Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης: Επίτιμος σχολικός σύμβουλος φιλολόγων
Δίκαια απασχολεί τους αναγνώστες της «Αμαρυσίας» η ονομασία της λεωφόρου Κηφισιάς, παρά τις κατ’ εξακολούθηση δημοσιεύσεις μας στον Τύπο και σε επίσημα σύγχρονα ακόμη έγγραφα της αποστολής τους, με διεύθυνση «λεωφόρος Κηφισίας». Έτσι επίμονα γράφουν και λένε: λεωφόρος Κηφισίας και όχι Κηφισιάς.
Εν συντομία: δε θα επεκταθώ, θα εστιάσω μόνο την προσοχή στον ορθό τονισμό του τοπωνυμίου, σύμφωνα με τις φιλολογικές μου πηγές, που είναι Κηφισιά – πρβλ. και Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Ιω. Σταματάκου έκδ. Π. Δημητράκου, Αθήναι 1949 σ. 1180. Αναφέρεται έτσι και από τον ακριβολόγο Στράβωνα (65 π.Χ.- 23 μ.Χ.) στα «Γεωγραφικά»˙ (9.397) του «ἅπερ εἶναι συντεταγμένα ἐν τῇ ἀτημελήτῳ κοινῇ γλώσσῃ μετ’ ἀγαστῆς σαφηνείας», όπως έγραψε και ο σπουδαίος συντοπίτης μας Γεώργ. Κ. Γαρδίκας: Επίτ. Ελληνική Γραμματολογία, Αθήναι 1948 έκδ. 6 σ. 162. Η Κηφισιά ήταν οργανωμένη πόλη ακόμη και από τους προϊστορικούς χρόνους. Ήταν μία από τις δώδεκα πόλεις, που είχε ορίσει στο πολεοδομικό του σύστημα ο μυθικός Κέκροπας και ανήκε στην Ερεχθηίδα φυλή.
Η κατάληξη -ιά είναι ετυμολογικά παράγωγο περιεκτικό από ουσιαστικό. Σημαίνει τόπο, που περιέχει πολλά απ’ αυτά, που δηλώνει το πρωτότυπό του, όπως π.χ. τα: δρόσος = δροσιά, (Δροσιά = προάστιο βόρεια της Κηφισιάς, άλλοτε Ρέα), μάραθος = μαραθιά: (Μαραθώνας = κωμόπολη της Αττικής), μύρμηξ = μυρμηγκιά, ρόδων = ροδωνιά, στρατός = στρατιά· έτσι και Κηφισός = Κηφισιά είναι τόπος, που δηλώνει περιεκτικότητα. Κηφισ(σ)ός σημαίνει ποταμός, νερό. Τα δύο ττ (σσ) επιχωριάζουν στη Βοιωτία και Φωκίδα˙ πρβλ. λήμμα Κηφισσός. Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης Liddell-Scott τομ. 2 σ. 716 εκδ. Σιδέρη, Αθήναι (ΧΧ). Άλλωστε ο απλός χωρικός και σήμερα στη λαογραφία μας με το «σ» δηλώνει την ηχοποίητη ροή του νερού στο αυλάκι. Και υπήρχαν «Φωκικός» και «Βοιωτικός» Κηφισσός. Ήταν και εκεί παρόμοιες ονομασίες ποταμών. Είναι πελασγικά ονόματα σε τοπωνύμια, όπως και στην Αττική: Βριληττός, Ιλισσός, Λυκαβηττός, Υμηττός πρβλ. θάλασσα (=συναγωγή νερών, Κεφαλάρι, πηγή άντρου νυμφών, Αδριάνειο υδραγωγείο κλπ. – συγκέντρωση, μάζεμα -μασιά- νερού του αττικού ποταμού Κηφισσού – Κηφισιά κ.λπ.).
Δεν δικαιολογείται λοιπόν να γράφεται, να τονίζεται ή να προφέρεται Κηφισία π.χ. όριο Κηφισίας – λεωφόρος Κηφισίας κ.λπ. σύμφωνα με την ιστορική γραπτή αρχαία παράδοση, το ετυμολογικό της γραμματικής μας (πρβλ. και Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής) Μ. Τριανταφυλλίδη έκδοση ΟΕΔΒ Αθήναι 1941 σ. 132 παραγρ. 288, όπως και σελ. 241 παραγρ. 552 και την πρωτοελλαδική – πελασγική οξύτονη προέλευση του τοπωνυμίου Κηφισιά. Έτσι και πολύ σωστά (απλοποιημένα) αναγραφόταν και στα ένθετα και σημαντικά ιστορικά φύλλα του παρελθόντος (πρβλ. φύλλο εφημερίδας Καθημερινή 27-04-1941).
Πρόσφατα παρατηρήθηκε και η παραφωνία: όπως δηλαδή λέμε Λεωφόρος Αμαρυσίας, έτσι πρέπει και να λέμε Λεωφόρος Κηφισίας. Μα πρέπει να διακρίνουμε τις ποικίλες σημασίες των επιθετικών προσδιοριστικών τύπων από τις τοπικές επισημάνσεις. Το Αμαρυσίας είναι επίθετο προσδιοριστικό χαρακτηριστικό της αρχαίας θεάς Αρτέμιδος στο Άθμονο (αρχαίο Μαρούσι) που δηλώνει εκδήλωση λατρευτική «Αμαρύσια», ενώ το Κηφισιάς είναι τοπωνύμιο και δηλώνει ενέργεια, δημιουργία, προέλευση, πλησμονή νερού (=πηγής) κ.λπ. Βλέπετε η γραμματική μας έχει λεπτή έκφραση στις διατυπώσεις της.
Ανεδαφική είναι και η ετυμολογία: Κηφισιά, ότι ονομάστηκε έτσι γιατί εκεί φυσά. Ανάξιο συζήτησης. Αλλά προς τον τονισμό του τοπωνυμίου παρατηρούμε: ότι το «Κηφισίας» είναι μετάφραση από το λατινικό Cephissius – Cephissus = Κηφίσσιος – Κηφισσός, Cephissias = Κηφισσίας – Κηφισιάς (=πηγή) γεν. Κηφισιάδος. Οι ξένοι, που έρχονται στο ωραίο προάστιο προφέρουν Κεφήσια (ή Κηφίσια)˙ άλλωστε το -ι- στο Cephissius είναι μακρόν, από εκεί πήραμε τον τονισμό αργότερα εντυπωσιασμένοι(!) (π.χ. Μονεμβασία – Μονεμβασιά), ενώ ο Τούρκος περιηγητής του 17ου αιώνα, που πέρασε από την Κηφισιά, ο Εβλιά Τσελεμπή, στο «Οδοιπορικό» του, την αποκαλεί Τζιβισιά – γιατί έτσι την άκουσε να προφέρεται από τους ντόπιους και ο τσιτακισμός˙ αυτός τσ ή τζ μέχρι την εποχή του Μακρυγιάννη και αργότερα, μερικές φορές και έως σήμερα, υπήρχε και υπάρχει στα προάστια της Αθήνας σε πολλές λέξεις, που ακούμε: π.χ. κορικάτζι – κοριτσάκι, παιδάτζι – παιδάκι, γλυκάτζι – γλυκάκι κ.λπ.
Στην Κηφισιά είχε έπαυλη και ο ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός. Όμορφες αττικές νύχτες πέρασε στην Κηφισιά και ο λατίνος συγγραφέας Αύλος Γέλλιος (130 μ.Χ.), που έγραψε γι’ αυτές «Νoctes Atticae», μένοντας στην έπαυλη του Ηρώδη του Αττικού (Christ. Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Μετάφρ. Βιβλιοθήκης Μαρασλή Β’ τομ. σ. 480-481).
Έπειτα στην Κηφισιά γεννήθηκε και ο τελευταίος ποιητής των αποφθεγμάτων της νέας ονομαζόμενης κωμωδίας Μένανδρος ο Κηφισιεύς (342 π.Χ. – 292 π.Χ.), αντί του λανθασμένου -και γραφόμενου- Κηφισεύς.
Ανάβρυτα, Νοέμβριος 2019