Γράφει ο Γιώργος Ανδρουτσόπουλος: Δημοσιογράφος – Δημοσιολόγος
Μπορεί η Καλαμάτα να πολιορκήθηκε από τους άνδρες του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη τα χαράματα της 20ης Μαρτίου 1821, για να πέσει στα χέρια των Ελλήνων τρεις ημέρες μετά (23 Μαρτίου), ενώ μια ημέρα πριν (22 Μαρτίου) είχε πέσει το Κάστρο των Πατρών, όπως και μπορεί στις 26 με 29 Ιανουαρίου στη Βοστίτσα (Αίγιο) ο Ανδρέας Λόντος να συγκάλεσε συνέλευση για την ίδρυση της Εφορίας των Φιλικών του Μοριά, με σκοπό την οργανωτική προετοιμασία της Επανάστασης, ωστόσο, ούτε τα πρώτα ούτε τα ύστερα είναι εκείνα που σηματοδοτούν, επακριβώς, την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα.
Μάρτιος του 1821. Αναβρασμός σε όλη την Ελλάδα. Όλοι «μυρίζουν» τον «άνεμο του πολέμου» που τα πύρινα λόγια των Φιλικών έχουν προετοιμάσει. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας) έχουν επιστρέψει από τα Επτάνησα. Ο πρώτος για να οργανώσει ένοπλα σώματα, ο δεύτερος για να εμψυχώσει τους Έλληνες μετά την ατυχία στο Ιάσιο. Τα καρυοφύλλια έχουν καθαριστεί, τα σπαθιά έχουν ακονιστεί και όλοι περιμένουν τη στιγμή της πρώτης σπίθας…
Κι αυτή ήρθε στις 16 Μαρτίου στη θέση Χελωνοσπηλιά, πάνω στον δρόμο Καλαβρύτων – Τριπόλεως, κοντά στις πηγές του Λάδωνα, όπου ο παλιός κλεφοκαπετάνιος, έμπειρος πολεμιστής και καλός γνώστης της μορφολογίας του εδάφους της περιοχής, μυημένος από τον γερο-Ασημάκη Ζαίμη στη Φιλική Εταιρεία, Γιάννης Χονδρογιάννης, από του Μάζι, ένα χωριό καρφωμένο στα 1.300 μέτρα μιας πλαγιάς του Χελμού, πήρε την ιστορική απόφαση να «χτυπήσει» με τους άνδρες του τους Τούρκους. Κι έτσι έβαλε τέλος στο αδιέξοδο!
Είχε πάρει, όμως, την άδεια; Την είχε πάρει την προηγούμενη, 15 Μαρτίου, στο χωριό Κερπινή από τον Ασημάκη Ζαΐμη και τον ομοτράπεζό του Ασημάκη Φωτήλα, οι οποίοι του έδωσαν την συγκατάθεση να κάνει πράξη την πρότασή του: «Αύριο φεύγει από τα Καλάβρυτα για την Τρίπολη ο εισπράκτορας Σεϊδής Λαλιώτης με χρήματα του Δημοσίου και αν είναι με τη γνώμη σας είμαστε έτοιμοι να τον χτυπήσουμε και να σας φέρουμε τα χρήματα που ανήκουν στο γένος».
Κι αυτό έκανε. Έστησε ενέδρα στη Χελωνοσπηλιά στον Σεϊδή Λαλιώτη και τον βοηθό του Νίκο Ταμπακόπουλο, τους οποίους συνόδευαν δέκα με δεκαπέντε ένοπλοι και στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκε ένας Τούρκος, ονόματι Ιουσούφ, οι δε υπόλοιποι παράτησαν τα ζώα και τα υπάρχοντά τους και έτρεξαν να σωθούν στο κοντινό χωριό Λυκούρια. Την ίδια ημέρα και μετά τα γεγονότα της Χελωνοσπηλιάς, άλλος καπετάνιος από του Μάζι, ο Σωτήριος Παππαδαίος, έστησε με τους άνδρες του ενέδρα στην περιοχή Φροξυλιά, πάνω στον δρόμο Καλαβρύτων – Τριπόλεως, σκοτώνοντας τον Αράπη του βοεβόδα Καλαβρύτων, Αρναούτογλου, που πήγαινε στο χωριό Δάρα για να ετοιμάσει την υποδοχή του.
Αλλά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, 16 Μαρτίου, ο Χονδρογιάννης, αφού έστειλε τα «λάφυρα» στην Αγία Λαύρα, όπου βρισκόντουσαν οι πρόκριτοι, συναντήθηκε με τον Παππαδαίο στη Φροξυλιά, όπου την επομένη, 17 Μαρτίου, έστησαν ενέδρα στον βοεβόδα και την ακολουθία του και στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκε ο καφετζής του Αρναούτογλου. Ενωμένα, λοιπόν, αυτά τα δύο ένοπλα σώματα, ο αριθμός των οποίων έφτασε «υπέρ τους 150», την επόμενη ημέρα, 18 Μαρτίου, προχωρώντας προς τα Καλάβρυτα έστησαν ενέδρα στο γιοφύρι του Αμπήμπαγα σε έξι Τούρκους, που πήγαιναν από την Πάτρα στην Τρίπολη και τους συνέλαβαν, στέλνοντάς τους στο Ναύπλιο.
Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι στις 19 Μαρτίου, όλα τα χωριά της Κλειτορίας είχαν ξεσηκωθεί και, ουσιαστικά, η περιοχή αυτή ήταν η πρώτη ελεύθερη περιοχή της Ελλάδας, ενώ οι Χονδρογιάννης και Παππαδαίος, με τους άνδρες τους, τράβηξαν για τον επόμενο στόχο τους: Τα Καλάβρυτα. Εκεί, στις 21 Μαρτίου, πολιόρκησαν τους πύργους της, αφού πρώτα στη Μονή της Αγίας Λαύρας ύψωσαν το λάβαρο της λευτεριάς, και όσοι Τούρκοι επέζησαν της επίθεσης συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, αφήνοντας την πόλη στα χέρια των Ελλήνων και κάνοντας τα Καλάβρυτα την πρώτη ελεύθερη πόλη της Ελλάδας.
Την αποκοτιά του να χτυπήσει πρώτος τους Τούρκους στη Χελωνοσπηλιά δεν του τη συγχώρεσαν οι μπέηδες του Αγώνα. Δεν μπορούσαν να δεχτούν στον ταπεινό Χονδρογιάννη την πρωτιά, καθώς για τους σκοπούς τους δεν συνέφερε η… δεύτερη θέση, όπως και δυο αιώνες, για λόγους καθαρά σκοπιμότητας, δεν συμφέρει ακόμα ορισμένους. Έτσι, για την τόλμη και τη λεβεντιά τους, την ανιδιοτελή αγάπη τους και το πάθος τους για τη λευτεριά της Πατρίδας, την πλήρωσαν ακριβά οι Χονδρογιανναίοι. Δικάστηκαν και καταδικάστηκαν από το επίσημο κράτος, το 1825, ως… προδότες! Ήταν η χρονιά των μεγάλων διώξεων των αγωνιστών του ΄21. Τότε που δολοφόνησαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, εξόρισαν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Νικήτα Σταματελόπουλο (Νικηταρά) και κινδύνευσε ο Αγώνας τους να πάει χαμένος.
Και ο Γιάννης Χονδρογιάννης, γέρος κι αποκαμωμένος αυτός ο αγέρωχος «αετός του Χελμού», βαριά πληγωμένος από το χέρι της Δικαιοσύνης, πέθανε από τις κακουχίες και τη στενοχώρια του στις φυλακές του Ναυπλίου, ενώ και τα πέντε του παιδιά, ο Ηλίας, ο Αναστάσιος, ο Ανδρούτσος, ο Γεώργιος και ο Σωτήριος, που κυνηγημένα κατέφυγαν στα βουνά, έπειτα από μεγάλες περιπέτειες συνελήφθησαν και τα καρατομήθηκαν στο Ναύπλιο.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα γεγονότα αυτά έχουν καταγραφεί στα βιβλία του αγωνιστή Θεόδωρου Ρηγόπουλου «Απομνημονεύματα από των αρχών της επαναστάσεως μέχρι το έτος 1883», του Φωτάκου (Φώτιου Χρυσανθόπουλου) «Βίοι Πελοποννησίων ανδρών», του Κανέλλου Δεληγιάννη «Απομνημονεύματα αγωνιστών του 1821», του Δημητρίου Πανόπουλου «Οι Μαζαίοι αγωνιστές του 1821», του Ιωάννη Φιλήμονα «Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής Επαναστάσεως», του Αμβρόσιου Φραντζή «Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος» κ.ά., καθώς και σε τρία επίσημα έγγραφα, στα οποία επισημαίνεται ότι ο Γιάννης Χονδρογιάννης «… ήτον ο πρώτος όστις έριψεν όπλον κατά των εχθρών…».