Χρονογράφημα της Ελένης Κονιαρέλλη – Σιακή
«Του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου». Αυτή η σύντομη φράση, με πολύ απλό και σαφή τρόπο, μας λέει πόσο δυνατός είναι ο δεσμός που ενώνει τον παππού και την γιαγιά με τα εγγόνια τους. Αναπτύσσουν έναν ιδιαίτερο τρόπο επικοινωνίας τρυφερό και γαλήνιο, και από την ώρα που θα κρατήσουν στα χέρια το μικρό αυτό πλάσμα, άγνωστα και απίστευτα συναισθήματα αγάπης πλημμυρίζουν το «είναι» τους.
Νιώθουν ότι ο καλός Θεός, τους χάρισε μια γλυκιά και ανάλαφρη ανάσα ζωής, που είναι το εγγόνι τους, και αξίζει γι’ αυτό η ζωή τους να μακρύνει τώρα που έχουν μπροστά τους ένα ολοζώντανο θαύμα που τους κοιτάζει απορημένο στα μάτια, λες και ζητά από αυτούς μόνο προστασία και αγάπη. Πιστεύουν ότι, ο σκοπός της ζωής τους έχει επιτευχθεί, και ο στόχος που και οι δύο είχαν βάλει, τώρα έχει εκπληρωθεί με τον πλέον μοναδικό τρόπο.
Σφίγγοντας το μικρό αγγελούδι στην αγκαλιά, επιτρέπουν στον εαυτό τους να εκφράζει ελεύθερα τα συναισθήματα μιας ατελείωτης αληθινής αγάπης- που ενδέχεται να μην την είχαν εξωτερικεύσει πιο παλιά- όταν μεγάλωναν τα δικά τους παιδιά, επειδή τότε ήταν πιο συγκρατημένοι στις εκδηλώσεις τους από το φόβο της άγνοιας, και δεν είχαν τη δοτικότητα και ανεκτικότητα, που έχουν σήμερα για τα εγγόνια τους. Γι’ αυτόν τον λόγο ακούμε συχνά και πολλές μαμάδες να λένε, ότι οποιαδήποτε κακή συνήθεια και ιδιοτροπία έχει αποκτήσει το παιδί τους, οφείλεται στη χαλαρότητα των παππούδων, που δεν του χαλούνε ποτέ κανένα χατίρι, και για αυτόν το λόγο άλλωστε το παιδί, όταν «τα βρίσκει σκούρα» ζητά επίμονα να γλιτώσει κουρνιάζοντας στη ζεστή αγκαλιά τους. Κι εκείνοι, προσπερνώντας κάποιους δύσκολους κανόνες διαπαιδαγώγησης του παιδιού – που μπορεί να τους έχουν δοθεί- γλυκαίνουν με χάδια τη ζωή του προσθέτοντας και το απόσταγμα της δικής τους πείρας.
Έχει περάσει αρκετή ώρα κι εγώ κοιτάζω σαν μαγεμένη την απίστευτη εικόνα στην εφημερίδα που έχω απλωμένη μπροστά μου. Την κοιτάζω, προσέχοντας με συγκίνηση τις λεπτομέρειές της. Το γεγονός που αναφέρει συνέβη πριν από λίγες ημέρες μπροστά από το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα. Η παγωνιά του Δεκέμβρη που φεύγει, σου κόβει την ανάσα. Ο ουρανός θολός και γκρίζος δακρύζει κάθε τόσο. Το χιονόνερο νομίζεις ότι έχει γίνει ένα με τα τσιτωμένα από το κρύο πρόσωπα των περαστικών, που τρέχουν κουκουλωμένοι δίπλα από τους Εύζωνες της Προεδρικής Φρουράς και χάνονται στους δρόμους που καταλήγουν στη μεγάλη πλατεία. Ξαφνικά βαδίζοντας αργά σε έναν από αυτούς τους δρόμους, φτάνει στην πλατεία ένα ζευγάρι σε προχωρημένη ηλικία.
Είναι και οι δύο ντυμένοι με χοντρά ρούχα.Ο άντρας φορά ένα σκούρο παλτό που σκεπάζει το χώμα του μέχρι κάτω από τα γόνατα, και προστατεύει το κεφάλι μ’ ένα καπέλο σαν σκούφο. Με το ένα χέρι στηρίζεται στο μπαστούνι του και με το άλλο ακουμπά στο χέρι της συντρόφου του, που και αυτή ντυμένη με ένα χοντρό μακρύ καφέ παλτό έχει διπλοτυλίξει τον λαιμό της με ζεστό κασκόλ. Τα κάτασπρα μαλλιά της είναι υγρά από το χιονόνερο που πέφτει ασταμάτητα. Αγνοώντας το τσουχτερό κρύο, πλησιάζουν αργά-αργά τον Εύζωνα, που ακίνητος σαν άγαλμα στη θέση του, εκτελεί το ιερό καθήκον του προς την Πατρίδα και τον καμαρώνουν συγκινημένοι με μάτια υγρά γεμάτα λατρεία και θαυμασμό. Διακριτικά, στέκονται κοντά του και φωτογραφίζονται δίπλα του αμίλητοι, και το κουρασμένο κορμί τους θαρρείς ότι ψηλώνει πολύ τούτη τη στιγμή μέχρι που φτάνει στους ώμους του Εύζωνα.
΄Ύστερα, απομακρύνονται από αυτή τη θέση που είχαν σταθεί, αλλά όχι για να φύγουν…Περπατούν λίγα βήματα ακουμπώντας ο ένας το βάρος του επάνω στον άλλο ,και μπροστά στα έκπληκτα μάτι των περαστικών- που κοντοστέκονται και κοιτάζουν- ανοίγουν δυο καρεκλάκια που έφερναν μαζί τους, ακριβώς απέναντι από τον ατάραχο Εύζωνα, και κάθονται αναπαυτικά. Τα πρόσωπά του λάμπουν, και νομίζεις ότι ένα γλυκό φως έχει απλωθεί σαν χρυσός καλοκαιρινός ήλιος, γύρω από τον νέο. Το ζευγάρι των ηλικιωμένων, μένει καθισμένο ακίνητο στην ίδια θέση, σε όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του Εύζωνα, δηλαδή, μία ώρα, να τον καμαρώνει και να του κρατά ζεστή συντροφιά… Παρά την ηλικία τους, δε θέλουν να τον αφήσουν μόνο, αλλά ούτε λυγίζουν στο τσουχτερό κρύο που μαστίζει αρκετές ημέρες όλη την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Το είδος της αγάπης που δέχεται ένα παιδί από τον παππού και τη γιαγιά, είναι ένα ιδιαίτερο συναίσθημα, που δεν μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος μέσα από οποιαδήποτε άλλη σχέση. Γι’ αυτόν το λόγο ο παππούς και η γιαγιά του Εύζωνα της Προεδρικής Φρουράς, κάθισαν ακίνητοι στις καρέκλες τους, παγωμένοι αλλά πολύ χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, περιμένοντας τον εγγονό τους να τελειώσει την υπηρεσία του. Όλη αυτή την ώρα που κύλησε πολύ γρήγορα, άκουγαν καθαρά τη φωνή της καρδιάς του, ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟΙ ΗΞΕΡΑΝ ΝΑ ΑΚΟΥΝ!!