Γράφει η
Δρ Στέλλα Μουζακιώτου
Ιστορικός Τέχνης
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο & Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Επιμελήτρια Εκθέσεων
stellamouzak@yahoo.gr
«Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με την ελευθερία. Τόσο στη ζωγραφική, όσο και αλλού. Μερικές φορές είμαστε πιο ελεύθεροι από ποτέ, τη στιγμή που νιώθουμε πιο ανελεύθεροι από ποτέ!
Αν υπάρχει κάποια ελευθερία σε ό,τι κάνουμε, τότε αυτή δεν είναι άλλη από το να ελευθερώνεις κάτι από μέσα σου, να αντιστέκεσαι, ακόμα και μονάχος να χρειαστεί να μείνεις, να μην πάψεις να αγαπάς. Αυτό είναι ελευθερία».
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Πάμπλο Πικάσο «Σκέψεις για την τέχνη»…
Tο φιλί ήταν ένα από τα επικρατέστερα ερωτικά μοτίβα -συμπεριλαμβανομένης και της αγκαλιάς του εικονιζόμενου ζευγαριού- που κυριάρχησαν στο θεματολόγιο του Πάμπλο Πικάσο τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στο έργο «Φιλί» (1969), ο δημιουργός απεικονίζει έναν γενειοφόρο άνδρα να φιλάει με πάθος μια νεαρή γυναίκα (κεντρική εικόνα). Οι αδιάσπαστες γραμμές που απαρτίζουν πολλά στοιχεία της σύνθεσης -το αυτί της γυναίκας και η γραμμή των μαλλιών του άνδρα, για παράδειγμα- υποδηλώνουν την παιχνιδιάρικη κυβιστική πρόταση του έμπειρου εικαστικού, ενώ τα εκστατικά, τεράστια μάτια φαίνεται να συμπληρώνουν τον αισθησιασμό της παθιασμένης επαφής. Ο Πικάσο επέλεξε να ζωγραφίσει ένα φιλί που δεν είναι ένα ρομαντικό άγγιγμα των χειλιών, αλλά ένα παιχνίδι με τη γλώσσα. Είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για ένα απλό φιλί, αλλά για μια εκστατική αλληγορία για όλα τα ζευγαρώματα που μπορεί κανείς να θυμηθεί ή να φανταστεί.
Από τη λατινική λέξη «populus» που σημαίνει «people», προέρχεται το ψευδώνυμο ενός από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της Νορβηγίας, του Pobel. Η καλλιτεχνική του πρόταση περιλαμβάνει πίνακες ζωγραφικής, φωτογραφίες, γλυπτά, εγκαταστάσεις, street art, κ.λπ. Το έργο του έχει παρουσιαστεί και αναλυθεί σε συνέδρια και πολλά μέσα ενημέρωσης τα τελευταία χρόνια. Γνώρισε εθνική διάκριση για πρώτη φορά στη Νορβηγία, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, για τη διακόσμηση εγκαταλελειμμένων κτιρίων στα νησιά Lofoten της βόρειας Νορβηγίας, φέρνοντας ένα φαινόμενο αστικής τέχνης του δρόμου σε αγροτικές περιοχές, πυροδοτώντας έτσι μια συζήτηση σχετικά με την έννοια και τη στόχευση της «τέχνης του δρόμου».
Τα δημόσια έργα τέχνης του βρίσκονται σε όλο τον κόσμο, όπως Σκανδιναβία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισλανδία, ΗΠΑ, Ινδία, Ταϊλάνδη, Κίνα, Ιαπωνία, Ρωσία, Περού και αλλού.

Εμβληματικές διαστάσεις έχει πλέον πάρει η τοιχογραφία «Εραστές» (Εικ. 2), που φιλοτέχνησε στις 20 Μαρτίου του 2020 στη νορβηγική πόλη Bryne, ο καλλιτέχνης δρόμου Pobel. Ένα νεαρό ζευγάρι φιλιέται ή μάλλον, προσπαθεί να φιληθεί γιατί και οι δύο φέρουν προστατευτική μάσκα. Πρόκειται για μια ηχηρή διαφοροποίηση από το φιλί του Πικάσο, που αναφέραμε πριν, αφού εδώ στο ερωτικό άγγιγμα παρεμβάλλεται μια μάσκα! «Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, ελπίζω να είναι μια θετική συνεισφορά αυτό το έργο και να σκορπίσει λίγη χαρά. Να είστε ασφαλείς και να προσέχετε ο ένας τον άλλον» είχε γράψει στο λογαριασμό του στο Instagram.
Το έργο εμφανίστηκε σε έναν τοίχο κάτω από το σιδηρόδρομο στο Bryne, στις 12 Μαρτίου 2020, την προηγούμενη από την ημέρα που η Νορβηγία ανακοίνωσε το lockdown εξαιτίας της πανδημίας. Επιπροσθέτως, τον Μάιο κυκλοφόρησαν οι «Εραστές» σε εκτυπώσεις και σε καμβά. Το έργο προσέλκυσε μεγάλο ενδιαφέρον και προβλήθηκε επίσης στους New York Times και σε πολλά άλλα μέσα ενημέρωσης.
Ο 19ος αιώνας ήταν ιδιαίτερα σημαντικός στην ιστορία της ερωτικής τέχνης. Η επινόηση της φωτογραφίας και του κινηματογράφου προσέφερε απλόχερα τη δυνατότητα του μέγιστου ρεαλισμού στην απεικόνιση του γυμνού σώματος και της ερωτικής πράξης, ελαχιστοποιώντας την απόσταση ανάμεσα στην τέχνη και την πορνογραφία. Από αυτό το χρονικό σημείο και μετά, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το σεξ άρχισε να κυριαρχεί ως θεματικό μοτίβο των παραστατικών τεχνών καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα μέχρι και τις μέρες μας.

Ιδιαίτερη προτίμηση έδειξαν για την απεικόνιση της ερωτικής πράξης οι καλλιτέχνες που δραστηριοποιήθηκαν στο πεδίο του εξπρεσιονισμού και του σουρεαλισμού, αποτυπώνοντας στον καμβά τις πιο κρυφές φαντασιώσεις τους. Ο Αυστριακός εικαστικός Egon Schiele (1890-1918), δίνει τη δική του ακραία εκδοχή στο παιχνίδι του έρωτα. Μερικοί ακόμα και σήμερα θεωρούν τη δουλειά του αποτρόπαια, ερωτική, πορνογραφική, ενοχλητική, βασισμένη στο σεξ, τον θάνατο και την εξερεύνηση. Μετά από μια περιπετειώδη και «άσωτη» ζωή και αφού συλλαμβάνεται και φυλακίζεται επειδή η δουλειά του θεωρείται πορνογραφική, παντρεύεται την Έντιθ. Στο έργο «Εναγκαλισμός» (1917), το σχέδιο του Schiele γίνεται τραχύ και δύσκαμπτο (Eικ. 3). Τα χρώματα παίρνουν τόνους πιο ψυχρούς και μερικές φορές αλληλοσυγκρούονται σε αγχωτική ασυμφωνία. Ο εναγκαλισμός του με την αγαπημένη του προκαλεί ανησυχία και προετοιμάζει τον θεατή για έναν φοβερό επερχόμενο και αδιευκρίνιστο κίνδυνο. Τίποτα δεν φαντάζει ειδυλλιακό για τους δύο εραστές.

Μοιάζουν τα σώματά τους να τρέμουν από τον πόθο και την ηδονή… αλλά ακόμα και το λευκό σεντόνι ή το μαξιλάρι πάνω στο οποίο είναι ξαπλωμένοι, μέσα από τα αιχμηρά, σαν λεπίδες μαχαιριών, άκρα τους λειτουργούν επιθετικά στα γυμνά κορμιά των ερωτευμένων.
Στα χρόνια του μεσοπολέμου, η ηθική και κοινωνική εξαθλίωση που είχε επιφέρει ο Μεγάλος Πόλεμος αντικατοπτρίστηκαν στη ρεαλιστική τέχνη των Γερμανών καλλιτεχνών, όπως ο Georg Grosz που πρέσβευε ότι ο ερωτισμός έπρεπε να βρίσκεται στην υπηρεσία της κοινωνικής κριτικής.
Στο έργο «Γιορτή Γενεθλίων» (1923), αποδίδεται το θέμα του αγοραίου έρωτα στους οίκους ανοχής του Βερολίνου (Εικ. 4).
Ο καλλιτέχνης περιγράφει με έντονη ειρωνεία και σκληρό σαρκασμό την παρακμή, τα ελαττώματα και την υποκρισία των αστών της Γερμανίας, οι οποίοι πρεσβεύουν την ηθική στον δημόσιο βίο τους, αλλά στην προσωπική τους ζωή ζουν στην απόλυτη διαφθορά.