Γράφει ο Δημήτριος Γ. Σουλιώτης
Προσπαθώ αυτή την εποχή να παρατηρήσω όχι με εμπάθεια, αλλά με διανοητικά ελεγχόμενη ουδετερότητα το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ… Με αφορμή μάλιστα τη συγκεκριμένη παρατήρηση, είχα αρχίσει να γράφω ένα σχετικό κείμενο για την Αριστερά και τον αριστερό στη σύγχρονη εποχή της παγκόσμιας επικράτησης του καπιταλισμού, αλλά οι συντεχνίες δεν μ’ αφήνουν …ν’ αγιάσω. Επειδή προέκυψε λοιπόν ένα γεγονός που θεωρώ ότι χρήζει σχολιασμού, άφησα για λίγο τις ιδεολογικές μου περιπλανήσεις και αποφάσισα να ασχοληθώ με το …πεζό θέμα της ιστορίας ενός μικρού στεγαστικού δανείου από την Τράπεζα της Ελλάδος…
Ας πάρουμε τα πράγματα με χρονολογική σειρά. Τον Γενάρη του 1986 έλαβα από τον εργοδότη μου (Τράπεζα της Ελλάδος) ένα μικρό στεγαστικό δάνειο τριών εκατομμυρίων δραχμών (9.000 Ευρώ). Αν και ο πιστωτικός κίνδυνος ήταν μηδενικός, λόγω της παρακράτησης των τοκοχρεωλυτικών δόσεων από τις μηνιαίες αποδοχές μου, η Τράπεζα ενέγραψε επί του αγορασθέντος παλαιού ακινήτου υποθήκη και επιπλέον προσημείωση υποθήκης!! Και στο σημείο αυτό ανακύπτει το πρώτο ερώτημα: Γιατί η Τράπεζα προέβη σ’ αυτή την εκ περισσού ενέργεια;
Τα χρόνια πέρασαν – είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια – και τον Γενάρη του 2011, μετά την παρακράτηση από το μισθό μου και της τελευταίας δόσης, το δάνειο εξοφλήθηκε ολοσχερώς. Ξαφνικά πριν λίγο καιρό με πήραν τηλέφωνο από τις Οικονομικές Υπηρεσίες της Τράπεζας και με ενημέρωσαν ότι οι εγγραφείσες από την Τράπεζα υποθήκη και προσημείωση υποθήκης επί του ακινήτου δεν είχαν αρθεί και έπρεπε να τρέξω ο ίδιος για να τακτοποιήσω το θέμα. Και εδώ ανακύπτει το δεύτερο ερώτημα: Γιατί η Τράπεζα μέσω της Νομικής της Υπηρεσίας δεν ήρε η ίδια τα βάρη επί του ακινήτου, εφόσον αυτή το είχε επιβαρύνει και μάλιστα εκ περισσού και το δάνειο είχε πλέον εξοφληθεί;
Για να τακτοποιήσω λοιπόν το θέμα που μου προέκυψε ξαφνικά και αναπάντεχα, ξεκίνησα – ένας ηλικιωμένος πλέον συνταξιούχος – ένα ταξίδι ταλαιπωρίας στους κακοτράχαλους δρόμους της ελληνικής γραφειοκρατικής αναρχίας. Άρχισα, λόγω της πρώτης τηλεφωνικής επαφής, από τις Οικονομικές Υπηρεσίες της Τράπεζας, οι οποίες με παρέπεμψαν στις Νομικές Υπηρεσίες, όπου είχαν αποστείλει τον φάκελό μου. Ο φάκελος όμως δεν βρέθηκε και για να ανασυσταθεί έδωσα εγώ τα στοιχεία από το προσωπικό μου αρχείο… Κατόπιν άρχισαν οι τηλεφωνικές και ηλεκτρονικές επαφές και τα πήγαινε – έλα μεταξύ δικηγόρου στην Τράπεζα, συνεργαζόμενου συμβολαιογράφου, Κτηματολογικού Γραφείου και Υποθηκοφυλακείου και βέβαια η καταβολή σ’ όλους αυτούς των αμοιβών τους. Συγκεκριμένα κατέβαλα: Στο δικηγόρο στην Τράπεζα της Ελλάδος 400 Ευρώ, στη συνεργαζόμενη συμβολαιογράφο 258 Ευρώ, στο Κτηματολογικό Γραφείο 49 Ευρώ, στο Υποθηκοφυλακείο 31 Ευρώ, συνολικά 738 Ευρώ. Θυμήθηκα ότι ανάλογος κόπος, χρόνος και χρήμα είχε σπαταληθεί και κατά τη λήψη του δανείου. Και στο σημείο αυτό γεννάται το τρίτο ερώτημα: Γιατί τόση σπατάλη κόπου, χρόνου, χρήματος;
Η απάντηση φίλοι μου στα παραπάνω τρία ερωτήματα συμπυκνώνεται σε μια και μόνη λέξη – έννοια: Συντεχνία. Υποστηρίζω δηλαδή ότι υπέστην όλη αυτή την ταλαιπωρία και τη μείωση του εισοδήματός μου, προκειμένου να ανακατανεμηθούν οικονομικοί πόροι υπέρ των μελών κάποιων συντεχνιών, με ισχυρότερη μεταξύ τους τη συντεχνία των δικηγόρων. Με άλλα λόγια αν δεν υπεισέρχονταν τα ιδιοτελή συμφέροντα των δικηγόρων της Νομικής Υπηρεσίας, η Τράπεζα – λόγω μηδενικού πιστωτικού κινδύνου – δεν θα επέβαλε κατά τη χορήγηση στεγαστικών δανείων στους υπαλλήλους της τα συγκεκριμένα βάρη επί των αγορασθέντων ακινήτων, συντελώντας ταυτόχρονα και στη μείωση της γραφειοκρατίας.
Ας εξετάσουμε όμως βαθύτερα και πιο αναλυτικά το θέμα. Το σημαντικότερο στοιχείο, εκτός των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων, για να προσληφθεί ένας δικηγόρος στην Τράπεζα της Ελλάδος, ώστε – μέσω της ένταξής του στο μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων της – να απολαμβάνει τα μεγάλα προνόμια που προσφέρει, είναι οι διασυνδέσεις του με ισχυρά κέντρα εξουσίας εντός ή/και εκτός της Τράπεζας. Είναι το κρίσιμο σημείο που οι πελατειακές σχέσεις εμβολίζουν την ισχυρή συντεχνία, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα αλληλεξαρτώμενων συμφερόντων. Ο δικηγόρος διατηρεί και το γραφείο του εκτός της Τράπεζας (συντεχνία μέσα στη συντεχνία), ίσως είναι και πανεπιστημιακός, μπορεί και μέλος επιτροπών και διοικητικών συμβουλίων, οπότε το ίδιο πρόσωπο απολαμβάνει τα προνόμια περισσότερων συντεχνιών (ένας ορισμός της ανισότητας). Θα μου πείτε τώρα πως τα προλαβαίνει όλα αυτά και αν είναι επαρκής κατά την άσκηση των ποικίλων καθηκόντων του. Στην Ελλάδα του ανορθολογισμού, της μη μέτρησης αποδοτικότητας, της προτεραιότητας δημιουργίας ιδιοτελών σχέσεων αλληλεξάρτησης, παρά παραγωγής έργου, τα προλαβαίνει…
Επανερχόμενος στο θέμα του δανείου μου και λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη ανάλυση, καταλήγω τελικά στο συμπέρασμα ότι οι δικηγόροι της Νομικής Υπηρεσίας της Τράπεζας θεσμοθέτησαν – με τη σύμφωνη γνώμη της Διοίκησης (πειθώ νομικιστικών επιχειρημάτων ή εμπρόσωποι δεσμοί αλληλεξάρτησης;) – τα βάρη της υποθήκης και της προσημείωσης υποθήκης επί των ακινήτων, αν και ο πιστωτικός κίνδυνος είναι μηδενικός, για την ικανοποίηση ιδιοτελών οικονομικών συμφερόντων τους. Επίσης πέραν του συγκεκριμένου άμεσου οικονομικού οφέλους τους, το οποίο αποσπούν από τους υπαλλήλους της Τράπεζας, τους παρέχεται η δυνατότητα αλίευσης πελατών…
Και αν έτσι έχουν τα πράγματα, τι ακριβώς σκέπτεται να κάνει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος για τους «δικηγόρους» του, όταν μάλιστα υποστηρίζει «…πως ορισμένες ομάδες του πληθυσμού (βλ. συντεχνίες) δημιούργησαν «χαμένους» και «κερδισμένους», τροφοδότησαν συγκρούσεις και κυρίως υπονόμευσαν την εμπιστοσύνη και την αποδοχή, τις βασικές δηλαδή προϋποθέσεις για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών…»;. Και τι θα κάνει η Κυβέρνηση της πρώτης φοράς Αριστεράς, που δηλώνει υπέρμαχος των αξιών της δικαιοσύνης και της ισότητας;
Πριν τους κατηγορήσετε όμως φίλοι μου ότι δεν κάνουν τίποτα, λάβετε υπόψη σας ότι βρισκόμαστε ακόμα στην εποχή της προ-νεωτερικότητας και της κυριαρχίας του συναισθήματος, στην εποχή των πανίσχυρων εμπρόσωπων δεσμών αίματος, πίστης, τόπου συντεχνίας… εδώ δυστυχώς είναι Βαλκάνια, εδώ είναι Ελλάδα, δεν είναι «παίξε – γέλασε»…