Γράφει ο Eυάγγελος Bογιατζής
O θυμός είναι ένα συναίσθημα κραδασμικό, θα λέγαμε, που συχνότατα εξωτερικεύει αφιλτράριστες τις μύχιες σκέψεις όποιου κυριεύει αποκαλύπτοντας τον πραγματικό του εαυτό και το αληθινό, αφτιασίδωτο πρόσωπό του.
Αυτό ακριβώς συνέβη προ ημερών και στην περίπτωση του πρωθυπουργού όταν, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου με τον Ολλανδό ομόλογό του Μαρκ Ρούτε, ερωτώμενος με ευθύ και έντονο τρόπο από την Ολλανδή δημοσιογράφο Ίνγκεμπορχ Μπέχελ πότε θα σταματήσει να ψεύδεται για τις βάρβαρες επαναπροωθήσεις προσφύγων στα ελληνικά σύνορα, η οποία τον κατηγόρησε παράλληλα ότι προσβάλλει την νοημοσύνη των δημοσιογράφων όλου του κόσμου, εκείνος απάντησε χαρακτηριστικά: «Γνωρίζω ότι στη χώρα σας μπορείτε να κάνετε ευθέως ερωτήσεις. Δεν σας επιτρέπω να με προσβάλλετε σε αυτό το κτίριο». Δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ εμφάνισε την ευθύτητα που πρέπει αυτονόητα να διακρίνει τον δημοσιογραφικό έλεγχο της εκάστοτε εξουσίας ως ένα εθνικό κουσούρι των Ολλανδών ενώ από την άλλη μεριά παρουσίασε την κουλτούρα πατρωνίας και δεσποτισμού έναντι των μέσων ενημέρωσης και των λειτουργών τους ως κανονικότητα στη χώρα μας ή ως εγχώριο brand ή σήμα κατατεθέν του πολιτικού μας συστήματος.
Η Ίνγκεμπορχ Μπέχελ δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να αναδείξει χωρίς ωραιοποιητικές φιοριτούρες το όνειδος των προσφυγικών επαναπροωθήσεων για το οποίο βοούν εδώ και καιρό αρμόδιοι ευρωπαϊκοί θεσμοί και διεθνή μέσα, καταυγάζοντας μια τραγική πτυχή του μεταναστευτικού. Και όπως όλοι παρακολουθήσαμε την ώρα που η Ολλανδή δημοσιογράφος «έδειχνε το φεγγάρι», ο πρωθυπουργός αρχικά και στη συνέχεια συμπορευόμενοι με την κυβέρνηση εκπρόσωποι του Τύπου, κοιτούσαν κοντόφθαλμα και μυωπικά το δάχτυλό της.
Ο μεν πρωθυπουργός με ανοίκειο τρόπο και επιθετικό ύφος απηύθυνε μια… τουριστικού περιεχομένου ερώτηση στην Ίνγκεμποργχ Μπέχελ ζητώντας να μάθει αν η τελευταία έχει πάει στη Σάμο οι δε προσκείμενοι στην κυβέρνηση έλληνες δημοσιογράφοι αρνούμενοι να μπουν στην ουσία των καταγγελιών της φέρνοντας στο φως τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις αποσιώπησης των απάνθρωπων και εγκληματικών αντιπροσφυγικών πρακτικών, όπου ακόμη και έγκυες γυναίκες επαναπροωθούνται βίαια με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους, κατά παράβαση διεθνών συνθηκών και κάθε έννοιας δικαίου και ανθρωπισμού, έστρεψαν την φιλέρευνη διάθεσή τους στην Ολλανδή συνάδελφό τους είτε στοχοποιώντας την σαν φερέφωνο της τουρκικής προπαγάνδας είτε πετώντας της λάσπη σε ό,τι έχει να κάνει με την προσωπική της ζωή. Αντί σύσσωμος ο δημοσιογραφικός κόσμος να αποδοκιμάσει την από πρωθυπουργικών χειλέων ιταμή απαξίωσή του, ένα σημαντικό μέρος του υποταγμένο στην κυβερνητική γραμμή και με ανύπαρκτα ανακλαστικά ευθιξίας και αξιοπρέπειας επιχείρησε να σπιλώσει την προσωπικότητα μιας δημοσιογράφου που απλά έκανε το καθήκον της ασκώντας δριμεία κριτική ως όφειλε.
Όσο και αν μοχθούν οι επίσημοι φορείς της εκάστοτε εξουσίας να κρύψουν το αντιμεταναστευτικό και ευρύτερα το αντικοινωνικό τους μένος και όσο πρόθυμοι και δουλικοί οι καλοθελητές που τους πλαισιώνουν επικοινωνιακά, όλοι τους ματαιοπονούν καθώς η ίδια η ζωή και ειδικότερα η προσφυγική οδύνη δεν είναι δυνατό να φιμωθούν και πάντα θα υπάρχουν ανεξάρτητες φωνές που θα μάχονται για την αλήθεια και την προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.