Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή για τα ήθη και έθιμα
Περπατώντας αργά-αργά στους στολισμένους δρόμους της Αθήνας, σταματούσα κάθε τόσο μπροστά στις φωτεινές βιτρίνες των καταστημάτων για να θαυμάσω από κοντά τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα που αναβόσβηναν ρυθμικά τα πολύχρωμα λαμπιόνια τους κάτι τον ξέφρενο παχουλό Άγιο-Βασίλη. Κι εκείνος γελαστός και ακούραστος, κουνούσε ζωηρά το ένα χέρι του χαιρετώντας τον κόσμο που περνούσε δίπλα του και στεκόταν λίγο για να βγάλει μια αναμνηστική φωτογραφία μαζί του. Πιο κάτω στεκόμουν μπροστά στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων για να θαυμάσω τους μεγάλους δίσκους που ήταν γεμάτοι με φουσκωτούς κουραμπιέδες και σχημάτιζαν- όπως ήταν προσεκτικά τοποθετημένοι ο ένας επάνω στον άλλον- μικρά χιονισμένα βουναλάκια. Δίπλα στους κουραμπιέδες, ήταν λουλουδάτες πιατέλες γεμάτες με καφετιά μελομακάρονα που παρατηρώντας τα, νόμιζες πως ανάσαιναν καθώς γυάλιζαν παράξενα στις αδύνατες ακτίνες του ήλιου, την ώρα που καλοφτιαγμένες δίπλες στάλαζαν μέσα σε στολισμένους δίσκους όλη τη γλύκα της διπλωμένης ομορφιάς τους.
Τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες, οι δίπλες, η βασιλόπιτα, και το χριστόψωμο, είναι τα παραδοσιακά γλυκά των εορτών. Σε πολλά σπιτικά ακούραστες οι νοικοκυρές-ευτυχώς ακόμα- τα φτιάχνουν στο σπίτι τους και με το άνοιγμα της πόρτας μοσχομυρίζει γύρω όλος ο τόπος. Κάποιοι άλλο τα αγοράζουν έτοιμα και δυστυχώς αρκετές οικογένειες μόνο θα τα μυριστούν καθώς θα περάσουν και θα κοντοσταθούν έξω από τον φούρνο της γειτονιάς. Λέμε ΜΕΛΟΜΑΚΑΡΟΝΑ και θαρρείς πως το στόμα στάζει μέλι, και ψάχνουμε να βρούμε ή να ετοιμάσουμε τα καλύτερα, δηλαδή εκείνα που εξωτερικά είναι τραγανά και εσωτερικά είναι αρκετά μελωμένα, μοσχοβολούν μπαχαρικά και είναι πασπαλισμένα με μπόλικο χοντροκομμένο καρύδι. Αν αναρωτηθούμε πώς και γιατί το μελομακάρονο καθιερώθηκε ως Χριστουγεννιάτικο γλυκό, θα βρούμε την απάντηση στο «μέλι» που από την αρχαιότητα το θεωρούσαν σύμβολο της ευζωίας και της δημιουργίας, δηλαδή, ό,τι επιθυμούμε να μας φέρει ο καινούργιος χρόνος. Ακόμα ψάχνοντας να βρούμε από πού πήραν το όνομά τους, διαβάζουμε ότι, τα μελομακάρονα δεν έχουν καμία σχέση με τα …Μακαρόνια, αν και η ετυμολογική ρίζα των δύο λέξεων είναι κοινή. Τα μελομακάρονα έχουν ετυμολογικά αρχαιοελληνική προέλευση όσο και αν το μυαλό μας πάει στο ιταλικό μακαρόνι.
Στα λεξικά αναφέρεται ότι η λέξη «μακαρόνι» παράγεται από την μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία» που επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό. Η μακαρωνία έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία» που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου στο σχήμα του σημερινού μελομακάρονου, το οποίο προσέφεραν μετά την κηδεία. Αργότερα, όταν η μακαρία περιλούστηκε με σιρόπι μελιού ονομάστηκε: μέλι+ μακαρία=μελομακάρονο και καθιερώθηκε ως γλύκισμα κυρίως από τους Μικρασιάτες Έλληνες και με το όνομα «φοινίκια». Οι Λατίνοι και αργότερα ως maccarone που τελικά κατέληξε να σημαίνει το σπαγγέτι. Ο ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΣ έχει κι αυτός τη δική του παράξενη ιστορία. Στη ρίζα του θα βρούμε στοιχεία Αζέρικα, Αραβικά, Τούρκικα και φυσικά Κουραμπιές στα Ελληνικά, που στην κυριολεξία σημαίνει Kuru=ξηρό, biye=μπισκότο. Μετά από ένα μακρύ ταξίδι σε πολλές χώρες και γλώσσες των δύο αυτών λέξεων, καταλήγουμε στη νέα μικτή Λατινοανατολίτικη λέξη Qurabiya / Kurabiye που ξαναγύρισε στη δύση και ελληνοποιημένη πλέον, μας έδωσε το Κουραμπιές με την έννοια του διπλοψημένου ξηρού μπισκότου που διανθίστηκε και με καρύδια, αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη, κλπ.
Ένα από τα παραδοσιακά γλυκά της χώρας μας με ελληνικές ρίζες είναι και οι ΔΙΠΛΕΣ, που τις συναντούμε σε διάφορες περιοχές με μικρές παραλλαγές. Θεωρείται το γλυκό των Χριστουγέννων, αν και προσφέρεται πολλές φορές και σε γάμους. Οι δίπλες συμβολίζουν τα σπάργανα του Χριστού μα, και το μέλι -όπως και στα μελομακάρονα- συμβολίζει την καλή ζωή, την επιτυχία και την ευτυχία που περιμένουμε να μας φέρει ο νέος χρόνος. Τέλος, στα γιορτινά τραπέζια θα βρούμε για να κόψουμε και να μοιράσουμε τη γνωστή μας ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ για την οποία υπάρχουν πολλές ιστορίες, μύθοι και παραδόσεις, από τις οποίες ξεχωρίζουμε την πιο γνωστή:
Σύμφωνα με την Θρησκευτική παράδοση, η βασιλόπιτα συνδέεται με τον Μέγα Βασίλειο, Επίσκοπο στην Καισαρεία της Καππαδοκίας. Όταν ο Έπαρχος της Καππαδοκίας επιχείρησε να λεηλατήσει την Καισάρεια, ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε από τους πλούσιους της πόλης να μαζέψουν όσα χρυσαφικά μπορούσαν για τη λεηλασία και την καταστροφή. Όμως ο Έπαρχος υποχώρησε στην απαίτησή του και τότε ο Μέγας Βασίλειος θέλοντας να επιστρέψει τα τιμαλφή στους δικαιούχους, αγνοώντας σε ποιον ανήκει τι, έδωσε εντολή να παρασκευαστούν μικροί άρτοι και μέσα στους άρτους τοποθέτησε από ένα νόμισμα και τα μοίρασε στους κατοίκους. Σήμερα αυτός που θα βρει στο κομμάτι της βασιλόπιτάς του το φλουρί, θεωρείται ότι θα είναι καλότυχος και ευλογημένος, και η χρονιά που ακολουθεί θα του φέρει ευημερία και χαρά! Σίγουρα δεν πρέπει να ξεχάσουμε το καλοφτιαγμένο και αφράτο ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ, που στολίζει τα Χριστούγεννα το γιορτινό τραπέζι. Αυτό είναι επτάζυμο ψωμί, που έχει στο κέντρο έναν ωραίο Σταυρό και γύρω-γύρω διάφορα άλλα στολίδια φτιαγμένα όλα από μαλακό ζυμάρι. Η θέση του στο τραπέζι μας, συμβολίζει την παρουσία και την ευλογία του Ιησού Χριστού στο σπίτι μας.
Αυτές τις γιορτινές ημέρες τα σκιρτήματα της χαράς που πλημμυρίζουν την ανθρώπινη καρδιά, πολύ συχνά και πολύ γρήγορα, μετουσιώνονται σε μελαγχολία και θλίψη στο αντίκρισμα του ανθρώπινου πόνου που λυγίζει το σώμα και την ψυχή του, όταν αυτός χρειαστεί να μπει στην παλαίστρα της ζωής σε μια άνιση και αταίριαστη μάχη με την αρρώστια, την αδυναμία, την απόρριψη, τη φτώχεια, την καταστροφή, το αδιέξοδο. Τότε είναι που ξεστρατίζει η λογική- όσο πειθαρχημένη και να είναι- και τη θέση της καταδυναστεύει ο φόβος και η απρόσκλητη αγωνία για το αύριο που έρχεται φορτωμένο με την βαριά και αναπάντητη ερώτηση: «Άραγε, αυτός ο Καινούργιος Χρόνος… Τι θα μας φέρει;».