Γράφει ο Χρήστος Φωτιάδης
Mε αφορμή αναλυτικό κείμενο του Γ. Ανδρουτσόπουλου στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ της 3-8-2019, με τίτλο «Η Διάσκεψη της Γενεύης κι ο ρόλος των Σοβιετικών», αφού σταθώ στον υπέρτιτλο «Βλέποντας τα πράγματα με άλλο μάτι», θα ήθελα να εξετάσω την προέλευση αυτής της «άλλης ματιάς».
Η ευρύτατα αποδεκτή άποψη στην ίδια την πολύπαθη Κύπρο, αλλά και στην Ελλάδα είναι πράγματι γνωστή εδώ και 45 χρόνια: η ελληνική χούντα έκανε πραξικόπημα με στόχο την ανατροπή και τη δολοφονία του Μακάριου, δίνοντας στην Τουρκία την καλύτερη αφορμή για την εισβολή και την κατοχή της μισής Κύπρου έως και σήμερα. Η ανάμειξη των ΗΠΑ και δευτερευόντως της Βρετανίας είναι εξίσου γνωστή, προκάλεσε μάλιστα την προσωρινή αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, αφενός ως επίδειξη της δυσφορίας της πρώτης μεταχουντικής ελληνικής κυβέρνησης και αφετέρου ως ανάχωμα της έντονης λαϊκής αντίδρασης στα σχέδια των ιμπεριαλιστών, να καταστρέψουν την ανεξαρτησία της Κύπρου και να την εντάξουν στα σχέδιά τους. Παρεμπιπτόντως, τα σχέδια αυτά έχουν πλέον ολοκληρωθεί πλήρως, με την Κύπρο να αποτελεί τμήμα των αμερικανικών στρατηγικών στην περιοχή!
Συστηματική αναθεώρηση!
Κατ’ αρχήν οφείλω να διευκρινίσω ότι το εξεταζόμενο κείμενο στηρίζεται αποκλειστικά στην παραφιλολογία που απελευθέρωσε η έκδοση ενός βιβλίου στην Κύπρο, συγκεκριμένα του δημοσιογράφου Μακάριου Δρουσιώτη, με τίτλο «Η εισβολή και οι μεγάλες δυνάμεις: Η realpolitik των ΗΠΑ και το διπλό παιχνίδι της ΕΣΣΔ». Ο Δρουσιώτης, γνωστός για παλιότερα βιβλία που αποδείκνυαν την καθοριστική αμερικανική εμπλοκή στην Κυπριακή τραγωδία, ανέκρουσε πρύμνα εδώ και αρκετά χρόνια, δια της γνωστής οδού του «αντιεθνικιστικού κοσμοπολιτισμού», και το έριξε στο επικερδές σπορ του αντικομμουνισμού. Το βιβλίο του, όπου επιχειρείται ταυτόχρονα η αθώωση των ΗΠΑ και η ενοχοποίηση της ΕΣΣΔ στον μέγιστο εφικτό βαθμό, για την εισβολή και τη διχοτόμηση της Κύπρου, είχε προκαλέσει θύελλα ενθουσιασμού στους περί το ΔΗΣΥ «διανοούμενους», μιας και κυκλοφόρησε, όλως τυχαίως, σε μια πολύ καλή συγκυρία για την περιπόθητη για τους ίδιους ένταξη της Κύπρου στα ιμπεριαλιστικά σχέδια!
Πρόκειται για μια «αναθεωρητική» προσπάθεια ξαναγραψίματος της Ιστορίας, που γνωρίζουμε πολύ καλά στην Ελλάδα, από τις ανάλογες σκληρές προσπάθειες της ομάδας «ακαδημαϊκών», με κύριο εκπρόσωπο τον Στάθη Καλύβα, για τα Δεκεμβριανά, τον Εμφύλιο και το μετεμφυλιακό κράτος των εκτελέσεων, των φυλακίσεων και των πολιτών Β’ κατηγορίας!
Επομένως, δεν τίθεται θέμα «αντίκρουσης» του συγκεκριμένου άρθρου ειδικότερα, αφού αυτό αποτελεί απλή και πιστή αναπαραγωγή της σχετικής προσέγγισης, από ελληνικά και κυπριακά μέσα. Αντ’ αυτού, θα δώσουμε τον λόγο στην ίδια την «κατηγορούμενη» ρωσική πλευρά, δημοσιεύοντας τμήμα του αναλυτικού σχολιασμού του βιβλίου του Δρουσιώτη και κυρίως των απόψεων που αυτό προβάλει. Η «νότα» της Ρωσικής Πρεσβείας στη Λευκωσία δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 2014, αμέσως μετά την έκδοση του βιβλίου. Προκαλεί μεγάλη εντύπωση η μεγάλη έκταση και ο οργισμένος τόνος της ρωσικής απάντησης, ελάχιστα συνηθισμένος, για όσους γνωρίζουν! Εξηγείται, όμως, με βάση τις ανιστόρητες προσπάθειες ανασκευής των πραγματικών γεγονότων.
Η επίσημη θέση της Ρωσικής Ομοσπονδίας
Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί συνέχεια των έμμονων προσπαθειών του κ. Μ. Δρουσιώτη να ξαναγράψει ιστορίες των πάντων που έχουν σχέση με το Κυπριακό. Αυτή τη φορά ψάχνει για «ιστορικά λάθη» εντός της τραγικής για την Κύπρο περιόδου του 1974 και των μετέπειτα ετών. Το ψάξιμό του τον οδηγεί σε μια σειρά παράλογα και αναπόδεικτα «συμπεράσματα»: «η προβολή του πραξικοπήματος -και όχι της εισβολής- ως επιχείρησης του ΝΑΤΟ ήταν επινόηση της σοβιετικής προπαγάνδας», «η θεωρία της νατοϊκής συνωμοσίας είναι απόρροια της σοβιετικής προπαγάνδας», η ΕΣΣΔ έκανε «διπλό παιχνίδι» (υπότιτλος του βιβλίου), «εξώθησε την τουρκική εισβολή», «επιδίωκε τη διαιώνιση του προβλήματος», «εμπέδωσε την αντίληψη στους Ελληνοκυπρίους, ανεξαρτήτως ιδεολογικής απόχρωσης, ότι αποτελεί ένα σταθερό και ειλικρινή φίλο της Κυπριακής Δημοκρατίας… που παραμένει ακλόνητη μέχρι τις μέρες μας» κ.ο.κ.
Πιστεύουμε ότι το πραξικόπημα και η εισβολή αποτέλεσαν δύο πράξεις της τραγωδίας της Κύπρου που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και ότι το πραξικόπημα χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή για την εισβολή. Ενώ ο ισχυρισμός ότι η Μόσχα δήθεν επέβαλε για πολλές δεκαετίες την αντίληψή της στους Ελληνοκυπρίους, προκαλεί αμφιβολία για την ικανότητα του συγγραφέα να σκέφτεται ρεαλιστικά. Κρίμα που δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι στη βάση των φιλικών αισθημάτων των Κυπρίων προς τη χώρα μας δεν βρίσκονται οι παραμυθένιες ιδεολογικές δυνατότητες της πρώην ΕΣΣΔ, αλλά η προσηλωμένη στις αρχές θέση της Μόσχας για το Κυπριακό, που πάντα ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το πώς «αποδεικνύει» τις «ανακαλύψεις» του ο συγγραφέας δείχνει ότι δεν είναι ιστορικός, αλλά ερευνητής – ερασιτέχνης «με πείρα», που δεν γνωρίζει την επιστημονική μεθοδολογία των ιστορικών μελετών και τις αρχές ιστορισμού και αμεροληψίας, δεν ξέρει να αναλύει και να αξιολογεί τα γεγονότα. Παρουσιάζει τα επινοημένα «συμπεράσματά» του ως δεδομένα, αλλά δεν είναι σε θέση να τα τεκμηριώσει. Αν και καταβάλλει προσπάθειες -κατά το πλείστον άκαρπες- μόνο για να προσαρμόσει σε αυτά τις «αποδείξεις», που δεν πείθουν και σε αρκετές περιπτώσεις επιβεβαιώνουν ακριβώς το αντίθετο. Ως αποτέλεσμα, τα «συμπεράσματά» του έρχονται σε ολοφάνερη αντίθεση με την πραγματικότητα.
Έτσι, τη θέση του ότι «την πιο ουσιαστική υποστήριξη στην Τουρκία την είχε δώσει η Σοβιετική Ένωση» (σ. 102) ο συγγραφέας στηρίζει στο γεγονός ότι ο πρέσβης της Τουρκίας στη Μόσχα μετά τη συνάντηση που είχε στις 20 Ιουλίου 1974 με τον τότε ΥπΕξ της ΕΣΣΔ Α. Γκρομίκο, εκτίμησε πως ο Σοβιετικός υπουργός «δέχθηκε την αιτιολόγηση της τουρκικής επέμβασης στην Κύπρο με κατανόηση» (σ. 102). Χαρακτηριστική απεικόνιση της «λογικής» του συγγραφέα αποτελεί η φράση: «η Μόσχα τοποθετήθηκε απερίφραστα υπέρ της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο» (σ. 104) και δεν βλέπει ότι οι ισχυρισμοί του αντιβαίνουν στις «ανησυχίες» που ο Α. Γκρομίκο «εξέφρασε… σε τρία σημεία»: «σενάριο διχοτόμησης», «ζήτημα… απόσυρσης των τουρκικών δυνάμεων από την Κύπρο» και θέμα της «τουρκικής δέσμευσης για την αποκατάσταση της «νόμιμης κυβέρνησης» της Κύπρου» (σ. 102-103)!
Ο ρόλος της Σοβιετικής Ένωσης αποτελεί ένα από τα βασικά αντικείμενα που το βιβλίο επιχειρεί να ανασκευάσει. Όμως ο συγγραφέας στηρίζεται «κατά κύριο λόγο σε πρωτογενείς πηγές πληροφοριών που άντλησε από τα εθνικά αρχεία των ΗΠΑ και της Βρετανίας», γιατί δεν είχε πρόσβαση στα αρχεία της Σοβιετικής Ένωσης «λόγω γλώσσας» (σ. 11). Σημειώνουμε ότι η μη χρησιμοποίηση, «λόγω γλώσσας», των γνήσιων σοβιετικών εγγράφων στάθηκε ένας από τους παράγοντες που προσδιόρισαν τον μονόπλευρο χαρακτήρα του βιβλίου.
Παράλληλα διερωτόμαστε για ποιον λόγο ο συγγραφέας παραγνωρίζει π.χ. τα σχετικά πορίσματα της Βουλής των Ελλήνων και της Βουλής των Αντιπροσώπων; Απαντάμε: επειδή δεν εξυπηρετούν τον «ανατρεπτικό» του στόχο.
Παρά τις «ανατρεπτικές» προσπάθειες του συγγραφέα, παραμένει γεγονός ότι η νατοϊκή συνωμοσία κατά της Κύπρου έλαβε χώρα. Ο Σοβιετικός πρέσβης στη Λευκωσία, ήδη τον Δεκέμβριο του 1971, πρώτος προειδοποίησε τον Πρόεδρο Μακάριο ότι το ΝΑΤΟ αποφάσισε να δοθεί λύση στο Κυπριακό το γρηγορότερο δυνατόν και αυτή να είναι προς το συμφέρον της συμμαχίας, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο της ανατροπής του ίδιου του Μακαρίου. Το γεγονός ότι η απόφαση του ΝΑΤΟ ήταν γνωστή στη σοβιετική πλευρά καθιστά αμφίβολο τον ισχυρισμό του συγγραφέα ότι «οι εξελίξεις» που είχαν σχέση με το πραξικόπημα «έχουν αιφνιδιάσει» τον Χ. Κίσινγκερ, τον «πανίσχυρο» υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ (σ. 47), της χώρας που ηγείται του ΝΑΤΟ. Ενώ το έγγραφο του ΓΓ του ΝΑΤΟ Γ. Λουνς ημερομηνίας 12/7/1974, με το οποίο ο τελευταίος συμμερίζεται την απόφαση του ΥΦΥΠΕΞ των ΗΠΑ Τζ. Σίσκο για υποστήριξη των τουρκικών στρατευμάτων κατά την απόβασή τους κατά τη βίαιη ανατροπή του Μακαρίου αποδεικνύει αδιάψευστα ότι το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ και η Βρετανία όχι απλώς γνώριζαν εκ των προτέρων για το πραξικόπημα, αλλά και είχαν εγκρίνει την τουρκική εισβολή. Το επιβεβαιώνουν και άλλα έγγραφα, π.χ. το από την 15/7/1974 τηλεγράφημα του Αμερικανού πρέσβη στη Λευκωσία προς τον Χ. Κίσινγκερ.
Ο συγγραφέας, που χωρίς δισταγμούς κατηγορεί την ΕΣΣΔ για το δήθεν «διπλό παιχνίδι» της, όταν αναφέρεται στη σχέση των ΗΠΑ με το πραξικοπηματικό καθεστώς της Κύπρου γίνεται διστακτικός και ντρέπεται να πει «τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη». Παρά τη δική του παραδοχή ότι αυτή η σχέση «ερμηνεύθηκε από τον αμερικανικό Τύπο ως έμμεση στήριξη στο καθεστώς Σαμψών» (σ. 59), προσποιείται πως δεν βλέπει ότι η άρνηση των ΗΠΑ να καταδικάσουν το καθεστώς του Σαμψών και να συμβάλουν στην επιστροφή του Μακαρίου αποδεικνύει ότι «διπλό παιχνίδι» δεν έκανε η Μόσχα, αλλά η Ουάσινγκτον!
Το βιβλίο προκαλεί έντονες αρνητικές αντιδράσεις διότι αποτελεί μιαν αδέξια και ατελέσφορη προσπάθεια παραχάραξης της Ιστορίας. Δεν είναι σοβαρή επιστημονική μελέτη, αλλά -στην καλύτερη των περιπτώσεων- μια ογκώδης αλλά αναξιόπιστη δημοσιογραφική υπόθεση.
Πιστεύουμε ότι αυτό που ξεχωρίζει μέσα από το βιβλίο είναι μόνον το θράσος (όχι η τόλμη, όχι το θάρρος, αλλά ακριβώς το θράσος), με το οποίο ο συγγραφέας ανέλαβε να επιχειρήσει «να ανασκευάσει την επικρατούσα άποψη για το πραξικόπημα και την εισβολή όσον αφορά στον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων» (σ. 10), χωρίς να διαθέτει έστω και στοιχειώδεις απαραίτητες προϋποθέσεις να το πετύχει. Τα «ανατρεπτικά συμπεράσματα» του συγγραφέα αποτελούν καρπούς της φαντασίας του και ως εκ τούτου αντιβαίνουν στα γεγονότα. Το μόνο που μας ενοχλεί, σε σχέση με το άκρως χαμηλού επιστημονικού επιπέδου και απαράδεκτο πολιτικά βιβλίο του, είναι το γεγονός ότι δεν γράφτηκε από έναν ερασιτέχνη γραφομανή, αλλά από ειδικό συνεργάτη του Προέδρου της Δημοκρατίας. Είναι τυχαίο;
Η Πρεσβεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Κυπριακή Δημοκρατία