Μια σύντομη ιστορία του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού, που δεσπόζει στο δυτικό άκρο της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης και που μας έχει προσφέρει υπέροχες στιγμές με τις καταπληκτικές παραστάσεις, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών
Επιμέλεια Λία Βαλάτα – Τσιάμα: Ιστορικός – Ερευνήτρια
Tο «Ωδείο Ηρώδου του Αττικού» ή όπως επικράτησε να λέγεται «Ηρώδειον», το οποίο αποτελεί το επίκεντρο σπουδαίων μουσικών και χορευτικών εκδηλώσεων τους θερινούς μήνες στην Αθήνα και το οποίο κοσμεί τη νοτιοδυτική πλευρά της Ακροπόλεως, κτίστηκε πριν από 1840 χρόνια. H κατασκευή του άρχισε γύρω στο 160 μ.Χ. και περατώθηκε το 175 μ.Χ. από τον ρήτορα και σοφιστή Τιβέριο Κλαύδιο Αττικό Ηρώδη, ο οποίος προερχόταν από την ηρωική γενιά των Αιακιδών που έβγαλε τον δοξασμένο νικητή του Μαραθώνα Μιλτιάδη και τον στρατηγό Κίμωνα.
Ο Ηρώδης Αττικός (101/2-177/8 μ.Χ.), ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της εποχής, ο πιο φημισμένος και ο πιο γνωστός εκπρόσωπος της Δεύτερης Σοφιστικής που χαρακτηρίζει την αναγέννηση των Ελληνικών Γραμμάτων στον 2ο αι. μ.Χ., εκόσμησε την Αθήνα με περικαλλή ιδρύματα. Το 160 μ.Χ. πέθανε η σύζυγός του Ασπασία – Άννα – Ρήγιλλα, Ρωμαία πατρικία ευγενούς καταγωγής, και ο Ηρώδης, για να τιμήσει τη μνήμη της συζύγου του, ανήγειρε στο νοτιοδυτικό τμήμα της Ακροπόλεως πολυτελέστατο Ωδείον («το επί Ρηγίλλη Ωδείον»).
Με την πάροδο του χρόνου η ονομασία αυτή περιήλθε σε αχρησία και πήρε αργότερα το όνομα του ιδρυτή: «Ωδείον Ηρώδου Αττικού» ή « Ηρώδειον». Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε στο χτίσιμο του Ωδείου ήταν πωρόλιθος που καλύφθηκε από μαρμάρινες πλάκες και μαρμάρινα καθίσματα για τους θεατές. Προορισμένο για μουσικούς αγώνες, το Ωδείο ήταν στεγασμένο για να προστατεύει τον ήχο -η μεγάλη του οροφή από ξύλο κέδρου κάλυπτε φαίνεται ολόκληρο το κοίλο των θεατών- και μπορούσε να φιλοξενήσει σε κάθε παράσταση έως 6.000 θεατές. Ήταν καταπληκτικό ωδείο αλλά ο βίος του μικρός (100 ετών), γιατί καταστράφηκε από πυρκαγιά που έβαλαν το 267 μ.Χ. βάρβαροι επιδρομείς, ( Έρουλοι, καθ’ όλες τις ενδείξεις), σε πολλά σημεία της πόλης.
Σε όλο τον Μεσαίωνα, ένα μέρος της σκηνής του σωζόταν ακόμη όρθιο και διακρινόταν επάνω από τις επιχώσεις που είχαν σκεπάσει όλο το άλλο. Το 1764 ο διάσημος την εποχή εκείνη Βρετανός αρχαιολόγος Richard Shandler επισκέφτηκε την Αθήνα και ήταν αυτός που ανακάλυψε και υποστήριξε με βεβαιότητα ότι επρόκειτο περί αρχαίου θεάτρου. Μέσα από τα τόξα του Ωδείου πέρασε ο Γάλλος Φιλέλληνας στρατηγός Φαβιέρος και κατάφερε να μπει στην Ακρόπολη, τον Δεκέμβριο του 1826, για να βοηθήσει τους Έλληνες που πολιορκούσαν οι Τούρκοι. Επί βασιλέως Όθωνος, το διάστημα 1848-1858, έγιναν οι πρώτες δοκιμαστικές ανασκαφές και εκκαθαρίσεις από τις επιχωματώσεις.
Μεγάλες στιγμές εθνικής έξαρσης έζησε το Ηρώδειο στις 16 Σεπτεμβρίου 1920, κατά τον εορτασμό των επινίκιων με μεγάλη λαμπρότητα, ενώπιον του βασιλέως Αλεξάνδρου, του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου και πλήθους κόσμου. Η Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου ανέβασε με επιτυχία τους «Πέρσες» του Αισχύλου, με τη μακρά περιγραφή της ναυμαχίας, και στο τέλος όλοι μαζί έψαλλαν «τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια» σε ατμόσφαιρα εθνικής έξαρσης και συγκίνησης. Την εκδήλωση έκλεισε πολυμελής ορχήστρα με τη συμφωνία της «Λεβεντιάς», έργο του Μανώλη Καλομοίρη που εμπνεύστηκε από τον πόλεμο.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κοίλο αναμαρμαρώθηκε. Το 1952, επί βασιλέως Παύλου, ο πρωθυπουργός στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, έδωσε εντολή για πλήρη αναστήλωση του θεάτρου με σκοπό να χρησιμοποιείται για παραστάσεις αρχαίου δράματος. Το έργο, σε σχέδια του ακαδημαϊκού Αναστασίου Ορλάνδου και ειδικών αρχαιολόγων, υλοποίησαν οι υπουργοί Π. Κανελλόπουλος, Σπ. Μαρκεζίνης και Κ. Καλλίας. Στα εγκαίνια, το 1953, δόθηκε παράσταση της αρχαίας τραγωδίας «Ιππόλυτος» και συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών με τη «Φανταστική Συμφωνία» του Μπερλιόζ και «Μια νύχτα στο φαλακρό βουνό» του Μουζόρσκι, υπό τη διεύθυνση του Λ. Παρίδη.