Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
«Και ο ρεμπέτης χόρευε ζεϊμπέκικο αργό…»
Αυτούς τους δύο στίχους, βγαλμένους από ένα παραδοσιακό τραγούδι, είχε χαράξει με καλλιγραφικά γράμματα επάνω σε ένα παράξενο κομμάτι ξύλου και το είχε τοποθετήσει ψηλά στον τοίχο μέσα σε όμορφη ασημοκαπνισμένη κορνίζα, ο πρώτος ιδιοκτήτης της πρώτης ταβέρνας που χτίστηκε στο χωριό πριν από πολλά χρόνια… Και η ταβέρνα ακολουθώντας τα πατήματα του χρόνου, περνούσε από γενιά σε γενιά και κάθε καινούργιος ιδιοκτήτης πρόσθετε ή αφαιρούσε κάτι, σφραγίζοντας κι αυτός την ταβέρνα με τη δική του σφραγίδα. Το μόνο πράγμα, που μέσα στα πολλά χρόνια που πέρασαν, παρέμεινε ακίνητο και άθικτο στη θέση του, ήταν η κορνίζα στον τοίχο που με δύο στίχους μιλούσε στους πελάτες για τον «ρεμπέτη που χόρευε ζεϊμπέκικο αργό…». Οι πελάτες με χαμόγελο διάβαζαν τα λίγα λόγια που ήταν σαν να τους μιλούσαν μέσα από την κορνίζα, γιατί οι λέξεις «ρεμπέτης» και «ζεϊμπέκικο» είναι γνωστές.
Όμως έρχονται στιγμές που αναρωτιόμαστε: «Αλήθεια γνωρίζουμε με βεβαιότητα την ερμηνεία και την ετυμολογία αυτών των δύο λέξεων;». Η απάντηση που διαβάσαμε είναι «όχι», γιατί υπάρχουν πολλές ερμηνείες που βρήκαμε κατά καιρούς σε πολλά έντυπα και που όλες είναι διαφορετικές μεταξύ τους ή συμπίπτουν σε ελάχιστα σημεία. Ας δούμε με επιφύλαξη και σεβασμό στην προσπάθεια της έρευνας που έγινε και γίνεται και σήμερα ακόμα από ανθρώπους που ερευνούν τα δύσκολα και τα παράξενα, κάποιες από αυτές τις ερμηνείες και τις ετυμολογίες, αρχίζοντας από τις λέξεις «ρεμπέτικο και ρεμπέτικο τραγούδι».
Ο όρος ρεμπέτικο, μας έρχεται από πολύ παλιά και είναι αδύνατο να καθορισθεί με απόλυτη ακρίβεια η έννοιά του, δεδομένου ότι θεωρείται ότι κρύβει μια φανερή ασάφεια στην ερμηνεία και στην ετυμολογία του. Γράφτηκε ότι είναι ξένη λέξη που προέρχεται από την περσική λέξη «ρουμπαγιάτ» ή από τη σλαβική «rebenok» ή από τη σερβική λέξη «reber» που σημαίνει αντάρτης, ή από την ισπανική «rebelt» που σημαίνει επαναστάτης ή όπως υποστηρίζουν πολλοί από τη βενετική λέξη «rebelo» που σημαίνει και αυτή αντάρτης.
Όλες όμως οι παραπάνω ερμηνείες δεν έγιναν γενικά αποδεκτές. Στη συνέχεια βλέπουμε ότι υπάρχουν ορισμένοι που ισχυρίζονται ότι η λέξη ρεμπέτης είναι τουρκική, φέρνοντας ως παράδειγμα τη γνωστή έκφραση «ρεμπέτ-ασκέρ», που όπως είναι γνωστό έτσι αποκαλούσαν στην οθωμανική αυτοκρατορία τον άτακτο και ανυπότακτο στρατιώτη, και με τον καιρό που πέρασε έτσι έλεγαν και τους απείθαρχους, τους επικίνδυνους νταήδες κ.λπ. Όμως το πιθανότερο κατά τους ερευνητές είναι ότι η λέξη «ρεμπέτ», δεν είναι πρωτογενής τουρκική αλλά είναι ελληνική παραφθαρμένη, και ότι προέρχεται -όπως και η λέξη ρεμπέτης- από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «ρέμβω» ή «ρέμβομαι» και το μεσαιωνικό «ρέμπομαι», που το συναντάμε και στον Ερωτόκριτο, και σημαίνει περιτριγυρίζω, περιστρέφομαι κυκλικά, περιφέρομαι, παραδίδομαι σε περιπλάνηση, αλητεύω, ρεμβάζω κ.ά.
Διαβάζουμε ακόμα ότι στην Κρήτη το ρήμα «ρέμπομαι» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την ευχάριστη ρέμβη, την απολαυστική περιπλάνηση (… και στα χωριά να ρέμπεσαι/ στ’ αλώνια να κοιμάσαι… «Ο Ακρίτας που έγινε ρεμπέτης» Ν. Γεωργιάδης). Επίσης μαθαίνουμε ότι παράγωγο του ρήματος ρέμβομαι είναι η λέξη ρόμβος -κοινώς σβούρα- το γνωστό παιδικό παιχνίδι που περιστρέφεται κυκλικά με ταχύτητα, όπως και ο ρεμπέτης όταν χορεύει και φέρνει πολλές στροφές! Σύμφωνα λοιπόν με αυτά που βρήκαμε και διαβάσαμε, οι λέξεις «ρεμπέτης – ρεμπέτικο τραγούδι» και η τουρκική «ρεμπέτ» έχουν την ίδια ρίζα και προέρχονται και οι δύο από το αρχαίο ρήμα «ρέμβω» ή «ρέμβομαι». Έτσι τελικά, «ρεμβέτης» ή «ρεμπέτης», είναι αυτός που «ρέμβεται», περιφέρεται και περιπλανιέται. Είναι αυτός που θα λέγαμε απείθαρχος και ανυπάκουος, που νιώθει ότι δεν χωράει στα συνηθισμένα κοινωνικά καλούπια, είναι ο νταής, ο φιγουρατζής που τριγυρίζει εδώ και εκεί περήφανος και κορδωτός.
Αυτά για τον ρεμπέτη! Όμως η παλιά ασημοκαπνισμένη από τον χρόνο κορνίζα στην παλιά ταβέρνα, έγραφε για «έναν ρεμπέτη που χόρευε ζεϊμπέκικο χορό αργό». Και για τον ζεϊμπέκικο χορό έχουμε να πούμε πολλά και πρώτα πρώτα την ετυμολογία του. Η λέξη ζεϊμπέκικος είναι σύνθετη και προέρχεται κατά το πρώτο συνθετικό από τη λέξη Ζευ (Δία), και κατά το δεύτερο από τη λέξη μπέκος ή βέκος, που κατά τον Ηρόδοτο σημαίνει «άρτος». Δηλαδή: ζεϊμπέκικο = ψωμί του Θεού. Ως ολοκληρωμένος μάλιστα συμβολικός και θρησκευτικός χορός, εξυπηρετεί και ανακουφίζει εξαιρετικά το Πνεύμα, την Ψυχή και το Σώμα του ανθρώπου, ο δε χορευτής πετυχαίνει την απαλλαγή του από κάθε καταθλιπτικό σύμπλεγμα που μπορεί ίσως να τον καταπιέζει. Υπάρχουν βέβαια και άλλες απόψεις, όπως: Τις βάσεις του χορού αυτού τις έβαλε ο Πυθαγόρας και ο Αριστόξενος που ασχολήθηκε με τη ρυθμική και τους φθόγγους, διαμορφώνοντας μια νέα αντίληψη. Έτσι παραλάβαμε το ζεϊμπέκικο που άντεξε χιλιάδες χρόνια, άσχετα αν σήμερα το έχουμε να εμπλουτίσει (;) με στοιχεία που το κάνουν να μοιάζει με κάτι άλλο παρά ελληνικό (ζεϊμπέκ: τουρκική λέξη).
Τέλος, επειδή το θέμα μας είναι «… Και ο ρεμπέτης χόρευε ζεϊμπέκικο αργό», όπως λέει και το παραδοσιακό μας τραγούδι, πρέπει να προσθέσουμε ότι ο ζεϊμπέκικος χορός είναι χορός αντρίκιος που σήμερα χορεύεται συνήθως από ένα άτομο. Παλιότερα στη Μ. Ασία τον χόρευαν αντικρυστά δύο άντρες. Το ζεϊμπέκικο χορεύεται δύσκολα. Δεν έχει βήματα, είναι χορός ιερατικός με εσωτερική ένταση και νόημα, που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει. Δεν απευθύνεται στους άλλους, ούτε επικοινωνεί με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του τον οποίο τοποθετεί χορεύοντας στο κέντρο του κόσμου! Ξεχνά τους καημούς, τα βάσανα, τις αγάπες και το αύριο που τον περιμένει. Γι’ αυτόν, εκείνη την ώρα το τραγούδι και ο ζεϊμπέκικος χορός μόνο, είναι αρκετά να γεμίσουν τη ζωή του!
Φωτογραφία: Είδε τη φωτογραφία, τη θαύμασε και ζήτησε – σε ανύποπτο χρόνο – να τον συνοδεύσει στην τελευταία του κατοικία γιατί, όπως ομολόγησε, αυτή η εικόνα αποτύπωνε όλη του την ύπαρξη. Η φωτογραφία τραβήχτηκε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, κατά τη διάρκεια της μεγάλης συναυλίας που οργανώθηκε πριν τέσσερα χρόνια προς τιμή του Sir του ελληνικού τραγουδιού για τη συνολική προσφορά του