Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – Μεταμόρφωσης 23/03
Η Κυριακή είναι πάντα μια μέρα χαλάρωσης, ξεκούρασης και ενασχόλησης με πράγματα που γεμίζουν το πνεύμα και την ψυχή. Πόσο καλύτερα, λοιπόν, από το να συμπέσει με την πρώτη μέρα της Άνοιξης, που εκ των πραγμάτων δημιουργεί μια άλλη αισιοδοξία. Μια ελπίδα για κάτι καλό που έρχεται, όποιο κι αν είναι αυτό. Σε τέτοιες εποχές που ζούμε, κάθε αχτίδα αισιοδοξίας είναι ευπρόσδεκτη. Ακόμα περισσότερο, όταν η συγκεκριμένη ημέρα, εορτάζεται και ως η Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης. Μιας ημέρας που έχει την αφετηρία της στην Ελλάδα, όταν το 1997, ο ποιητής Μιχαήλ Μήτρας, τον οποίο είχα την τιμή να τον γνωρίσω στα πρώτα μου φοιτητικά χρόνια σε μια ποιητική βραδιά που διοργάνωσε το Πάντειο, έθεσε πρώτος την πρόταση της υιοθέτησης αυτής της ημέρας στην Εταιρεία Συγγραφέων.
Ήταν μια όμορφη Κυριακή. Το διαδίκτυο πλημμύρισε στίχους από αγαπημένους λογοτέχνες. Ελύτης, Αναγνωστάκης, Χριστιανόπουλος, Πολυδούρη, Καρυωτάκης ήταν εκείνοι που κυριάρχησαν, χωρίς να υστερήσουν άλλοι. Προσωπικά ανέτρεξα στους δικούς μου αγαπημένους λογοτέχνες. Καββαδία, Ανεστόπουλο, Μπουκόφσκι, Νερούδα. Ποιητές που έμαθα περισσότερο μέσα από μελοποιημένα έργα τους. Και αργότερα, στις απαρχές της «ωρίμανσης», αναζήτησα περισσότερο το έργο τους και δέθηκα μαζί τους πνευματικά και συναισθηματικά.
Τι κρίμα όμως. Μέσα στον πλούτο των όμορφων στίχων και εικόνων που για λίγο μας έκαναν να ξεφύγουμε από τη ζοφερή καθημερινότητα, αμελήσαμε – όλοι μας – πως ταυτόχρονα ήταν και δύο ακόμα, σημαντικότερες κατά την ταπεινή μου γνώμη, Παγκόσμιες Ημέρες. Αυτές κατά του Ρατσισμού και για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων. Και αυτό, φροντίσαμε να επιβεβαιώσουμε ότι ξεχάστηκε, όταν, παράλληλα με τα στιχάκια, το διαδικτυακό καφενείο δεν παρέλειψε να ανταλλάξει ύβρεις, κατάρες και απειλές κατά κάθε είδους διαφορετικότητας που μας χαλάει την αισθητική ή την όποια άνεσή μας.
Ανάμεσα στους μεγάλους έρωτες και τα ταξίδια σε φανταστικούς κόσμους, έπεσα σε δύο, κατ’ εμέ, συγκλονιστικές δημοσιοποιήσεις. Με βίντεό τους, τα παιδιά από το Κέντρο Φιλοξενίας Προσφύγων Ριτσώνας έστειλαν το δικό τους μήνυμα ότι δεν πρέπει να υπάρχει τίποτα που να μας χωρίζει και υπενθύμιζαν το αίτημά τους να τους δοθεί η δυνατότητα να πάνε σχολείο. Βασανισμένα παιδιά που θέλουν να πάνε σχολείο, αλλά… είναι ξένοι. Και σε κάποιες γειτονιές δεν τους θέλουν. Αδιανόητο.
Το δεύτερο ήταν η ανάρτηση του εξαιρετικού φωτορεπόρτερ Θοδωρή Νικολάου, με τον οποίο έχουμε δώσει άπειρες μάχες στο… πεζοδρόμιο. Άνθρωπος με βαθιά συναισθήματα, κυνηγημένος από εσωτερικούς «δαίμονες», αλλά πάντα νικητής. «Ας ελπίσουμε ότι κάποια στιγμή οι άνθρωποι με ψυχιατρική εμπειρία, θα μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς το Ψ στο μέτωπο. Αλλά με το Α. Της αξιοπρέπειας, της αλληλεγγύης και της ανθρωπιάς».
Και αυτά τα παραπάνω ήταν το ελάχιστο για να υπενθυμίσουν ότι ο αγώνας για μια καλύτερη κοινωνία δεν έχει σταματήσει. Την ίδια μέρα εκείνοι που ανέβαζαν στιχάκια έβριζαν χυδαία την «Αλβανίδα» του γνωστού τηλεριάλιτι, τον «ανάπηρο» ευρωβουλευτή που -ψήφισε λάθος είναι η αλήθεια- πουλήθηκε για το χρήμα της Ευρωβουλής, τους «ντιγκιντάγκες» που έχουν πλημμυρίσει τα Μέσα και τα έξω, την χωρισμένη που είναι επικίνδυνη για τους δικούς μας άνδρες, τους οικογενειάρχες και δεν συμμαζεύεται. «Είδαμε τι έκαναν και οι γυναίκες υπουργοί», είπε ο μισογύνης. «Τουρκόσποροι» οι πρόσφυγες, «απλυταριό» όσοι αγωνίζονται για κοινωνική δικαιοσύνη για τον συνδικαλιστή της ΕΛ.ΑΣ. Μίσος παντού. Από όπου κι αν κοιτάξεις, στάζει δηλητήριο.
Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα. Και όσο κι αν πασπαλίζουμε το μίσος μας με αγαπησιάρικα στιχάκια, δεν μπορούμε να το κρύψουμε κάτω από το χαλάκι. Το πρώτο συναίσθημα που δημιουργεί η ποίηση, είναι να βγάζει όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα από μέσα μας. Ας γίνει έτσι το πρώτο βήμα.