Γράφει ο Γιάννης Κοντόπουλος: π. Σχολικός Σύμβουλος
Ο Σπαθάρης έβαλε γερό λιθάρι στο προσκέφαλο της μνήμης. Τιμάται από την ευρύτερη κοινωνία, που αποτελεί την καλύτερη τιμή. Ήταν παραμονή του θανάτου του Ευγένιου Σπαθάρη (9 Απριλίου 2009). Αργά το βράδυ πήγα στο ΚΑΤ να τον δω για τελευταία φορά και πρέπει να είμαι ο τελευταίος που τον είδε πριν από το θάνατό του. Οι πόρτες της εντατικής κλειστές. Περίμενα να βγει κάποιος και να ορμήσω μέσα. Έτσι κι έγινε. Θεράποντες γιατροί συνομιλούσαν μέσα στο γραφείο τους. Μια νεαρή γιατρός με πλησίασε.
– Τι ζητάτε;
– Είναι αγαπημένος φίλος μου ο Σπαθάρης από πολλά χρόνια. Θέλω να τον δω.
Με ευγένεια μου φόρεσε μια άσπρη μπλούζα, έβαλα τη μάσκα και τα πλαστικά γάντια και προχώρησα.
– Είναι στο βάθος δεξιά, μου είπε.
Ο Σπαθάρης ξαπλωμένος, γεμάτος καλώδια, μάσκες, γαλήνιος, όπως τον ήξερα. Ποτέ δεν το είδα ξαπλωμένο. Τον έβλεπα πάντα όρθιο, γρήγορο, αεικίνητο, γελαστό συνήθως. Τώρα παντού απλωνόταν σιωπή. Όταν τον έβλεπα στο δρόμο, του φώναζα: «Γειά στου γεροπλάτανε, πάλι τρέχεις!». «Έγινα Βέγγος», μου απαντούσε. Έτσι και τώρα. «Σήκω, γεροπλάτανε», του φώναξα. «Δεν ντρέπεσαι να ΄σαι ξαπλωμένος;» Τα μάτια μου έτρεχαν. Εκείνος αγέρωχος, σαν τον Οδυσσέα στο σκαφί του, τραβούσε το δικό του αιώνιο δρόμο μέσα στον κόσμο της σιωπής. Έμεινα λίγη ώρα. Ήταν ώρα προσευχής. Τον κοίταζα και από τα μάτια του νου και της ψυχής μου περνούσαν όλες εκείνες οι ωραίες και ευχάριστες στιγμές που περάσαμε μέσα στα τριάντα σχεδόν χρόνια που γνωριζόμαστε. Πέρα από την καλλιτεχνική προσφορά του Σπαθάρη στην ελληνική εκπαίδευση και παιδεία -που ήταν και φιλική προς το πρόσωπό μου- τα οικογενειακά γλέντια, με την ευκαιρία εορτών ή άλλων φιλικών ευκαιριών, ήταν ζωή ειλικρινής, αγνή, ανθρώπινη, ανεπιτήδευτη.
Ο Σπαθάρης χαιρόταν τις απλές στιγμές ως απλός άνθρωπος. Η απλή ζωή είναι ειρήνη ψυχής, που ο Σπαθάρης είχε κατακτήσει με πόνο και κόπο μέσα από την πάλη για επιβίωση σε δύσκολους καιρούς. Ατέλειωτες προσωπικές ιστορίες και εκείνες του Σωτήρη Σπαθάρη, του πατέρα του, έρχονταν στη συζήτηση και αποτελούν μνήμες που δεν σβήνουν και δεν κουράζουν στο ανακάλεμά τους. Ο Σπαθάρης ήξερε να κουβεντιάζει με εκείνη την ιδιόρρυθμη βαθιά φωνή του που την κράτησε για την καλλιέργεια της προσωπικής του τέχνης. Την πρόσφερε μόνο στις φιλικές συζητήσεις – συνεντεύξεις και, κυρίως, στις φιλικές βραδινές, πολύ στενές, εξόδους σε ταβερνάκια ως επί το πλείστον μαρουσιώτικα. Ένιωθε και ήταν Μαρουσιώτης. Αγνός στην ψυχή, πρόσφερε το γέλιο στον κόσμο των παιδιών, ακόμα και σε κάποιο φιλικό σπίτι, όταν μπορούσε και χρειαζόταν να χαρίσει τη διασκέδαση σε στιγμές ψυχικής ανάγκης. Τον θυμάμαι που στο σαλόνι του σπιτιού μας έστησε τον μπερντέ του για παράσταση Καραγκιόζη και τα παιδιά της πολυκατοικίας ξεσήκωσαν τη γειτονιά. Ήταν προσφορά στη μικρή μας κόρη Δήμητρα. Τι μπορεί να εκφράσει τις ευχαριστίες εκτός από τη βαθιά συγκίνηση της ψυχής γι’ αιώνια μνήμη και αθανασία;
Ένα χρόνο πριν το θάνατο του Σπαθάρη, είχα κάνει έκκληση, δημοσιευμένη στην «Αμαρυσία», προς το Υπουργείο Παιδείας και είχα υποβάλει πρόταση ως Σχολικός Σύμβουλος, θεμελιώνοντας τους λόγους μου από μια υπεύθυνη θέση, για δημόσια αναγνώριση του Σπαθάρη για την καλλιτεχνική -αλλά, για μένα, ως εκπαιδευτικό- για την παιδευτική και μορφωτική του προσφορά, γιατί ο Σπαθάρης ήταν πάνω απ’ όλα δάσκαλος. Δίδαξε με την όλη του παρουσία. Και η παρουσία, όταν εκπέμπει, είναι πολυσήμαντη ακτινοβολία. Βέβαια δεν τιμήθηκε ο Σπαθάρης εν ζωή. Και είναι σπουδαίο να βλέπει κανείς την αναγνώριση του έργου του, να γεύεται τους καρπούς των κόπων της ζωής του, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η «έπειτα μνήμη», που είναι και αιώνια αγωνία και διαρκής προσπάθεια του ανθρώπου, να είναι υποδεέστερη. Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα λόγια που αναφέρονται στον Μ. Αλέξανδρο για τον Αχιλλέα «και ευδαιμόνισεν άρα, ως λόγος, Αλέξανδρος Αχιλλέα, ότι Ομήρου κήρυκος ες την έπειτα μνήμην έτυχεν». Εμακάρισε Αλέξανδρος! Αυτή είναι και η κρυφή επιθυμία του κοινού ανθρώπου, να μείνει αθάνατη η μνήμη του. Κι αυτό γιατί πιστεύεται πως ο άνθρωπος πεθαίνει, όταν χαθεί η μνήμη των ανθρώπων γι΄ αυτόν.
Ο Σπαθάρης όμως έβαλε γερό λιθάρι στο προσκέφαλο της μνήμης. Η δημόσια τιμή επάξια ήρθε από την τοπική Αρχή, όχι από την επίσημη πολιτεία. Εγώ σ’ αυτήν απευθυνόμουν και από αυτήν ζητούσα την αναγνώριση και την τιμή του Σπαθάρη. Ο Σπαθάρης όπως τιμάται από την ευρύτερη κοινωνία, που αποτελεί την καλύτερη τιμή. Αυτήν όφειλα να υπομνήσω. Είναι η οφειλή προς τον αγαπητό μου φίλο Ευγένιο Σπαθάρη.