Επιμέλεια: Λία Βαλάτα – Τσιάμα: Ιστορικός – Ερευνήτρια
Ήταν που λες μια φορά κι έναν καιρό ένας φτωχός φουστανελάς στη Μυτιλήνη που τον έλεγαν Θεόφιλο και του άρεσε να ζωγραφίζει… Τριγύριζε στα χωριά της Λέσβου και στο Πήλιο, στον Βόλο, απέναντι στη Μικρασία, στο Αϊδίνι -μέχρι τη Σμύρνη, λένε, έφτασε η χάρη του- και ζωγράφιζε στα μαγέρικα και στα φτωχά τα μαγαζιά τα έργα του στους τοίχους, για ένα πιάτο φαγάκι ζεστό, λίγο ψωμάκι, μια σταλίτσα λάδι να στυλώσει, για ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί να ξεχαστεί. Kι ο κόσμος τον κορόιδευε, τον χλεύαζε, όμως αυτός με το ζερβί του χέρι, ο αχμάκης, ο σαλός, μόνο να ζωγραφίζει ήθελε…
Είχε μεγάλο έρωτα για τους Ήρωες του ’21, ντυνόταν σαν κι αυτούς, δεν έβγαζε από πάνω του τη φουστανέλα και ζωγράφιζε στους τοίχους πάνω τον Αθανάση Διάκο, που τόσο αγαπούσε, για μια μπουκιά ψωμί, τον Μπότσαρη και τον Νικηταρά, για ένα πιάτο λαδερά, τον Ρήγα και τον Μπάυρον, τις μάχες, τις Σημαίες, τον Σταυρό, για μια γωνίτσα στο μαγέρικο να κοιμηθεί, μην ξεπαγιάσει…
Μέσα στα έργα του βλέπεις αυτό που είναι στην ουσία η Ελλάς· χώμα φτωχό, φορές-φορές κοκκινωπό, λάσπη και αίμα, πεύκα πράσινα με υπέροχη μυρωδιά καλοκαιριού, ελαιώνες που χρυσίζουν, θάλασσες βαθιά στο χρώμα το γαλάζιο του ουρανού, βουνά που κουρνιάζαν από πάντα οι θεοί, σώμα Χριστού και παπαρούνες κόκκινες βαμμένες απ’ το αίμα Του, γοργόνες, Μεγαλέξαντροι, αλλά κυρίως, πιο συχνά, ο έρωτάς του, οι Ήρωες οι ξακουστοί του 21…
Φαίνεται στα έργα του καθαρά πως ο Θεόφιλος δεν ήξερε την Ιστορία αυτού του τόπου, όπως τη λένε οι δάσκαλοι και τα βιβλία. Αυτός την ήξερε, όπως τη λέει ο τόπος και τα τραγούδια της Πατρίδας, κι όταν κάποιοι τον ρώτησαν, απάντησε πως η Ιστορία είναι άνεμος που την καταλαβαίνεις, όταν την ανασαίνεις. Αυτό απάντησε ο υπέροχος σαλός στα έκπληκτα αφτιά τους!
Αργότερα, ένας ωραίος με το όνομα Τεριάντ τον ανακάλυψε, τον ένοιωσε τον θησαυρό και έδειξε τα έργα του Θεόφιλου στα Λούβρα, στα Παρίσια… Όμως αυτός δεν πρόλαβε να το χαρεί. Παραμονή της 25ης του Μάρτη, παραμονή της μέρας του Ευαγγελισμού, παραμονή της Εθνικής Γιορτής, που τόσο αγαπούσε, το έφερε η μοίρα έτσι, να κλείσει τα ματάκια του για πάντα, στο φτωχικό γιατάκι του στη Μυτιλήνη, την ώρα που χτυπούσαν οι καμπάνες του Εσπερινού για να σημάνουν τη Γιορτή…
Κι είπαν εκείνοι που τον βρήκαν -κι είναι αληθινός ο λόγος τους- πως βρήκαν τον Θεόφιλο γερμένο πάνω στο μπαουλάκι του, που είχε μέσα τα χρώματα και τα πινέλα του και την ψυχή του κι ήταν επάνω του ζωγραφισμένα λουλούδια ανοιξιάτικα, Ήρωες του ’21 με μεγάλα έκπληκτα μάτια και η Γοργόνα, αυτή, του Μεγαλέξανδρου η αδελφή, που ψάχνει μάταια το αδελφάκι της στις θάλασσες.
Πέθανε λίγο πριν ξημερώσει η Εθνική Γιορτή για το ’21… Θαρρείς κι ο Διάκος του κι ο Κατσαντώνης του, με τα μακριά μαλλιά τ’ αγριεμένα, κι ο Θοδωράκης ο Κολοκοτρώνης του, θελήσανε τη μέρα της Γιορτής τους να του κλείσουνε τα μάτια τρυφερά και να τον πάρουνε μαζί τους, εκεί, στην άλλη την Πατρίδα την παντοτινή. Θαρρείς κι ανοίξανε τα χέρια τους για να τον αγκαλιάσουν, να του δώσουν την αγάπη που στερήθηκε απ’ τους ανθρώπους. Θαρρείς πως θέλησαν να φέρουν τον ζωγράφο της καρδιάς να κάτσει στο τραπέζι τους μαζί τους, να φάει και να πιει μαζί τους, όπως πάντα ονειρευόταν, να πάρει χρώμα, πινέλο και φωτιά να ζωγραφίσει τους χορούς και τα τραγούδια τους ‘κεί πάνω, να δει από κοντά για να τους ζωγραφίσει τους Αγγέλους που δίνουνε τον κρίνο στη Μάνα του Θεού. να ζωγραφίσει κι αυτούς τους ανώνυμους που δώσανε τη ζωή τους στην Πατρίδα, αλλά κανείς δεν τους θυμάται, να ζωγραφίσει τους Ήρωες του ’21, γνωστούς και άγνωστους, να λεν τις ιστορίες τους που έχουν να θυμούνται απ’ τους Αγώνες τους για την Ελευθερία, να κοιμηθεί γλυκά, ακουμπώντας στην καρδιά τους…