Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 12/09 – Αφιέρωμα στην Εκπαίδευση
Άρθρο του Νίκου Φίλη: Βουλευτή – Τομεάρχη Παιδείας ΣΥΡΙΖΑ
Στις 14 Σεπτεμβρίου, ανοίγουν τελικώς τα σχολεία. Για πόσο, άγνωστο. Ελπίζουμε στην καλύτερη δυνατή εξέλιξη, αν και οι επιδημιολόγοι με τις δηλώσεις τους εμφανίζονται επιφυλακτικοί. Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά πρέπει να γυρίσουν στο σχολείο τους, στις «φυσικές» τους τάξεις, στους συμμαθητές και στους δασκάλους τους. Διαφορετικά, αν για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά μαθητές και δάσκαλοι λειτουργήσουν κυρίως «ψηφιακά», θα αρχίσουμε να μιλάμε για σοβαρές επιπτώσεις στη νέα γενιά.
Ήταν, για αυτό, καθήκον της Πολιτείας η προετοιμασία για ασφαλές άνοιγμα των σχολείων. Μαζί με αυτό το βραχυπρόθεσμο καθήκον, η ευρύτερη εικόνα: η πανδημία, με όλες τις αρνητικές της συνέπειες, προσφέρει την ευκαιρία να αναδείξουμε χωρίς πειστικές αντιρρήσεις ότι η εκπαίδευση αποτελεί προτεραιότητα. Απαιτούνται γενναίες αποφάσεις για τη στήριξή της, με πρώτη και σημαντικότερη την αύξηση των δαπανών για τις υποδομές και την ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου.
Ήταν κάτι που η Αριστερά και τα πιο προοδευτικά τμήματα της κοινωνίας πάντα διεκδικούσαν, επειδή πίστευαν στο δημόσιο σχολείο, με τον μορφωτικό αλλά και τον κοινωνικό του ρόλο: η μαζικοποίηση ιδιαιτέρως των γυμνασίων και πανεπιστημίων τη δεκαετία του ‘70 και ‘80 λειτούργησε σαν «ασανσέρ», σαν μέσο υπέρβασης των κοινωνικών ανισοτήτων. Η Ελλάδα θα ήταν άλλη χωρίς αυτά σήμερα: μια αστική αριστοκρατία, χτισμένη γύρω από λίγες -και πάντα τις ίδιες- οικογένειες και τζάκια.
Σήμερα, όμως, το δημόσιο σχολείο χρειάζεται στήριξη οικονομική, στελεχιακή και παιδαγωγική. Η μακρά μνημονιακή λιτότητα άφησε βαθιά σημάδια. Το εκπαιδευτικό προσωπικό δεν ανανεώθηκε για μια δεκαετία. Οι μέθοδοι, τα εργαλεία και το περιεχόμενο δεν εξελίχθηκαν, η φρεσκάδα απουσίασε από τις τάξεις, οι υποδομές αφέθηκαν να παρακμάζουν. Χωρίς τα μνημόνια θα διαθέταμε, τώρα, πιο σύγχρονες σχολικές υποδομές, χωρίς ανήλιαγες και κακά αεριζόμενες αίθουσες (άρα ασφαλέστερους χώρους για μάθημα εν μέσω πανδημίας) και ένα μείγμα μόνιμων εκπαιδευτικών μικρότερης κατά μέσο όρο ηλικίας, με πλουσιότερη κατάρτιση καθώς θα υπήρχε η «άνεση» της διαρκούς μετεκπαίδευσης, θεμέλιος λίθος στις πιο προηγμένες εκπαιδευτικά χώρες.
Με τα σημερινά δεδομένα, το υπουργείο έπρεπε να προσπαθήσει περισσότερο κι όχι -όπως αποδεικνύεται- λιγότερο για το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων. Εδώ και τρεις βδομάδες η κ. Κεραμέως περιφέρει τον ίδιο μονόλογο από ΜΜΕ σε ΜΜΕ. «Τα σχολεία θα ανοίξουν με ασφάλεια, επειδή θα υπάρχουν… αντισηπτικά και οι μαθητές θα φορούν τις μάσκες – ασπίδες». Ασφαλώς αυτά, εφόσον τα προτείνουν οι ειδικοί, θα τα εφαρμόσουμε με ευλάβεια και χωρίς αστερίσκους. Τα άλλα όμως, τα κύρια; Οι αποστάσεις; Η μείωση της μαθητικής «πυκνότητας»;
Στις 23 Ιουλίου, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ καταθέσαμε στην αρμόδια Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων 10 ρεαλιστικές προτάσεις, τις οποίες το επόμενο διάστημα συνεχώς εμπλουτίζαμε. Δεν είναι ότι δεν υιοθετήθηκαν αλλά ότι δεν έγινε καν συζήτηση. Η υπουργός Παιδείας συγκάλεσε την Επιτροπή μόλις πριν λίγες μέρες – και εκεί για να επαναλάβει τον μονόλογό της.
Η κύρια προσπάθεια έπρεπε να εντοπίζεται στο σπάσιμο των τάξεων σε τμήματα ως 12, το πολύ 15 μαθητών. Αυτό υποδείκνυαν οι ειδικοί, μέλη ή μη μέλη (όπως ο Ηλίας Μόσιαλος) της αρμόδιας επιτροπής του υπουργείου Υγείας. Αυτό ακούγαμε σε όλες τις συνεντεύξεις Τύπου από τον κ. Τσιόδρα («αποστάσεις!») και αυτό εφαρμόζεται σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Στην Ιταλία, είδαμε ότι όλα τα διπλά θρανία παροπλίζονται για να αντικατασταθούν από μονά, στην Κύπρο τοποθετούνται προστατευτικά πλαίσια στα μονά και πάλι θρανία. Δεν ήξεραν όλοι αυτοί να κρατήσουν όπως ήταν τις τάξεις, αντί να μπαίνουν σε έξοδα και κόπο;
Ήταν ρεαλιστικό κάτι τέτοιο για την Ελλάδα; Φυσικά ναι, με αναζήτηση πρόσθετων αιθουσών πέραν των υπαρχουσών στα σχολεία, σε συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση (που θα ενέπλεκε τις τοπικές κοινωνίες στην κατανόηση του προβλήματος, σβήνοντας τις θεωρίες συνωμοσίας), πρόσληψη επιπλέον αναπληρωτών εκπαιδευτικών και άλλα μέτρα, όπως να προηγηθούν μέσα στο καλοκαίρι μικρές, ούτε κοστοβόρες, ούτε χρονοβόρες αλλά σίγουρα καίριες εργασίες στα σχολικά κτίρια. Το άνοιγμα π.χ. ενός παραθύρου σε μια τάξη με ανεπαρκή αερισμό, η βελτίωση των χώρων υγιεινής και άλλα συναφή.
Δυσκολίες, φυσικά, υπήρχαν. Όλοι αιφνιδιαστήκαμε από την πανδημία. Υπήρχαν όμως και όπλα. Τα κυριότερα, η συναίνεση της κοινωνίας και μια περίοδος χάριτος αρκετών μηνών. Τι έπραξε το υπουργείο; Στα σημαντικά, απολύτως τίποτα. Τώρα, με τη μετάθεση του ανοίγματος από τις 7 στις 14 Σεπτεμβρίου (ελάχιστης σημασίας καθαυτής) αντιλαμβανόμαστε ότι ούτε στα απλά και ανεπαρκή δεν διέθετε ετοιμότητα: Δεν είχαν εξασφαλίσει ότι το έκτακτο προσωπικό καθαριότητας θα βρίσκεται στη θέση του πριν τις 7 Σεπτεμβρίου, όπως επίσης ότι οι μαθητές θα έχουν παραλάβει αυτές τις δύο, έστω, πάνινες μάσκες. Γι’ αυτό και η αλλαγή της ημερομηνίας.
Παρόλα αυτά, είναι ασφαλώς καθήκον όλων των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, να στηρίξουν το άνοιγμα των σχολείων. Πρώτα τα σχολεία, στην κορυφή των προτεραιοτήτων μας, κατόπιν όλα τ’ άλλα. Εύχομαι η επαναλειτουργία τους να επιτευχθεί χωρίς οι φόβοι μας να επιβεβαιωθούν. Ουδείς εύχεται κάτι τέτοιο, ουδείς κυριολεκτικά· όπως ουδείς υπάρχει χωρίς ένα παιδί, ανίψι, εγγόνι, ένα τέκνο φιλικής οικογένειας στο σχολείο. Ευνόητο, βέβαια, ότι μαζί θα συνεχίσουμε να απαιτούμε και να διεκδικούμε από το υπουργείο να αρθεί, επιτέλους, στο ύψος των περιστάσεων. Να πράξει τα αυτονόητα.
ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ και διαβάστε το αφιέρωμα της Αμαρυσίας στην Εκπαίδευση.