Έρευνα: Γιώργος Πάλλης: Eπίκουρος καθηγητής ΕΚΠΑ
Τι μεροκάματο έπαιρνε ένας αγρότης στο Μαρούσι το 1841; Πόσες οκάδες κρασί έπρεπε να διαθέσει ο εργοδότης; Πόσο αμείβονταν οι γυναίκες; Τι αξία είχαν διάφοροι σπόροι ή μια κλειδαριά; Αυτά τα ερωτήματα απαντά το κατάστιχο που κρατούσε μια πολυδιάστατη προσωπικότητα του 19ου αιώνα, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892), γόνος επιφανούς οικογένειας Φαναριωτών, πολιτικός, διπλωμάτης, καθηγητής Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών και σημαντικός λογοτέχνης.
Όπως γράφει ο Ραγκαβής στα απομνημονεύματά του, η οικογένειά του κατείχε ένα μεγάλο κτήμα στη θέση Γρίλλα, μεταξύ Αμαρουσίου και Κηφισιάς. Πρόκειται πιθανότατα για πρώην οθωμανική ιδιοκτησία, από τις πολλές που εκποιήθηκαν σύμφωνα με τις συνθήκες της ανεξαρτησίας και πέρασαν σε ξένους κεφαλαιούχους ή πλούσιους ομογενείς. Το κτήμα των Ραγκαβή δόθηκε ως προίκα στη Ραλού, αδελφή του Αλέξανδρου, όταν αυτή παντρεύτηκε τον James Ηenry Skene, γιό του Σκωτσέζου ευγενούς και ερασιτέχνη ζωγράφου James Skene of Rubislaw. Ο Skene έκτισε ένα σπίτι στο κτήμα και προσπάθησε να το αξιοποιήσει επιχειρηματικά, χωρίς επιτυχία. Φαίνεται ότι το 1841 ο Ραγκαβής ανέλαβε προσωπικά να κάνει το κτήμα οικονομικά αποδοτικό, φυτεύοντας όπως θα δούμε ένα μεγάλο νέο αμπέλι.
Το αρχείο της οικογένειας Ραγκαβή φυλάσσεται στην Ακαδημία Αθηνών. Το 1997 εκδόθηκε ο Κώδικας αρ. 35, με την επιμέλεια του Ευ. Σουλογιάννη και της Ι. Μποτουροπούλου. Εκεί, μεταξύ πολλών άλλων εγγράφων, δημοσιεύτηκε το κατάστιχο των εξόδων στα οποία προέβη ο Ραγκαβής για το κτήμα κατά το έτος 1841, με τίτλο «Κήπος Μαρουσίου». Παρά τη μικρή του έκταση, το κείμενο αυτό είναι πολύτιμο, καθώς αποτελεί σπάνια μαρτυρία για τα ημερομίσθια και τις τιμές και της εποχής στο Μαρούσι.
Ο νέος αμπελώνας
To 1841 o Ραγκαβής επιχείρησε να φυτεύσει στο κτήμα έναν καινούριο αμπελώνα. Όπως προκύπτει από το κατάστιχο, τον Απρίλιο του έτους εκείνου αγόρασε 4.000 κλήματα, που του στοίχισαν 24 δραχμές. Η ποικιλία τους δεν διευκρινίζεται. Για τη φύτευση έσκαψε 1.600 λάκκους, καθένας από τους οποίους του στοίχισε 3 λεπτά (στο σύνολο 48 δραχμές). Τα εργατικά ήταν 2,50 δραχμές το μεροκάματο, ενώ ξεχωριστά πλήρωσε 6 δραχμές και 30 λεπτά για 18 οκάδες κρασί που κατανάλωσαν οι εργάτες.
Η απαραίτητη για το αμπέλι κοπριά στοίχισε 30 δραχμές, συν μία για ένα κοφίνι. Για τη μεταφορά της ο Ραγκαβής πλήρωσε 4,50 δραχμές και έδωσε μία δραχμή και είκοσι λεπτά ως αμοιβή σε μια γυναίκα, ίσως για την σκορπίσει στους λάκκους. Από άλλες συμπληρωματικές εργασίες αποδεικνύεται ότι το ανδρικό μεροκάματο κυμαινόταν στις 2,25-2,50 δραχμές, ενώ το γυναικείο, για πιο ελαφριές δουλειές, στη 1,20.
Κοκκινολάχανα και πεπόνια
Τον Μάιο, ο Ραγκαβής έσπειρε στο κτήμα λάχανα και πεπόνια. Οι σπόροι του κοκκινολάχανου στοίχισαν 2,50

έναν μεγάλο αμπελώνα
δραχμές, ενώ η σπορά απαίτησε 17 μεροκάματα και 42,50 δραχμές. Ο σπόρος του πεπονιού είχε αξία μίας δραχμής. Δαπάνησε επίσης 40 δραχμές σε 16 μεροκάματα για να βάλει «μποστάνι», ο σπόρος του οποίου στοίχισε 1,75 δραχμές. Σε όλες αυτές τις δαπάνες προστέθηκαν ξεχωριστά ποσά για την αγορά αρκετών οκάδων κρασιού για τους εργάτες (το οποίο μάλλον αποτελούσε το δυναμωτικό τους).
Στη συνέχεια, το καλοκαίρι, οι εργασίες εμφανίζονται μειωμένες. Τον Αύγουστο ο Ραγκαβής πλήρωσε 20 μεροκάματα και 22 οκάδες κρασί για δουλειές που δεν προσδιορίζει. Αγόρασε επίσης μια κλειδαριά αξίας μίας δραχμής και 80 φορτώματα κλαδί προς 30 λεπτά το ένα. Η τελευταία δαπάνη οδηγεί στο συμπέρασμα πως στο κτήμα υπήρχαν και ζώα.
Τα πενιχρά έσοδα
Οι δαπάνες του Ραγκαβή ήταν φυσικό να μην ανταποδώσουν άμεσα κέρδη, καθώς το νεόφυτο αμπέλι θα ήθελε 3-4 χρόνια για να αρχίσει να αποδίδει ικανοποιητικά. Εντούτοις, κατά το 1841, το κτήμα είχε μερικά πενιχρά έσοδα: μία δραχμή από πώληση σταφυλιών και 7 από πώληση άλλων καρπών που δεν κατονομάζονται. 2,50 δραχμές εισπράχθηκαν από πώληση νερού, πράγμα που σημαίνει ότι θα είχε δικαιώματα στο ποτιστικό νερό του Κεφαλαρίου της Κηφισιάς, το οποίο άρδευε τότε μεγάλο μέρος του Μαρουσιού. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και τα μοναστηριακά κτήματα κατείχαν δικαιώματα νομής του νερού αυτού, σε συγκεκριμένες μέρες και ώρες της εβδομάδας.
Το μεγαλύτερο έσοδο του κτήματος για το 1841 προήλθε πάντως από την πώληση φύλλων μουριάς, που ήταν απαραίτητα για τη σηροτροφία (την εκτροφή μεταξοσκωλήκων για την παραγωγή μεταξιού). Η πώληση αδιευκρίνιστης ποσότητας φύλλων απέφερε 32 δραχμές. Δυστυχώς δεν αναφέρεται τίποτα για τους αγοραστές.
Η αγροτική ανασυγκρότηση μετά την Επανάσταση
Η επένδυση που επιχείρησε ο Ραγκαβής, ενός μεγάλου νέου αμπελώνα, ακολουθούσε τις τάσεις της εποχής και του τόπου. Λόγω του κλίματος και της σύστασης του εδάφους, η περιοχή ήταν ιδιαίτερα κατάλληλη για αμπελοκαλλιέργεια – και φημιζόταν γι’ αυτό ήδη από την κλασική αρχαιότητα. Επιπλέον, ένα νέο αμπέλι απέδιδε έσοδα πολύ πιο γρήγορα από έναν νέο ελαιώνα.
Όπως αναφέρει ο James Henry Skene σε κείμενό του που θα παρουσιάσουμε προσεχώς, όταν οι Μαρουσιώτες επέστρεψαν στο κατεστραμμένο χωριό τους το 1830-1831, επιδόθηκαν μαζικά στην αμπελοκαλλιέργεια, που τους απέφερε μεγάλα κέρδη. Το ίδιο έκαναν και οι ξένοι γαιοκτήμονες που είχαν αγοράσει τα πρώην οθωμανικά κτήματα: ο Ελβετός Karl Leutwein, ιδιοκτήτης τότε των Αναβρύτων, είχε δημιουργήσει εκεί έναν αμπελώνα 40 στρεμμάτων και εξήγαγε το παραγόμενο κρασί στην πατρίδα του.
Η καλλιέργεια της μουριάς ήταν επίσης γνωστή στην περιοχή από παλιά. Όπως γράφει στα Απομνημονεύματά του ο Ραγκαβής, ο γαμπρός του είχε επιχειρήσει να αναπτύξει τη μεταξουργία στο κτήμα που έλαβε ως προίκα, αλλά η προσπάθειά του δεν είχε επιτυχία. Ίσως από τις μουριές που θα είχε φυτέψει ο Skene προήλθαν τα φύλλα που πωλήθηκαν έναντι 32 δραχμών το 1841.
Απ’ ό,τι φαίνεται πάντως, ο εξαιρετικά πολυάσχολος Αλέξανδρος Ραγκαβής εγκατέλειψε σύντομα την προσπάθεια να καταστήσει το οικογενειακό κτήμα παραγωγικό. Το κατάστιχο του «Κήπου Μαρουσίου» σταματά στις αρχές του 1842, με επιγραμματικές σημειώσεις εξόδων, για λόγους που δεν αναγράφονται. Ο James Henry Skene έφυγε από την Ελλάδα, ακολουθώντας διπλωματική καριέρα. Το ακίνητο πωλήθηκε μετά το 1870 στον Ανδρέα Συγγρό και εντάχθηκε στο μεγάλο ομώνυμο κτήμα του