Γράφει ο Δημήτριος Κοτσώνης: Πολιτικός Μηχανικός
Ανάγκη για μέτρα κατά του εκβιασμού των δανεισθέντων – Σχόλιο από έναν που δεν χρωστάει σε τράπεζες και που θα επιβαρυνθεί από την πρότασή του.
Η οικονομική κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά την κρίση του 2009, δηλαδή η κατ’ ουσία η πτώχευση της χώρας, είναι τελείως διαφορετική από τις πτωχεύσεις που υφίστανται σε χώρες, οι οποίες δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τούτο διότι, ενώ σε όλες τις προηγούμενες πτωχεύσεις της χώρας, καθώς και στις πτωχεύσεις των χωρών οι οποίες δεν μετέχουν στην Ε.Ε., το νόμισμα καταρρέει μαζί με μισθούς και εισοδήματα και λοιπές αξίες, στην περίπτωση της Ελλάδας κατέρρευσαν μισθοί, εισοδήματα και ακίνητη περιουσία, σε αντίθεση με το νόμισμά της, η αξία του οποίου έμεινε αμετάβλητη. Παρ’ όλο που «κουρεύτηκαν» τα ομόλογα και κατέρρευσαν οι μετοχές, οι καταθέσεις δεν κουρεύτηκαν και ακόμη περισσότερο επιδοτήθηκαν οι τράπεζες με τεράστια πόσα, που προήλθαν από τα μειωμένα εισοδήματα των πολιτών, προκειμένου να μην πτωχεύσουν. Κατ’ ουσία δηλαδή πλήρωσαν οι πολίτες χρήματα για εξοφλήσουν οι πτώχευμένες τράπεζες τους πελάτες τους, δηλαδή τους καταθέτες.
Δεν φτάνει δηλαδή που οι πολίτες πλήρωσαν την πτώχευση της χώρας, με τη μείωση μισθών, εισοδημάτων και ακινήτων αξιών, αλλά υποχρεώθηκαν να πληρώσουν και όλους εκείνους που αποθησαύρισαν το πλεόνασμά τους σε χρήμα, το οποίο δεν ήταν ανενεργό (χρυσός ) αλλά απέφερε, όλα αυτά τα χρόνια, και εισόδημα (τόκοι). Με άλλα λόγια πλήρωσαν οι πολίτες για να μη χάσουν οι καταθέτες των Τραπεζών τα χρήματα τους! Δεν είναι μόνον αυτή η αδικία για την πλειονότητα των πολιτών.
Η αδικία μεγιστοποιήθηκε για τους πιο αδύναμους από αυτούς, που είναι εκείνοι που χρωστούσαν στις τράπεζες, οι περισσότεροι των οποίων ήταν όσοι είχαν δανειστεί για την αγορά κατοικίας, οι οποίοι καλούνται, σήμερα, να πληρώσουν εις ολόκληρο το δάνειο που είχαν πάρει και με τα επιτόκια που είχαν συμφωνήσει τότε, ενώ εάν υπήρχε εθνικό νόμισμα, θα πλήρωναν σε αξία, η οποία θα ήταν αντιπροσωπευτική της αξίας του νομίσματος. Πράξη απολύτως λογική και δίκαιη. Διότι τη στιγμή που δανείστηκε ο πολίτης τα χρήματα από τις τράπεζες αυτά δεν είχαν τη σημερινή τους αξία, αλλά πολύ μικρότερη. Για να το κάνουμε κατανοητό, η αγοραία αξία ενός διαμερίσματος που σήμερα έχει 1.200 ευρώ, η ίδια αξία το 2008 είχε 3.000 ευρώ, δηλαδή μαζί με το πρώτο μνημόνιο έπρεπε να μειωθούν και τα δάνεια κατά 1200/3000= 60% και κατά το ίδιο ποσοστό και τα επιτόκια! Είναι επομένως άκρως καταχρηστική η απαίτηση των τραπεζών και κατ’ ουσία των καταθετών, να πληρώνουν οι δανειστές πολλαπλάσια αξία από εκείνη την οποία δανείστηκαν.
Για την αποκατάσταση αυτής της αδικίας πρέπει:
Πρώτον: τα δάνεια να αναπροσαρμογή κατά την πτώση της τιμής των ακινήτων
Δεύτερον: τα επιτόκια δανεισμού να μειωθούν στα σημερινά
Τρίτον: το πάγωμα των δανείων για τις οικογένειες στις οποίες ένας εκ των δυο συζύγων έχασαν την εργασία τους.
Τα παραπάνω δεν είναι τίποτε περισσότερο από τον νόμο, που εφαρμόστηκε μετά την Κατοχή για την επαναγορά των ακινήτων, τα οποία είχαν πωλήθηκαν στους μαυραγορίτες.