ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΟ Γιώργος Πάλλης, Επίκουρος καθηγητής ΕΚΠΑ
Δίπλα στη μεγάλη ιστορία που γράφεται με τα μείζονος σημασίας γεγονότα, τις τομές και τις συγκρούσεις, υπάρχει πάντοτε η άλλη, η μικρή ιστορία των απλών ανθρώπων, που ζουν στη σκιά της πρώτης. Αυτή η μικρή ιστορία επιζεί σε αντίστοιχα μικρά τεκμήρια του παρελθόντος: ένα σημείωμα, μια φωτογραφία, ένα γράμμα ή μια κάρτα – μια «καρτ ποστάλ», όπως λεγόταν άλλοτε. Φαινομενικά ασήμαντα, τα αντικείμενα αυτού του είδους μπορούν να «μιλήσουν» για τα περασμένα με έναν άλλο, πιο ανθρώπινο τρόπο, φωτίζοντας τη μεγάλη ιστορία από μια άλλη πλευρά.
Ένα τέτοιο τεκμήριο αντλήσαμε πρόσφατα από το εμπόριο των συλλεκτικών ειδών που ανθεί στο διαδίκτυο. Πρόκειται για μια «καρτ ποστάλ» των εκδόσεων Σταματίου Πατάκα, με φωτογραφία της κρήνης της πλατείας Κασταλίας στο Μαρούσι, συνοδευόμενη από την επιγραφή «ΚΡΗΝΗ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ – Grèce”. Kάτω από τη φωτογραφία, διαβάζεται ένα χειρόγραφο όνομα: Σπύρος Γεωργίου. Στην πίσω πλευρά, ο Σπύρος Γεωργίου απευθύνει χαιρετισμό προς έναν άνδρα με δυσανάγνωστο όνομα, από το Νοσοκομείο του Νέου Φαλήρου, με ημερομηνία 20/1/1913.
Το κείμενο είναι σύντομο και σαφές:
Φίλτατε κύριε…, έλαβον την από 7 Ιανουαρίου σταλείσαν επιστολήν σας, ευχαριστώ πολύ δε διά τα συγχαριτήρια και συγχαίρω υμάς διά την ευγενή φιλοπατρίαν, ην μαρτυρούν οι κόποι υμών ως και αι θυσίαι, περιθάλποντες τους ήρωάς μας, συνιστώ δε εις υμάς ότι το τραύμα μου βένει εις το καλήτερον, και ενός 15 ημερών ίσως ήμαι τελείως υγιής. Διατελώ μεθ’ υπολήψεως, Σπύρος Γεωργίου.
Και κάτω από την υπογραφή, ο συντάκτης της κάρτας συμπληρώνει:
Η κάρτα αυτή ήνε η Κρήνη του Χωριού μου. Τα σέβη μου εις τον αιδεσιμώτατον…
Βρισκόμαστε λοιπόν στην καρδιά του Α’ Βαλκανικού Πολέμου και ένας Μαρουσιώτης τραυματίας γράφει προς ένα πρόσωπο που βοήθησε στην περίθαλψή του, για να τον ευχαριστήσει και να τον ενημερώσει για την πορεία της υγείας του. Ο Σπύρος Γεωργίου νοσηλεύεται στο μεγαλύτερο και πολυτελέστερο τότε ξενοδοχείο του Νέου Φαλήρου, το «Ακταίον», το οποίο είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο του Βασιλικού Ναυτικού αλλά δεχόταν και τραυματίες του Πεζικού. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πού και πώς τραυματίστηκε. Η κάρτα προς τον άγνωστο ευεργέτη του, μαρτυρεί το πνεύμα του πατριωτισμού και της αλληλεγγύης που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά τις διαδοχικές νίκες στη Μακεδονία, την Ήπειρο και τα νησιά του Αιγαίου.
Σύμφωνα με τις γενεαλογίες των γηγενών οικογενειών που δημοσίευσε ο Τάκης Πολιτόπουλος στο εξαντλημένο σήμερα βιβλίο του «Mαρουσιώτικα», ο Σπύρος Γεωργίου είχε γεννηθεί το 1883 -άρα στον Πόλεμο πήγε στα 29 του χρόνια. Ήταν ο τρίτος γιός του Ιωάννη Γεωργίου και της Ειρήνης Μπογδάνου· ο αμέσως επόμενος αδελφός του, Γεώργιος, είχε πεθάνει το 1904 όντας φοιτητής Φιλολογίας, και το μνημείο του ξεχωρίζει μέχρι σήμερα στο νεκροταφείο Αμαρουσίου. Φαίνεται ότι η οικογένεια είχε καλή μόρφωση, όπως δείχνει και το κείμενο της κάρτας, παρά τα κάποια λάθη.
Δεν υστερεί όμως σε αξία η μαρτυρία της φωτογραφίας στην μπροστινή όψη της «καρτ ποστάλ». Μια ομάδα Μαρουσιωτών ποζάρει με σοβαρότητα στον φωτογραφικό φακό, γεγονός σπάνιο και εξαιρετικό για τους ανθρώπους της εποχής. Οι συγκεντρωμένοι είναι σχεδόν αποκλειστικά άνδρες -η κορμοστασιά μιας γυναίκας μόλις που διακρίνεται αριστερά. Μπροστά βρίσκονται μερικά μικρά παιδιά, ενώ στο βάθος ξεχωρίζει με τη στολή του ένας χωροφύλακας. Όλοι είναι συγκεντρωμένοι γύρω από την κρήνη της πλατείας, η οποία δεν είχε ακόμα ονομαστεί «Κασταλίας». Από τους κρουνούς της τρέχει άφθονο νερό και δύο φωτογραφιζόμενοι κρατούν επίτηδες κανάτες. Το σπουδαιότερο είναι όμως η πήλινη στάμνα που έχει τοποθετηθεί μπροστά στην κρήνη: χιλιάδες τέτοιες στάμνες μετέφεραν καθημερινά το διάσημο νερό της στην Αθήνα, επί δεκαετίες, ως την κατασκευή του φράγματος του Μαραθώνα. Ακόμα και η Βουλή είχε ειδικό ετήσιο κονδύλι για την αγορά μαρουσιώτικου νερού.
Η φωτογραφία πρέπει να έχει ληφθεί λίγο μετά το 1900, μέσα στην πρώτη δεκαετία του περασμένου αιώνα. Είναι μια από τις πρώτες που απεικονίζουν την κρήνη, χωρίς το άγαλμα της Αμαρυσίας Αρτέμιδος, και η παλαιότερη που αποτυπώνει τη μορφή της στάμνας την οποία χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι νερουλάδες. Από το νοσοκομείο που ανάρρωνε, ο Σπύρος Γεωργίου θα τη διάλεξε νοσταλγώντας τον τόπο του, όπου θα γύρισε ως υπερήφανος ήρωας μιας εποχής τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά από τη δική μας.