Γράφει η Mαρία Mαρή, θεατρολόγος.
Με την υποστήριξη του Δήμου Αμαρουσίου και της Κοινωφελούς Επιχείρησης του Δήμου (ΚΕΔΑ) διοργανώνεται η θεατρική παράσταση «Καρακορούμ» του Ανδρέα Στάικου, ένα έργο με μουσική φόρμα και το ιδιαίτερο ύφος γραφής του συγγραφέα στο Θέατρο Διθύραμβος στην οδό Λητούς στο Μαρούσι σε εκείνον τον μικρό πεζόδρομο παράλληλα με τη Λεωφόρο Κηφισίας, όπου εδώ και χρόνια ο Μιχάλης Ζωγραφίδης και η Έφη Νιχωρίτη μέσα στον φιλόξενο χώρο τους, το Διθύραμβο, υπηρετούν το θέατρο με παραστάσεις επιπέδου και με μαθήματα θεάτρου για ενήλικες και εφήβους. Μια θεατρική φωλιά, που όσες φορές και να έχω περάσει από εκεί μόνο χαρά λαμβάνω και νιώθω πληρότητα.
Δυο γυναίκες – εταίρες, η Σουρνουάζ στα γαλλικά sournoise: ύπουλη, πονηρή (Κατερίνα Μάντζιου) και η Υψηλοτάτη (Έφη Νιχωρίτη), αφήνουν τη Μασσαλία με προτροπή του ευέλικτου, σπινθηροβόλου προαγωγού τους (Σάββας Πετρίδης) και αναχωρούν για έναν άγνωστο προορισμό μέσα στην έρημο, για ένα μέρος που το ονομάζουν Καρακορούμ. Πρόκειται για ένα παντελώς άγνωστο μέρος σε μια εμπόλεμη περιοχή, γεμάτη άνδρες, όπου υπολογίζουν να ιδρύσουν εκεί τυχοδιωκτικά το μοναδικό καμπαρέ για τους άνδρες πολεμιστές και των δυο στρατοπέδων, ώστε να αποσπάσουν γρήγορο και εύκολο κέρδος. Εκείνες γυναίκες με δική της η καθεμιά νοοτροπία, η μια η Υψηλοτάτη χωρίς αισθήματα, υπολογιστική, ενώ η Σουρνουάζ εξαρτημένη από το συναίσθημά της άγεται και φέρεται. Για τη μια, τη Σουρνουάζ όσα δεν αγαπά δεν υπάρχουν γύρω της, για την άλλη, την Υψηλοτάτη υπάρχουν τα πάντα, εκείνη όμως επιλέγει να μην υπάρχει μέσα σε όσα την ενοχλούν. Η πρώτη ακολουθεί πρόσωπα, η άλλη ακολουθεί υποσχέσεις. Η Υψηλοτάτη «την αλήθεια λέει σαν ψέμα», ενώ η Σουρνουάζ δεν θέλει να δύσει, βλέπει τον εαυτό της σαν «έναν κόκκο άμμου εν τη ερήμω», ενώ παράλληλα δηλώνει «έρμαιο του έρωτα». Η γιαγιά της, της είχε δώσει μιαν ευχή: να αγαπήσει, αλλά να μην ταλαιπωρηθεί από την αγάπη. Οι διαδρομές και των δυο οδηγούν στην απογοήτευση και τη μοναξιά, γι’ αυτό η μια έχει πραγματικά ανάγκη την παρουσία της άλλης για να επιβιώσει.
Η ανατροπή δεν αργεί όταν φθάνουν στο σημείο και αντιλαμβάνονται ότι ο πόλεμος έχει σταματήσει και οι άντρες έχουν πια φύγει. Απογοητεύονται καθώς βρίσκονται εγκλωβισμένοι τρία άτομα σε μιαν έρημο και νιώθουν ότι είναι ένα τίποτα, χειρότερα δηλαδή και από το μηδέν, γιατί το μηδέν είναι τουλάχιστον ένας αριθμός. Στον απολογισμό τους αποκαλύπτονται οι διαφορετικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας, όπως και το γεγονός ότι όλες οι προσεγγίσεις εν τέλει έχουν την ίδια κατάληξη.
Θα λέγαμε ότι και οι δυο ηρωίδες είναι το ίδιο πρόσωπο, η μια δεν υπάρχει χωρίς την άλλη. Είναι εντελώς διαφορετικές, αλλά συμπληρωματικές. Ο ένας δεν υπάρχει χωρίς τον άλλο σε αυτή την άνυδρη και μοναχική έρημο. Ο προαγωγός τους θα μπορούσε να είναι αυτή η εσωτερική παρόρμηση που τις υποκινεί, αυτή η λυσσαλέα διάθεσή τους επιτέλους να ξεφύγουν από την κατάσταση που ζουν, η διάθεσή τους να οραματιστούν ένα καλύτερο μέλλον, να φτάσουν στο νησί των Κυθήρων, στη γη της Επαγγελίας, στο ονειρικό εκείνο μέρος, όπου θα ζούσαν όπως φανταζόντουσαν. Τελικά όμως καταδικάστηκαν σε μια τυραννική ακινησία, πάνω σε μια μακρινή έρημο. Το έργο θυμίζει πολύ το «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σαρτρ, μόνο που εδώ δεν υπάρχει το έγκλημα, ούτε η απειλή, υπάρχει η απέραντη μοναξιά, η απελπισία, το κέφι, το γέλιο και η χαρά, που κρύβει όμως μεγάλο πόνο και προσπάθεια αποτυχημένης επικοινωνίας. Η κίνηση, των ηθοποιών, οι στάσεις του σώματός τους, τα φορέματά τους, η μουσική, τα τραγούδια, η επιφανειακή προσέγγιση της πραγματικότητας αποκαλύπτει ένα ψέμα, μια αδυναμία επικοινωνίας, μια απαξίωση του εαυτού, ένα διαρκές αδιέξοδο.
Εξαιρετικοί και οι τρεις ηθοποιοί! Ντίβες μοναχικές και χαμένες η Κατερίνα Μάντζιου και η Έφη Νιχωρίτη, ενώ ο Σάββας Πετρίδης ξεπηδά μέσα από το πουθενά, μέσα από την έγκλειστη φύση των γυναικών αυτών για να τις παρασύρει σε ένα ατελέσφορο ταξίδι, τονίζοντάς τους ότι αυτές όντας «εταίρες αργοπεθαίνουν και χαραμίζονται». Γύρω οι οάσεις έχουν μαραθεί. Ο Ζοζέφ, η παρόρμηση τους, τους πήρε στο λαιμό του και το παραδέχεται. Νιώθει τώρα σαν τον εσάρπα αλεπού που φορά η Σουρνουάζ, αυτή η αιθέρια ύπαρξη στους ώμους της. Αποκαμωμένος και αυτός και διακοσμητικός. Η κίνηση όλων είναι μελετημένη, άρτια και άκρως θεατρική. Πανικός διακατέχει τη Σουρνουάζ όταν καταλαβαίνει ότι έχει χάσει το τσιμπιδάκι των φρυδιών της, ενδεικτικό για την συναισθηματική ένδεια του καιρού και τον συναισθηματικό ευνουχισμό. «Ας έχανα την αγάπη, που δεν είναι και τόσο πολύτιμη». Η εικόνα πιο σημαντική από την ουσία.
Μια παράσταση με ωραίες φωνές στα τραγούδια, με κίνηση και ηθοποιία, τέτοια, που να μπορεί να αποδώσει το αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου. Ωραίοι ηθοποιοί, μεταμφιεσμένοι σε ανθρώπους ενός κόσμου σε παρακμή.
Ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία: Έφη Νιχωρίτη
Σκηνικά και κοστούμια: Φαίη Μιχαήλ
Μουσική και τραγούδια: Βασίλης Τσόνογλου
Φωτισμοί: Έφη Νιχωρίτη
Φωτογραφίες: Αθανασία Ζήση
Παίζουν: Κατερίνα Μάντζιου,
Σάββας Πετρίδης, Έφη Νιχωρίτη