Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης: Επίτιμος σχολικός σύμβουλος φιλόλογων
Mε λαμπρότητα το πανελλήνιο ετοιμάζεται να εορτάσει την επέτειο της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Οι Αθηναίοι τότε είχαν ακούσει την Πυθία στους Δελφούς να τους χρησμοδοτεί στα τέλη του Μαΐου του 480 π.Χ. πως την Αθήνα θα σώσουν τα ξύλινα τείχη δηλαδή τα πλοία της.
Και ο βασιλιάς της Περσίας, Ξέρξης (=στα περσικά σημαίνει πολεμιστής) προχωρούσε ακάθεκτος με μυριάδες στρατού -είχε στρατολογήσει πολίτες από όλη την Ασία.
Ο Ηρόδοτος, ο πατέρας της Ιστορίας (pater historiae) διερωτάται:
– Γιατί και ποιο λαό δεν οδήγησε ο Ξέρξης από την Ασία εναντίον της Ελλάδος; Και ποιο πόσιμο νερό δε στέρεψε εκτός από εκείνο των μεγάλων ποταμών;
Και οι Αθηναίοι ετοιμάζονταν πυρετωδώς να κατασκευάσουν τριήρεις για να τον αντιμετωπίσουν και οι κάτοικοι της Αττικής όλοι είχαν φύγει για τα νησιά.
Και ο Ξέρξης έφτασε σε μιαν Αττική που φλεγόταν από άκρη σε άκρη και έκαψε χωρίς να σεβαστεί ακόμη και την Ακρόπολη. Το καλοκαίρι σχεδόν τελείωνε στις 28 ή 29 Σεπτέμβρη, όταν έφτασε στο στενό ανάμεσα στη Σαλαμίνα και την Αττική. Εγκαταστάθηκε σε μια πλαγιά του Αιγάλεω. Εκεί έστησε το χρυσό θρόνο του με θέα τον κόλπο της Σαλαμίνας, διέταξε το στρατό του να τον φρουρούν και κάλεσε τους ναυάρχους του σε σύσκεψη. Υπήρξαν διαφωνίες. Τελικά δέχτηκαν η ναυμαχία να γίνει στο στενό και αυτός -ο πολεμιστής- κάθησε στο χρυσό θρόνο του να παρακολουθήσει. Δεν είχε διδαχτεί ο ρηχός νους του από τον Δημάρατο ότι οι Έλληνες δεν πολεμούν για το «χρυσίον» αλλά για την αρετή.
Και η ιστορική ναυμαχία διαδραματίστηκε. Η ιστορία την κατέγραψε σαν μία από τις φονικότερες μάχες, γιατί αυτή οδήγησε τους Πέρσες να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους να κατακτήσουν ελληνικά εδάφη και από αυτά να ξεκινήσουν χίλιες διακόσιες επτά τριήρεις ν’ αντιμετωπίσουν τριακόσιες ογδόντα, ελληνικές, με τα πληρώματά τους, που εξαπέλυαν βέλη σαν βροχή, όπως περιγράφει ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Πέρσες»˙ τότε ακούστηκε ο ύμνος της θυσίας «Ίτε παῖδες Ελλήνων», υπόκωφη κραυγή, υπέρτατη εντολή της πατρίδας.
Το αποτέλεσμα ήταν να φανεί η υπεροχή των ελληνικών πληρωμάτων και η επιδέξια στρατηγική του Θεμιστοκλή, που δημιούργησαν σύγχυση και αταξία στους Ανατολίτες. Και ο «πολεμιστής» Ξέρξης, καθισμένος πάντα στο χρυσό θρόνο του, παρακολούθησε κάθε κίνηση των πλοίων του και δε βρήκε κανένα λόγο επαίνου παρά μόνο την Αρτεμισία, την Ελληνίδα βασίλισσα της Αλικαρνασού, που είχε μηδίσει (=δέχτηκε να ακολουθήσει τους Πέρσες) επαίνεσε και την οποία οι Αθηναίοι είχαν επικηρύξει αντί δέκα χιλιάδων δραχμών σε όποιον την συνελάμβανε.
Ο Ξέρξης σηκώθηκε από το χρυσό του θρόνο απογοητευμένος πολύ, άφησε το Μαρδόνιο το γαμπρό του στην Ελλάδα και έφυγε πάραυτα για τα Σούσα, την πρωτεύουσα του αχανούς κράτους του, που από την Ινδία μέχρι τη Βαλκανική είχαν κατακτήσει ο Κύρος ο μεγάλος και ο Δαρείος (=πατέρας του πλούτου).
Η στρατηγική νίκη κατά των Περσών ήταν καταλυτική και το στρατηγικό δαιμόνιο του Θεμιστοκλή ανύψωσε τους Αθηναίους, ώστε να θεμελιώσουν σε νέες βάσεις τη ζωή τους και να ενισχύσουν γερά το οικοδόμημα της δημοκρατίας, του νέου πολιτεύματός της, που θα τους λαμπρύνει το μέλλον τους και θα αποτελέσει πρότυπο πολύτιμο πολιτεύματος και θα γίνει διδάσκαλος σε άλλους λαούς.
Και όμως μετά από 2500 χρόνια ο ελληνικός χώρος θα βουλιάξει πάλι με ένα νέο είδος -αναζήτησης διαμονής και εργασίας- τη μετανάστευση. Αιτία η βελτίωση της ζωής του Ανατολίτη και αφορμή ο πόλεμος. Όμως τι φταίει σ’ αυτό ο Έλληνας; Οι άνθρωποι της Ανατολής αναζητούν την Ευρώπη, θέλουν τον πολιτισμό, θέλουν βελτίωση ζωής, θέλουν εργασία, θέλουν νομική κάλυψη στις ανάγκες της ζωής, θέλουν προστασία και ανθρώπινο πολίτευμα διαβίωσης; Αυτά διορθώνονται με προσωπικούς αγώνες. Και οι χώρες της Ανατολής έχουν τις προϋποθέσεις. Νερά πολλά και γόνιμες εκτάσεις υπάρχουν. Βουνά που διαθέτουν πολύτιμα αγαθά, ιδιαίτερα ευγενή μέταλλα, λίθους, πετρέλαιο, αέριο κ.λπ. Εμείς εδώ προπηλακιζόμαστε από το νέο σουλτάνο της Ανατολής αλλά και δεχόμαστε τις απειλές που μας στέλνει μαζί με πεσκέσια τις εκατοντάδες των προσφύγων μεταναστών˙ πώς μπορούμε να τους βοηθήσουμε; Αλλά και η Ευρώπη πώς θα τους απορροφήσει; Εμείς στην χώρα μας τι δυνατότητες έχουμε; Καμιά! Και ψαχνόμαστε!
Καταφτάνουν ως τις ακτές μας, βουλιάζουν τα νησιά μας, βουλιάζει η νεότητα της Ανατολής στα νερά της Μεσογείου. Η πατρίδα τους στενάζει για το χαμό τους. Και εμείς αναλογιζόμαστε αυτά που έχουμε περάσει, αλλά τι άλλο μπορούμε να κάνουμε!
Η χώρα μας περνάει δύσκολους καιρούς. Ιδιαίτερα η τελευταία δεκαετία υπήρξε φοβερή. Ο συνωστισμός στα χωράφια, οι άθλιες συνθήκες με τις σκηνές κάτω από τα δέντρα, η καταστροφή της συγκομιδής των καρπών, η αύξηση της ανέχειας και των εγκληματικών συρράξεων διαταράσσουν τη γαλήνη της διαβίωσης, θυμίζουν τώρα περισσότερο από κάθε άλλη εποχή την καταστροφή του τουρκικού στόλου από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις στην Ναύπακτο το 1751, που και τότε ζητούσαν καταλήψεις εδαφών οι Ανατολίτες αλλά και η διατάραξη της ησυχίας της Ευρώπης με τον σουλτάνο Βαγιαζίτ το Β’, όταν ξεσήκωσε χιλιάδες Ασιατών, μεταφέροντάς τους στην Ευρώπη τότε, για να τους εγκαταστήσει στη Βοσνία, Μαυροβούνιο, Κόσοβο, Αυστροουγγαρία κλπ, πράγμα που πρώτος αντιλήφθηκε ο Πάπας Αλέξανδρος Α’ και αντέδρασε, κλείνοντας τις βαριές πύλες των τειχών των κρατών.
Αλλά και η βασίλισσα της Ισπανίας στην Αραγονία, Ισαβέλλα, έδιωξε από τα εδάφη της το 1492 τους μουσουλμάνους Άραβες που είχαν κρυφή πρόσβαση το Γιβραλτάρ και εγκαταστάθηκαν σε μεγάλο τμήμα της χώρας της και το κατείχαν οι χαλίφες διαδοχικά από πέντε έως οκτώ αιώνες. Και λέει το παρασκήνιο της Ιστορίας μία φαιδρότητα, δηλαδή ότι είπε στο Φερδινάνδο της Καστίλιας ότι δεν θα άλλαζε την ενδυμασία της, αν δεν έφευγαν οι μουσουλμάνοι Άραβες.
Και εμείς τώρα εδώ, υψώνουμε τα χέρια μας, κρούομε τις παλάμες μας, ζητώντας το έλεος της Ευρώπης, γιατί από την απελευθέρωσή μας (1821) μέχρι σήμερα, επαιτούμε με το δίσκο της πενίας μας απ’ αυτήν, την ποθητή ανεξαρτησία μας.