Γράφει η Πέγκη Φαράντου
Διδάκτωρ ψυχολογίας Πανεπιστήμιου Αθηνών, συγγραφέας – ζωγράφος
Ο Νέστορας εδώ και πενήντα τέσσερα χρόνια ξυπνούσε λίγο πριν χαράξει. Κάθε χάραμα υποδεχόταν τη νέα μέρα με χαρά, ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο βρισκόταν και τον χρόνο. Ένα πολύ ευαίσθητο βιολογικό ρολόι και ένας τέλειος κιρκάδιος ρυθμός τον έκαναν να είναι εκεί πριν ξημερώσει.
Όπως κάθε μέρα έτσι και σήμερα, ξύπνησε πριν καλά καλά ξημερώσει. Έβγαλε την καρέκλα του στο μικρό μπαλκόνι, κάθισε και άναψε ένα στριφτό τσιγάρο.
Ήταν μια όμορφη μέρα, ο ήλιος του ζέσταινε το πρόσωπο και τού θύμιζε το καλοκαίρι. Στην Ελλάδα όλα θυμίζουν καλοκαίρι ακόμη και αν βρέχει ή χιονίζει… Παρά τα λίγα σύννεφα, που έρχονταν και έφευγαν με ένα ελαφρύ αεράκι, ο καιρός ήταν καλός. Η θάλασσα όμως κρατούσε ακόμη το κρύο του χειμώνα. Ο Νέστορας αγαπούσε πολύ τη θάλασσα, γι’ αυτό και βρισκόταν εκεί πολλές ώρες της ημέρας…
Σήμερα, πήρε τη μικρή κίτρινη βάρκα του και αφού έβαλε τα παλιά, ξύλινα κουπιά στο νερό, απομακρύνθηκε αργά από τη στεριά. Όσο απομακρυνόταν τόσο άλλαζαν όλα. Οι αποχρώσεις του μπλε εναλλάσσονταν. Στο βυθό ανάμεσα στα φύκια κολυμπούσαν μικρά και μεγάλα ψάρια. Μέδουσες, σχεδόν αόρατες, έπαιζαν στο φως. Ένα ζευγάρι κορμοράνων βουτούσε στο νερό. Το μικρό βαρκάκι ταξίδευε στο απέραντο μπλε του ουρανού και της θάλασσας. Ο ήλιος είχε ζεστάνει τόσο πολύ το πρόσωπό του, που αποφάσισε να βουτήξει στο νερό. Έβγαλε τα ρούχα του και βούτηξε. Κολυμπούσε στα βαθιά νερά και θαύμαζε τη ζωή στον βυθό. Όταν κουράστηκε, ανέβηκε ξανά στη μικρή ξύλινη βάρκα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Είχε φυλακίσει και σήμερα όλη την ομορφιά της ζωής στο μυαλό του και ήταν χαρούμενος.
Το τσιγάρο του είχε σβήσει. Έβαλε ξανά την καρέκλα μέσα στο σπίτι, πήρε το μπαστούνι του και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Έψαξε με τα δύο του χέρια το μικρό κουτί του καφέ και το κουτάλι, άναψε το μάτι της κουζίνας και έφτιαξε καφέ. Φόρεσε τα παπούτσια του και περίμενε τον φίλο του τον Αντώνη…
Κάθε Τετάρτη έβγαιναν με τον Αντώνη για περίπατο. Εδώ και κάποια χρόνια, ο Νέστορας δεν έβγαινε μόνος από το σπίτι, όχι επειδή δεν ήθελε…
Η πόλη είχε γίνει πολύ δύσκολη για εκείνον. Οι περισσότεροι φίλοι του, με πρόβλημα όρασης, είχαν σταματήσει να βγαίνουν από το σπίτι. Ο Νέστορας είχε επιλέξει τον δύσκολο δρόμο αλλά χρειαζόταν τη βοήθεια ενός φίλου για να τον διαβεί.
Οι περίπατοι αυτοί ήταν κάθε φορά μια μικρή περιπέτεια. Περιπέτεια όχι μόνο για εκείνον που περπατούσε με το λευκό μπαστούνι του αλλά και για τον Αντώνη. Μαζί προσπαθούσαν· να προχωρήσουν στα πεζοδρόμια, να ελιχθούν ανάμεσα στα αυτοκίνητα που είχαν παρκάρει σε αυτά, να αποφύγουν τα σπασμένα πλακάκια, τις πινακίδες των καταστημάτων, τις λακκούβες και άλλα εμπόδια. Σε αυτούς τους περιπάτους κάθε συζήτηση σταματούσε απότομα. Ο Αντώνης διαμαρτυρόταν και μονολογούσε. Έλεγε για τις απάνθρωπες πόλεις, τα ανθρώπινα δικαιώματα, για το πόσο καλύτερες θα ήταν οι συνθήκες αν κάθε άνθρωπος σκεφτόταν τον συνάνθρωπό του… Κάθε συζήτηση ανεξάρτητα με το πώς αυτή άρχιζε, κατέληγε στο ίδιο σημείο. Ο Αντώνης μέχρι να επιστρέψουν ήταν πάντα κουρασμένος και στεναχωρημένος.
Σήμερα δεν άντεξε και ρώτησε τον Νέστορα:
– Πώς αντέχεις και δεν εξοργίζεσαι; πώς αντέχεις και μια φόρα στα τόσα χρόνια δεν έχεις διαμαρτυρηθεί για κάτι από αυτά που ζούμε καθημερινά; πώς μπορείς να είσαι τόσο καλός και να τα βλέπεις πάντα όλα τόσο ήρεμα;
Εκείνος σταμάτησε, έβαλε τα δύο του χέρια πάνω στο λευκό μπαστούνι του και είπε:
– Αγαπημένε φίλε Αντώνη, τα ίδια άσχημα πράγματα ζούμε, αυτά τα άσχημα όμως δεν θέλω να τα έχω μέσα στη καρδιά μου, εκεί προσπαθώ να έχω μόνο αγάπη, γι’ αυτό παραμένω ήρεμος.
Ο Νέστορας είχε γεμίσει την καρδιά του με αγάπη και καλοσύνη· αυτό του έδινε δύναμη και παρηγοριά. Όσο δυνατός και αν είναι ο άνεμος και η βροχή, στην καρδιά του ανθρώπου που έχει αγάπη υπάρχει απάγκειο, προστασία και ασφάλεια.
Μπορεί από μικρό παιδί να είχε χάσει την όρασή του όμως έβλεπε με τα μάτια της ψυχής τα ομορφότερα πράγματα του κόσμου. Δεν τα έβλεπε μόνο, τα άγγιζε, τα μύριζε, ταξίδευε με αυτά και κάθε μέρα έλεγε «Δόξα τῷ Θεῷ».