Ας είναι καλά ο εκλεκτός φίλος και «παλιάς καλής κοπής» δημοσιογράφος Δημήτρης Γκιώνης, που τον θυμήθηκε και τίμησε με ένα κείμενό του την επέτειο τριών δεκαετιών από το θάνατό του! Η απουσία του δεν μου γίνεται αντιληπτή, γιατί τον μελετάω πολύ συχνά, σχεδόν καθημερινά. Πάνω απ’ όλα, τον ευχαριστώ νοερά, για το ότι υπήρξε ο πατέρας μου! Έτσι, ίσως και να ξεχνούσα τη συμπλήρωση της επετείου, άσε που η καλύτερη τιμή για κάθε «απόντα» είναι να τον αναγνωρίζουμε με τις πράξεις και όχι μόνο με τα λόγια μας…
Γράφει ο Δημήτρης Γκιώνης στην ΕΦΣΥΝ της 06.07.2019: «Γεννημένος το 1921 στην Κωνσταντινούπολη, ο Φωτιάδης υποχρεώθηκε μικρός να εγκατασταθεί οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη. Φοιτητής της Νομικής συνδέεται με την Αριστερά, οργανώνεται στην ΕΠΟΝ και γίνεται αρχισυντάκτης του περιοδικού “Λεύτερα Νιάτα“, ενώ με τους Μ. Αναγνωστάκη, Κλ. Κύρου, Π. Θασίτη και Γ. Καφαντάρη συγκρότησε τον κύκλο του φοιτητικού περιοδικού “Ξεκίνημα”. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1943 με τη συλλογή ποιημάτων «Νοτιές», για ν’ ακολουθήσουν και άλλες συλλογές, καθώς και πλούσια λαογραφικά πονήματα. Από το 1956 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δικηγορία. Το 1967 έφυγε για τη Δ. Γερμανία, όπου αγωνίστηκε κατά της χούντας. Επιστρέφοντας αναπτύσσει πλούσια αγωνιστική και πνευματική δραστηριότητα – και σε τι να πρωτοαναφερθώ…».
Αναγνώρισης δεν έτυχε ο Σαλονικιός διανοούμενος, αντίθετα χόρτασε από τη σκόπιμη αποσιώπηση του έργου του. Τα περιγράφει εύστοχα ο σπουδαίος λογοτέχνης και ερευνητής Νίκος Σαραντάκος: «Ο Θανάσης Φωτιάδης ανήκει στην κατηγορία των πολυτάλαντων πνευματικών ανθρώπων για τους οποίους το πνευματικό κατεστημένο επιφύλαξε τη μοίρα των απροσκύνητων, δηλαδή τη σιωπή. Διαθέτοντας σπάνια παιδεία και χαρισματική προσωπικότητα, διακρίθηκε από την Κατοχή ακόμη για την ενεργή συμβολή του στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της Αριστεράς αλλά και για τις λογοτεχνικές του ανησυχίες, που εκδηλώθηκαν αρχικά με πέντε ποιητικές συλλογές, για να αποκρυσταλλωθούν τελικά σε εκδόσεις που αφορούσαν τον Καραγκιόζη, τον λαϊκό πολιτισμό και τη σάτιρα της απερίγραπτης παιδείας του νεοέλληνα, έτσι όπως αποτυπώνεται αυτή στον γραπτό κυρίως λόγο».
Στενοί του σύντροφοι στα χρόνια της Κατοχής ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Πάνος Θασίτης και ο αδελφικός του φίλος επί μισό αιώνα, Κλείτος Κύρου. Μετά τον θάνατό του, ο Κλείτος είχε αφιερώσει ένα μακρύ και φορτωμένο συναισθηματικά αποχαιρετιστήριο σημείωμα, με σωρεία προσωπικών αναμνήσεων: «Στο Πανεπιστήμιο γνώρισα τον Θανάση Φωτιάδη, συμφοιτητή μου στη Νομική Σχολή, και άρχισα να κάνω παρέα μαζί του. Η γνωριμία αυτή έμελλε να εξελιχθεί σε μια πολύ στενή φιλία, που κράτησε μέχρι τον θάνατό του, το καλοκαίρι του 1989. Δηλαδή, πενήντα ολόκληρα χρόνια! Τον Θανάση τον χαρακτήριζαν εξυπνάδα και ευρυμάθεια. Κι ακόμη, ένα έμφυτο χιούμορ. Είχε μιαν αξιόλογη βιβλιοθήκη σε σχέση με τη δική μου, που τότε άρχιζε να δημιουργείται. Πολύ συχνά βρισκόμουν στο δωμάτιό του, που συγχρόνως ήταν βιβλιοθήκη, χώρος ύπνου, σνακ μπαρ -έτσι θα το λέγαμε, αν γνωρίζαμε αυτήν τη λέξη τότε- και αποθηκευτικός, εν γένει χώρος. Έρχονταν εκεί και άλλοι φίλοι και φίλες. Πολύ συχνά μαζευόμασταν εφτά κι οχτώ άτομα σ’ έναν μικρό χώρο, τρία επί τέσσερα περίπου».
Τακτικός συνεργάτης της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ, μου παρέδωσε τη σκυτάλη ήδη πριν τον θάνατό του, με την εντολή να την τιμήσω όσο μπορεί η πένα μου! Οι αναγνώστες μπορούν να κρίνουν αν τήρησα την επιθυμία του. Σε κάθε περίπτωση, δεν περνάει ούτε μέρα που να μη με κατακλύζει αυτή η ανεπαίσθητη αύρα της ευγνωμοσύνης για όσα μπόρεσε να μου δώσει με το παράδειγμα και τις γνώσεις του. Ας είναι ελαφρύ το φιλόξενο χώμα της Νέας Επιδαύρου που τον σκεπάζει, μαζί με τη συντρόφισσά του Καλλιόπη, που τον συνάντησε πριν μια δεκαετία…
Χρήστος Φωτιάδης