαγάπητος Γιάγκος.
Επίσης, η Κυρία ήθελε τα ζώα να είναι πάντα καθαρά και ιδιαιτέρως φρόντιζε για τούτο να υπενθυμίζει στους φροντιστές των ζώων. Ιδιαίτερη φιλία διατηρούσε η κυρία Ιφιγένεια με την κυρία Νάζου, που είχε τη θερινή της κατοικία δυτικά του χτήματος Συγγρού, όπου σήμερα υψώνεται το Αμαλίειο οικοτροφείο. Εκεί συναντιόνταν σε απογευματινό εντευκτήριο για την προσφορά του τσαγιού και συζήτηση για την επίλυση προβλημάτων των οικοτρόφων.