Επιλογή, επιμέλεια κειμένων Ελένη Καραμπέτσου.
Όταν θα δείτε στα υψώματα φωτιές…*
Ως το Εσκί Σεχίρ, οι δικοί μας προχώρησαν, χωρίς να βρουν αντίσταση. Μετά αντιστάθηκαν οι Τούρκοι. Άρχισε το κακό, από Έλληνες και Τούρκους. Ο στρατός άρχισε να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δε ντύσαμε. Οι μεγάλοι, οι δικοί μας, ξεκουμπιστήκανε και φύγανε και αφήσανε τον κόσμο στο έλεος του θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Έλληνες. Παντού φωτιά και μαχαίρι! Τελευταίος στρατός που πέρασε ήταν του Πλαστήρα. Μόλις έφτασε ο Πλαστήρας στο Μπουρνάμπασι, ρώτησε: «Είναι κανένας στρατιώτης εδώ;»
– Είμαι ο τελευταίος, απάντησε ο αδερφός μου.
– Να έρθεις μαζί μας και εσύ και οι άλλοι, γιατί θα σας σφάξουν.
– Θέλω να φυλάξω το σπίτι, απάντησε ο αδερφός μου.
– Εμένα πρόκειται να γεννήσει η γουρούνα μας, είπε ένας άλλος.
– Εγώ έχω τις καμήλες μου, να τους βάλω να φάνε, είπε ένας τρίτος.
«Κοιτάξτε» τους είπε πάλι ο Πλαστήρας «όταν θα δείτε στα υψώματα φωτιές, έτσι που να σχηματίζουν σταυρό, να ξέρετε πως θ’ αρχίσει η σφαγή». Πώς το ήξερε; Κάποιος κρυπτοχριστιανός θα του το μαρτύρησε.
Μαρτυρία: Ελένη Καραντώνη (Σμύρνη)
Ο τούρκικος στρατός μπαίνει στο Αϊβαλί
«Η Δημογεροντία του Αϊβαλιού, μη γνωρίζοντας την καταστροφή της Σμύρνης, είχε κοπεί η τηλεγραφική επικοινωνία, σε μια κίνηση απελπισίας, αποφάσισε να μη φύγει ο πληθυσμός από την πόλη (30.000 μόνο ελληνικός), αλλά να υποδεχθεί με λάβαρα και μουσικές τον τούρκικο κατακτητή που κοντοζύγωνε, ευελπιστώντας πως η πόλη θα τύχει “χάρη του Κεμάλ” και θα σωθεί. Νωπές άλλωστε ήσαν μνήμες από τον τελευταίο διωγμό το 1914 που τους είχε αναγκάσει να περάσουν στη Λέσβο. Έτσι και έγινε».
Την πρώτη Κυριακή της καταλήψεως, στο παζάρι ο τούρκικος στρατός πουλούσε διάφορα αντικείμενα ιερατικά, σταυρούς, άμφια κ.ά. Κανείς δεν είχε ιδέα πως αυτά προέρχονταν από την καταστραφείσα Σμύρνη, υποψία μόνο πως ήσαν ελληνικά. Την επόμενη ο Τούρκος στρατηγός διατάζει τον δεσπότη Γρηγόριο, να κοινοποιήσει δια κηρύκων (ντελάληδων) και τοιχοκολλήσεων επιστράτευση του άρρενος πληθυσμού από 16-46 ετών σαν πολιτικούς ομήρους για να εργαστούν στα τάγματα εργασίας για την ανέγερση της Μαγνησίας, την οποία είχε καταστρέψει ο υποχωρών ελληνικός στρατός.
Μέσα στον περίβολο της Ι. Μητροπόλεως γινόταν η παρουσίαση των στρατευομένων, τους οποίους εγώ ο ίδιος κατέγραφα σε καταστάσεις εις διπλούν, (η τουρκική υπηρεσία είχε αναθέσει το έργο αυτό στον υποφαινόμενο). Καθημερινώς έφευγε μια αποστολή πεζή, από 300-500 άτομα για το μεγάλο ταξίδι μέχρι τη Μαγνησία, συνοδευόμενη από στρατιωτικό απόσπασμα. Ανύποπτος κατέγραφα χιλιάδες φίλους, παλιούς συμμαθητές και συμπατριώτες, με την υπόσχεση πως άμα τελειώσω το έργο αυτό, θα τους συναντούσα στη Μαγνησία.
Ένα απόγευμα, αφού είχε τελειώσει η καταγραφή μικρής αποστολής από 200 περίπου ομήρους, που είχαν φύγει με συνοδεία αποσπάσματος, καθυστέρησα αρκετά για την τακτοποίηση καταστάσεων. Είχε νυχτώσει για καλά και ετοιμαζόμουν να κλειδώσω το γραφείο όταν άκουσα βαριά βήματα πολλών ατόμων στην αυλή. Ήταν το τούρκικο απόσπασμα που είχε συνοδεύσει τους ομήρους. Στα χέρια τους κρατούσαν ο καθένας από 3-4 ζεύγη παπούτσια. Η σκέψη μου κατέληξε πως οι δυστυχείς όμηροι σκοτώθηκαν έξω από την πόλη από το τούρκικο απόσπασμα και πως τους λήστεψαν μέχρι και των παπουτσιών τους. Έτσι αποκαλύφθηκε το μεγάλο ψέμα περί δήθεν ανοικοδομήσεως της κατεστραμμένης Μαγνησίας.
Συγχρόνως ο Τούρκος στρατηγός επέβαλλε την αναχώρηση των γυναικόπαιδων και των γερόντων από την προκυμαία, ενώ προηγείτο υποχρεωτική πορεία ενός χιλιομέτρου για να γίνεται λεπτομερής έλεγχος για χρυσαφικά και νομίσματα. Μια παράφρονη πράξη ενός Αϊβαλιώτη ήρθε να ανατρέψει τα πάντα. Αυτός μόλις ανέβηκε στο πλοίο και ενώ αυτό δεν είχε απομακρυνθεί από την προκυμαία, παρουσία των Τούρκων αξιωματικών, που έβλεπαν την επιβίβαση των γυναικόπαιδων, σχίζει από ενθουσιασμό το φέσι του. Όχι μόνο τον σκότωσαν για τη «βέβηλη πράξη» του αλλά ζήτησαν και πέτυχαν από τις αμερικανικές αρχές να κάνουν έλεγχο και οι Τούρκοι εντός του καραβιού.
Αυτό υπήρξε η καταστροφή των στρατευσίμων, γιατί χιλιάδες στρατεύσιμοι ανακαλύφθηκαν κάτω από τα φουστάνια των γυναικών. Συνελήφθησαν, σύρθηκαν έξω και ή στάλθηκαν στην ομηρία ή σκοτώθηκαν σε απόκεντρα μέρη.
Τραγική η τύχη του κλήρου. 35 παπάδες με επικεφαλής τον μαρτυρικό άγιο δεσπότη Γρηγόριο οδηγήθηκαν σε εξαντλητική πορεία δερνόμενοι καθοδόν. Για τον δεσπότη επεφύλαξαν το θάνατο, να τον θάψουν ζωντανό, αλλά δυο λεπτά προ της ταφής του και μόλις είδε τον ανοικτό λάκκο έπαθε συγκοπή. Οι υπόλοιποι κατακρεουργήθηκαν από τους Τούρκους κατοίκους διαφόρων χωριών.
Μαρτυρία: Παναγιώτης Μπιμπέλας (Αϊβαλί)
Ένα μέρος από τον ελληνικό στρατό που δεν μπόρεσε να φύγει το τράβηξαν οι Τούρκοι μαζί τους. Είχαμε χαράδρες απέραντες, λατομεία. Εκεί τους βάλαν στη σειρά και τους πυροβόλησαν. Μερικοί που δε χτυπήθηκαν καλά κάναν τον πεθαμένο. Σύρθηκαν στα βουνά τη νύχτα και σώθηκαν. Αυτοί τα διηγήθηκαν.
Μαρτυρία: Βασιλεία Κουτσομύτου (Αϊβαλί)
Ποιος θα με πειράξει εμένα;
Μέσα στο Μπουρνόβα ζούσαν τρεις αδερφάδες όμορφες πολύ. Η μια ήταν πιο όμορφη από την άλλη. Σαν γίνηκε το κακό, η οπισθοχώρηση, αυτές είπαν αναμεταξύ τους: «Εμάς μας είχανε που μας είχαν οι Τούρκοι άχτι, και τώρα γύρευε τι ατίμασμα, τι τυραννία και τι θάνατος μας περιμένει». Ήρθαν και αυτές στο ιταλιάνικο σπίτι που είχαμε πάει για να φυλαχτούνε. Είχαν το σχέδιό τους. Η μεγάλη πήρε μια – μια χώρια και της μίλησε στην αυλή. Ύστερα έπεσε στο πηγάδι. Σε λίγο έπεσε και η δεύτερη και σε άλλη τόση ώρα έπεσε και η τρίτη. Σπάραζε η καρδιά ολονών μας. Μα που να πάμε κοντά, που να φωνάξουμε;
Σε λίγες μέρες πάλι βγήκε τελάλης και φώναξε:«Εβγάτε Έλληνες να δείτε το παλικάρι σας, τον Πλαστήρα, που τον έχουν κρεμασμένο και τον κόβουν κομμάτι – κομμάτι!». Ποιος ξέρει, ποιον κακόμοιρο φαντάρο βρήκαν και κρέμασαν!
Μαρτυρία: Άννα Καραμπέτσου (Σμύρνη)
Τι κάθεσαι; θα έρθουν Τούρκοι και θα σε πετσοκόψουν!
Όλη τη νύχτα διαβάζαμε τροπάρια λέγαμε το «Πάτερ ημών » και ό,τι ήξερε η καθεμία. Είχαμε τον παπά που ξυρίστηκε κιόλας. Ο μπάρμπα Ζαφείρης ήταν γονατιστός όλη τη νύχτα.
Το πρωί επήραμε ό,τι μπορούσαμε, δε μας αφήνανε να σηκώσουμε και πολλά. Ένα πάπλωμα το ‘βαλα στου παιδιού μου το κεφάλι. Ό,τι χρυσαφικά είχαμε τα ‘ραψα στα παντελόνια των παιδιών μου με μεγάλα μπαλώματα. Το ένα το βαστούσα στην αγκαλιά μου και το άλλο ο μπαμπάς του. Ένα στρωσίδι μάλλινο στου άλλου το κεφάλι.
Πήραμε το δρόμο και πήγαμε στην ακρογιαλιά που έφευγε ο κόσμος. Από πίσω μας ρίχνανε σφαίρες. Εκεί που πηγαίναμε στρατιώτες σκοτωμένοι χάμου, παλικάρια πνιγμένα που τα είχε βγάλει το κύμα, νταούλια πρησμένα.
Μαρτυρία: Κλειώ Νικολήνταγια (Σμύρνη)
Θεέ μου, νερό!
Μας πήγαν στους στρατώνες. Εκεί μαζεύανε όλους τους άνδρες και τους έστελναν στο εσωτερικό. Ήμασταν μια φάλαγγα από τρεις χιλιάδες και περισσότεροι άνδρες και φτάσαμε στη Μαγνησία (απόσταση 33 χιλ. από Σμύρνη) οχτακόσιοι. Μας πήγαιναν όχι από το δημόσιο δρόμο αλλά μέσα από τα Τουρκοχώρια για να μπορούν οι χωριάτες να μας καθαρίζουν. Στο δρόμο που μας περνούσανε βγαίνανε Τούρκοι, Τουρκάλες και λέγανε στους φρουρούς μας.
– Να σας δώσουμε δυο παγκανότες, μας δίνετε έναν Γκιαούρ;
Οι φρουροί αδίσταχτα παραδίνανε τον κόσμο, και αυτοί δίναν λεφτά για να αγοράσουν έναν αιχμάλωτο μόνο και μόνο για να τον σκοτώσουν και να εκδικηθούνε. Περάσαμε μεγάλες δοκιμασίες. Πεινούσαμε και διψάγαμε πάρα πολύ. Όπως βαδίζαμε βρίσκουμε μια λίμνη. Ο αξιωματικός μας λέει: «Πιέστε νερό, νιφτείτε και ξεκουραστείτε».
Ήπιαμε νερό και ξεκουραστήκαμε. Μόλις κινήσαμε να φύγουμε, δύο αιχμάλωτοι προχώρησαν μέσα στη λίμνη. Τους λέει ο αξιωματικός: «Βγείτε έξω!» Όσο τους έλεγε «βγείτε έξω» τόσο εκείνοι προχωρούσαν μέσα. Διατάζει τους στρατιώτες να τους σκοτώσουν. Αυτό το κάναν οι αιχμάλωτοι για να πεθάνουν μέσα στο νερό δροσισμένοι, ευχαριστημένοι…
Στο στόμα μου εφόραγα χρυσά δόντια. Έρχεται ένας τσαούσης (λοχίας) με τον Αρμένη μαζί. Είχαν μια τανάλια κι ένα σκεπάρνι. Με ρίχνουν κάτω και πιάνει ο Αρμένης και μου βγάζει τα δόντια. Αλλά πάλι ήμουν ευχαριστημένος που γλύτωσα τη ζωή μου.
Μεταξύ των πολλών που πήραν οι Τούρκοι, έναν τον πήγε ο αφέντης του στο χωράφι. Έδεσε ένα σκοινί από μια γκορτζιά και ετοιμαζόταν να τον κρεμάσει. Αυτό το θάνατο προτιμούσε ο αφέντης. Μαζευτήκαν κι άλλοι χωριανοί για να ευχαριστηθούνε με το θέαμα. Την ώρα που ετοίμαζε τη θηλιά πήγε ένας γείτονας και του λέει:
– Πόσο τον αγόρασες τον Γκιαούρη;
– Πέντε χάρτινες λίρες.
– Να σου δώσω είκοσι παγκανότες, μου τον δίνεις; Να τον κρεμάσω στην αυλή μου, να κάνουν οι δικοί μου «σεΐρι» (χάζι).
– Στον δίνω.
Έτσι τον πήρε ο άλλος. Τον πήγε στο κτήμα του 4 χλμ. μακριά και του λέει: «Είδες τη θηλιά; Ήταν για σένα. Τώρα γλύτωσες. Είδα καλό από τους χριστιανούς και θα το ανταποδώσω. Θα σε προστατέψω».
Μαρτυρίες: Ανέστης Μπαρουτόπουλος (Σμύρνη) Μανώλης Χατζησάββας (Σμύρνη) Αναστάσης Χαρανής (Σμύρνη) Θεόδωρος Λουκίδης (Μαγνησία) Παναγιώτης Μαρσέλος (Σμύρνη)
Βουρλά
Τον Αύγουστο του 1922 κατέρρευσε το μέτωπο. Ο ελληνικός στρατός έφευγε μπουλουκηδόν, πλην του συντάγματος του Πλαστήρα ο οποίος διήλθε των Βουρλών τη 2α Σεπτεμβρίου και συνέστησε στη δημογεροντία και σε όλους τους Βουρλιώτες να φύγουν. «Οι Τούρκοι κατεβαίνουν και διατρέχετε τον έσχατον των κινδύνων», είπε. Οι Βουρλιώται δεν τον άκουσαν. Την ανυπακοή αυτή την επλήρωσαν με το αίμα τους. Εσφάγησαν δεκαπέντε χιλιάδες Βουρλιώται. Σφάξανε τη γυναίκα του μουχτάρη (κοινοτάρχη) και τα πέντε παιδιά της, ο μουχτάρης γλύτωσε. Την κόρη του παπά την ατιμάσανε μπροστά στα μάτια του και την πήραν μαζί τους. Την παπαδιά με τα άλλα παιδιά τους σκοτώσανε, ο παπάς γλύτωσε με δεκατέσσερις μαχαιριές.
Μαρτυρίες: Λάμπρος Λαμπρακίδης – Μαρία Μπιρμπίλη (Ερυθραία)
Τούρκοι, Τούρκοι!
Μέσα σε μια ώρα άδειασε το χωριό. Από τη βιασύνη ο γαμπρός μου δεν πήρε ούτε τα παπούτσια των παιδιών. Άλλοι φύγαν με τα πόδια, άλλοι με τα ζώα και άλλοι με τα κάρα. Κατεβήκαμε στη Σμύρνη εγκαίρως. Είχαμε τον καιρό να φύγουμε για Ελλάδα, όμως σκεφτόμασταν τους δικούς μας. Δεν είχαμε επίγνωση όλοι οι Μικρασιάτες, δε φανταζόμασταν την έκταση της καταστροφής ούτε υποπτευθήκαμε καν τι μας περίμενε. Επιπροσθέτως μας έφαγε η προπαγάνδα. Ήταν Επιτροπές στη Σμύρνη που μας προτρέπανε να αντιτάξουμε αγώνα στην είσοδο του τούρκικου στρατού. Πολύς κόσμος μπορούσε να φύγει και δεν έφυγε.
Όταν είδαμε από την ταράτσα πως η φωτιά δεν απείχε ούτε ένα χιλιόμετρο από εμάς, άρχισε το δράμα μας και τα βάσανά μας. Θέλαμε δε θέλαμε, βγήκαμε στην ύπαιθρο χωρίς να ξέρουμε πού πηγαίναμε. Λαός, εκατοντάδες χιλιάδες στο δρόμο αλλόφρονες. Βάλανε οι Τούρκοι φωτιά μια ώρα μακριά. Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βρισκόμαστε στη μέση, φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Και οι Τσέτες στη μέση και σφάζαν και σκοτώναν. Εμείς χαθήκαμε, χωριστήκαμε. Αλλού η αδερφή μου με τον άντρα της και τα παιδιά κι αλλού εμείς. Πού πήγαν; Πού στάθηκαν; Σπούδαζα στην Ευαγγελική Σχολή και πήγα τους δικούς μου στη συνοικία του Χατζηφράγκου. Νόμιζα πως η φωτιά θα ήταν τοπική και δε θα καίγονταν όλες οι ελληνικές συνοικίες. Ήταν και ο δρόμος πολύς και νυχτωθήκαμε. Άκουγες, όπως πηγαίναμε: «Τούρκοι, Τούρκοι!». Γυρίζαμε κάμποσο πίσω. Έπαιρνες πάλι το δρόμο. Και πάλι σε λίγο «Τούρκοι, Τούρκοι!».
Αυτή η δουλειά γινόταν. Εκεί οδυρμοί και κλαθμοί. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Είχε γεμίσει η παραλία. Θα ‘ταν διακόσιες ως τρακόσες χιλιάδες άνθρωποι. Ήταν πήχτρα. Περιμέναμε τον οίκτο των συμμάχων! Άρπαζαν αγόρια, άρπαζαν κορίτσια. Έπεσα κάτω για να γλυτώσω κι απάνω μου κάθισαν οι δυο αδερφές μου και μια φίλη τους. Ήταν αρχές Σεπτέμβρη και έκανε μια ζέστη αβάσταχτη.
Τη νύχτα οι Τούρκοι έκαναν επίθεση να αρπάξουν, να σφάξουν, να ατιμάσουν «Βοήθεια! Βοήθεια!» φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Πάλι έκαναν επίθεση και πάλι τα ίδια. Πολλοί σκοτώθηκαν την ώρα που κολυμπούσαν για να σωθούν. Τους πυροβολούσαν στη θάλασσα οι Τούρκοι ή τους χτυπούσαν οι σύμμαχοι με υποκόπανους με κλωτσιές, τους περιχούσαν με βραστά νερά σαν κόντευαν να πιαστούν και να σωθούνε. Όταν ρίχναν το φως για λίγη ώρα τα βαπόρια ο κόσμος γλύτωνε, ως κανένα τέταρτο. Ύστερα οι Τούρκοι το κακό το κάναν.
Μαρτυρίες: Θεόδωρος Λουκίδης (Μαγνησία) – Ελένη Καραντώνη (Σμύρνη)
Σε κρεμάμε εδώ για να βλέπεις την εκκλησιά!
Μείναμε γυναίκες, παιδιά κάτω από δεκατεσσάρων χρονών και γέροι πάνω από εβδομήντα. Τους άλλους τους κράτησαν όμηρους. Κατεβήκαμε με έναν μπόγο ρούχα στην Πούντα της Σμύρνης. Κάθε νύχτα οι Τούρκοι συρνόντουσαν κρυφά ως εμάς και έκαναν επίθεση στα κορίτσια. Κείνην την ώρα θα ήθελες να είσαι εκατό χρονών. Πόσες δε μασκαρεύονταν και δεν ντύνονταν γριές για να μην τις πλησιάζουν. Κάναν επίθεση. Φωνές βοή ο κόσμος! Τα καράβια έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν προσωρινά και πάλι τα ίδια. Φεύγαμε και πηγαίναμε στο νεκροταφείο. Κρύβαμε τα κορίτσια μέσα στα μνήματα κι εμείς καθόμασταν από πάνω. Εκεί δεν κινδυνεύαμε και από φωτιά. Βλέπαμε κανένα καράβι πως μπορούσαμε να φύγουμε και τρέχαμε πίσω στην Πούντα. Μας πήραν επιτέλους, άλλοι στη Χίο και άλλοι στη Σάμο. Σκόρπιες οικογένειες και πώς να βρεις τους δικούς σου;
Τους δυο αδελφούς μου και τον αδελφό του πεθερού μου, τον παπά, όπως μάθαμε, τους πήγαν στο χωριό. Τους έκαμαν πρόχειρο δικαστήριο. Κατηγόρησαν όλους πως οργάνωσαν την άμυνα και πως ενίσχυαν τον ελληνικό στρατό. Ανήμερα Χριστούγεννα τους κρέμασαν στην αυλή του σπιτιού, αντίκρυ από την εκκλησία. «Σε κρεμάμε εδώ για να βλέπεις την εκκλησία, να συγκεντρώνεις τον κόσμο, να τους οργανώνεις και να τους διοικείς καλά».
Μαρτυρία: Μαρία Χάππα (Σμύρνη)
Από τη μια η φωτιά και από την άλλη ο δεσπότης!
Βάλαν φωτιά στην Αγία Φωτεινή, όπου ήταν κόσμος μαζεμένος. Κλάμα, κακό. Ανέβαιναν στο καμπαναριό για να γλυτώσουν. Κοντεύαμε να σκάσουμε από το ζούλημα. Μια είχε το παιδί της στην πλάτη για να μην το σκάσουνε. Χάσαμε τις ζώνες μας, τα παπούτσια μας. Είχαν βάλει σκοπούς σε όλες τις πόρτες. Η φωτιά προχωρούσε. Αν μέναμε θα καιγόμασταν. Βγήκε ο δεσπότης Χρυσόστομος και διάβασε τα νεκρικά γράμματα. Πίσω – πίσω είπε: «Αυτό ήταν το τυχερό μας, τι να κάνουμε;». Διαβασμένοι τώρα. Άλλα πού να στραφούμε να γλυτώσουμε; Τότε ήταν που μπήκαν και τον πιάσανε τον καημένο! Ως το πρωί κάηκε η Αγία Φωτεινή. Να κλαίνε τα παιδιά να τσιρίζουνε. Η καλή μας τύχη οι δύο σκοποί. «Δεν μπορώ να ακούω τα παιδιά να τσιρίζουν και να καίγονται. Μην κάνετε απόπειρα να φύγετε. Θα φέρω διαταγή και θα σας βγάλω»! Όπως και το ‘κανε. «Φύγετε, όσοι θέλετε» μας είπε. Έπρεπε να φύγουμε μόνο από μια πόρτα. Σπρωξιές, φωνές, αλαλαγμοί. Όλος εκείνος ο κόσμος να κοιτά να βγει από μια πόρτα. Ο γαμπρός μου και η αδερφή μου βρήκαν ένα κοριτσάκι ως 8 χρονών, το πήραν, μια και είχε χάσει τους δικούς του. Ήταν όμως τόσος ο κόσμος και ο συνωστισμός, που άμα βγήκαν στην παραλία, το ξανάχασαν.
Μπήκαμε μέσα στο καράβι, κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος και ακόμα δεν είχαμε ξεκινήσει και λέγαμε: «Πάλι εδώ θα ξημερωθούμε; Τι θα πάθουμε;» Κάναμε το σταυρό μας, μέχρι αυτού γλυτώσαμε. Γυρίσαμε και βλέπουμε τους άλλους που είχανε μείνει και τα μάτια μας δε βαστούσαν, πλημμυρούσαν δάκρυα. Θα προλάβουν να φύγουν όλοι αυτοί;
Μαρτυρία: Σαρούλα Σκύφτη (Μαγνησία)
* «Η Έξοδος», Α’ τόμος: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (εφημερίδα »ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)