Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – Μεταμόρφωσης 09/02
Λίγες εβδομάδες μετά την πρώτη… απελευθέρωση του περασμένου Μαΐου, η αγαπημένη μου γιαγιούλα, πλήρης ημερών και διαύγειας, έγινε «αστεράκι», όπως προσπαθούσα να εξηγήσω στον τετράχρονο γιο μου την απουσία της. Με τις πληγές της πρώτης καραντίνας ακόμα νωπές, την αποχαιρετίσαμε με όλα τα μέτρα ασφαλείας, έστω κι αν στο παρεκκλήσι, δεν χωρούσαμε όλα τα παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Αυτή, βεβαίως, ήταν μια απαραίτητη συνθήκη που, δεδομένης της ευρύτερης κατάστασης, ήταν απολύτως κατανοητή και δεν μας επηρέασε καθόλου.
Όταν ακολούθησε το δεύτερο κύμα της καραντίνας και του εγκλεισμού, τον περασμένο Νοέμβριο, ένας από τους σταθερούς καβγάδες με τη μητέρα μου ήταν ότι προσπαθούσα επί ματαίω να της εξηγήσω γιατί «δεν μπορείς να πας να της ανάψεις το καντηλάκι». Προφανώς και η γυναίκα γνώριζε τους λόγους, αλλά, ας είμαστε επιεικείς και να κατανοήσουμε την ανάγκη της. Ο γονιός, σε όποια ηλικία κι αν φεύγει, είναι πάντα γονιός και το κενό του είναι δυσαναπλήρωτο. Είναι ξεκάθαρο ότι η πραγματική της ανάγκη δεν ήταν να ανάψει ένα καντηλάκι, που στην τελική ελάχιστη σημασία έχει, αλλά να βρεθεί εκεί, δίπλα στο παγωμένο μάρμαρο και να πει με τη μητέρα της, όσα λένε οι άνθρωποι με αυτούς που δεν είναι πια εδώ. Μπορεί κανείς να την κατηγορήσει γι’ αυτή την ανάγκη; Όμως, «για την ασφάλεια όλων», συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις.
Ερχόμαστε, λοιπόν, στο σήμερα. Μάλλον, στην περασμένη εβδομάδα. Τον Γιώργο τον γνώρισα πριν από είκοσι χρόνια και, μαζί με μια άλλη παρέα νέων τότε παιδιών, περάσαμε ορισμένες από τις πιο ανέμελες στιγμές της ζωής μου. Τα τελευταία χρόνια η παρέα αυτή τράβηξε διαφορετικούς δρόμους, αλλά στην καρδιά μας, πάντα υπήρχε η αγάπη και μια γλυκιά νοσταλγία. Ήξερα ότι πάλευε με τον καρκίνο και λυπόμουν, γιατί ήταν από τα πιο γελαστά άτομα που έχω γνωρίσει ποτέ.
Αυτό το χαμόγελο έσβησε το περασμένο Σάββατο. Το έμαθα τυχαία. Από μια ανάρτηση στο Facebook. Εκεί που έχει μεταφερθεί πλέον πλήρως η ζωή μας. Και η ανάρτηση έλεγε ότι, προφανώς «για λόγους ασφαλείας», δεν μπορούμε να είμαστε εκεί, έστω αυτή την τελευταία στιγμή, να πούμε ένα τελευταίο «γεια». Κανένας πλην της οικογένειας. Τόσοι μαντραχαλάδες καθόμασταν και μυξοκλαίγαμε πάνω από πληκτρολόγια και φθαρμένες φωτογραφίες και δεν μπορούσαμε να βρεθούμε από κοντά. Έστω και μετά από τόσα χρόνια. Έστω και υπό αυτές τις συνθήκες που καμιά φορά επανενώνουν τους ανθρώπους. Να κάνουμε μια αγκαλιά παρηγοριάς. Από αυτές τις σφιχτές, που κολλάνε τα ραγισμένα μέσα σου. «Για λόγους ασφαλείας». Το δέχεσαι και το υπομένεις. Άλλωστε, προφανώς και αυτό μικρή σημασία έχει. Ας τις έκανες νωρίτερα που μπορούσες, θα πει κάποιος. Ναι, μπορούσα. Αλλά, τώρα δε μπορώ.
Καταλαβαίνει κανείς το θυμό που μπορεί να έχει κάποιος, όταν σε εκατοντάδες οικογένειες που χάνουν καθημερινά δικούς τους ανθρώπους απαγορεύεται «δια αυστηρού προστίμου» αυτή η τόσο λυτρωτική δυνατότητα και πόσο μεγάλα τραύματα θα δημιουργήσει, τα οποία θα αρχίσουν να φαίνονται τους μήνες «μετά την απελευθέρωση».
Και την ίδια ώρα, ο Πρωθυπουργός της χώρας να στήνει γλέντια με νταούλια και ζουρνάδες, όπου στοιβάζονται και τρωγοπίνουν κομματικά στελέχη και να πίνουν στην υγειά των… βάλτε εσείς όποιο επίθετο θέλετε, έτσι κι αλλιώς τα λόγια πλέον χάνουν το νόημά τους.
Είναι άσχημο αυτό που συνέβη το Σάββατο στην Ικαρία. Και δεν υπάρχει επικοινωνιακό τρικ να σωθεί. Αν και, δυστυχώς, δεν υπάρχει καμία διάθεση να σωθεί. Η κυβερνητική απάντηση είναι για μια ακόμα κοροϊδία, χλευασμός και επιχειρηματολογία απέναντι σε «Ινδιάνους». Και αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο για το θυμικό ενός κόσμου που ένα χρόνο πια υπομένει παραλογισμούς και παλινωδίες. Καλό θα ήταν να ληφθεί υπόψη σοβαρά.
Θα το καταπιούμε και αυτό. «Για την ασφάλεια μας». Ας πιούν, τουλάχιστον, μια που μπορούν και είναι τόσοι μαζεμένοι, ένα ποτηράκι και για όσους φεύγουν. Έτσι για το κατευόδιο, που λένε. Γιατί για πολλούς από εμάς, δεν πάει πια ούτε γουλιά κάτω.