Γράφει ο Νίκος Καρούσος: Πολιτικός Μηχανικός
H μέχρι τώρα αρχαιολογική μελέτη για το Μαρούσι, ανέδειξε έναν πρώτο οικιστικό σχηματισμό που αναπτύσσεται ως την κλασική περίοδο. Σχηματίστηκε μια αμυδρή αλλά με νοηματικό πλούτο εικόνα του χώρου. Ένας διευρυμένος τόπος με πλούσια βλάστηση με κάποιους τελετουργικούς χώρους όπως και κάποιες ζώνες καλλιέργειας. Η αρχαιολογική σημασία της περιοχής αποδεικνύεται εκτός των άλλων και από την επιλογή τέλεσης αθλητικών αγώνων, πιθανότατα στην πεδιάδα που απλώνεται μέχρι τους πρόποδες των Τουρκοβουνίων. Τη βυζαντινή περίοδο και κατά την τουρκοκρατία λόγω παρακμής, η περιοχή περιέχει ένα μικρό οικισμό και κάποιες εκκλησίες διάσπαρτες στο τοπίο, παραμένοντας λατρευτικός χώρος, διατηρώντας όμως την ευρύτητα του αρχικού χώρου ταυτοποίησης.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, με τη δημιουργία του εθνικού κράτους, ένας νέος οικισμός αγροτικού χαρακτήρα αναπτύσσεται στη θέση του τωρινού ιστορικού κέντρου. Αυτόν τον αιώνα αρχίζει και η σταδιακή πληθυσμιακή αύξηση, αλλά και η αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης, από την άποψη του τόπου προέλευσης.
Στην αρχή του 20ού αιώνα, το Μαρούσι, λόγω του προνομιακού περιβάλλοντος, δέχεται νέους εποικιστές γύρω από τον αρχικό πυρήνα, δημιουργώντας ένα περιβάλλον με προαστιακά χαρακτηριστικά και με ενδιάμεσους θύλακες φτωχότερων στρωμάτων. Αυτή η τάση συνεχίζεται μέχρι τα μέσα του αιώνα.
Μεταπολεμικά, τις δεκαετίες ’50 και ’60, παρ’ όλη τη γρήγορη μεγέθυνση των κατοικημένων περιοχών, ο χαρακτήρας παραμένει προαστιακός. Οι επεκτάσεις του σχεδίου γίνονται προς όλες τις κατευθύνσεις ενώ το ιστορικό κέντρο συγκεντρώνει τις διοικητικές και εμπορικές λειτουργίες και τις παραδοσιακές βιοτεχνίες.
Η Λ. Κηφισιάς, ήταν και είναι μέχρι σήμερα, ο σημαντικότερος οδικός άξονας επικοινωνίας της περιοχής με το κέντρο της πόλης των Αθηνών, και πιθανόν ο Δήμος αρχικά αναπτύχθηκε και ως ενδιάμεσος σταθμός αυτής της διαδρομής που διέσχιζε την περιοχή, με κατεύθυνση τον όμορο οικισμό της Κηφισιάς και τις βορινές περιοχές της Αττικής.
Η διαπλάτυνση της Λ. Κηφισιάς το 1980, δημιούργησε για πρώτη φορά την αποκοπή όμορων τμημάτων ανάμεσα στις γειτονιές της πόλης. Στο διάστημα αυτό συνεχίζεται η μαζική προσέλευση κατοίκων αλλά και επιχειρήσεων από κεντρικές περιοχές της Αθήνας, ανατρέποντας αμετάκλητα τον προαστιακό χαρακτήρα του Δήμου.
Στη Λεωφόρο Κηφισιάς και στις γραμμές του ΗΣΑΠ που υπήρχαν, προστέθηκε η Αττική Οδός, που άρχισε να λειτουργεί από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Το έργο αυτό, πέρα από τη μεγάλη ανακούφιση που
έδωσε στο κυκλοφοριακό πρόβλημα της Πρωτεύουσας, δημιούργησε ένα νέο εσωτερικό όριο για το Μαρούσι και ολοκλήρωσε τον κατακερματισμό του πολεοδομικού ιστού της πόλης.
Ουσιαστικά οι τρεις μεγάλοι κυκλοφοριακοί άξονες που διασχίζουν το Μαρούσι κατά μήκος από Βορρά προς Νότο (Γραμμή ΗΣΑΠ, Λ. Κηφισιάς) και από Ανατολή προς Δύση (Αττική Οδός), αποκόπτουν την πρόσβαση σε γειτονιές που στο παρελθόν λειτουργούσαν ενιαία, και εμποδίζουν την επικοινωνία μεταξύ τους.
Θυμίζουμε, πως στους όμορους δήμους Ν. Ηρακλείου και Βριλησσίων, η Αττική Οδός καλύφθηκε σε μεγάλο μήκος, και οι χώροι αποδόθηκαν για χρήση των δημοτών. Στο Μαρούσι, η τότε Δημοτική Αρχή υπό τον κ. Τζανίκο, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις δημοτών και φορέων της πόλης, δεν πίεσε προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η μορφολογία του Δήμου, πριν δεχτεί όλες τις προγραμματισμένες επεμβάσεις στα πλαίσια των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και όσων ακολούθησαν και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, μοιάζει σαν ένα συνονθύλευμα «τυχαίων» επιλογών. Ωστόσο, εξετάζοντας προσεκτικότερα την αλληλουχία αποφάσεων και γεγονότων, συνάγεται ότι τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Αντίθετα, όλα ήταν αποτέλεσμα ενός σχεδιασμού της Κεντρικής Διοίκησης και μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, στα οποία η Τοπική Αυτοδιοίκηση συνέπραξε σε μεγάλο βαθμό.
Την πρώτη σημαντική κρατική ρύθμιση για τις τύχες του Δήμου έχουμε το 1992 επί Υπουργίας Κατσιγιάννη, με την εφαρμογή του νόμου 2052/92 που ανατρέπει την παλαιότερη ρύθμιση του νόμου 1515/85.Με τη ρύθμιση αυτή σχεδιάζεται η μεταφορά επτά από τα έντεκα Υπουργεία, που προβλεπόταν να μεταφερθούν εκτός κέντρου, (Βιομηχανίας, Γεωργίας, Μεταφορών, Παιδείας, Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας, Εργασίας, Οικονομικών, ΥΠΕΧΩΔΕ, Πολιτισμού, και Υγείας) με ένα σύνολο 35.100 υπαλλήλων.
Στα πλαίσια επίσης που αφορούσαν αναγκαίες υλοποιήσεις για την Ολυμπιάδα, ο με αυξημένες αρμοδιότητες τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, με διαδικασίες «εξπρές» περιέλαβε ορισμένες διατάξεις που ευνοούσαν αδόμητα οικόπεδα κατά μήκος της Λ. Κηφισιάς. Στόχος ήταν να επιταχυνθούν οι διαδικασίες, και να χρησιμοποιηθούν οι θεσμοθετημένες ΖΑΣ (Ζώνες Αγοράς Συντελεστή) της περιοχής, για να χτιστούν ξενοδοχεία και εγκαταστάσεις υπερτοπικού χαρακτήρα.
Είναι φανερό πως παράλληλα με τις διεθνείς και εγχώριες πολιτικές αλλαγές που συντελούνταν (κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, άνοδος του νεοφιλελευθερισμού, «εκσυγχρονισμός» και μνημόνια), οι εξελίξεις της πορείας του Δήμου κινούνταν με διαφορετικές ταχύτητες, αλλά πάντα προς την ίδια κατεύθυνση. Ο Δήμος Αμαρουσίου δηλαδή ήταν προορισμένος να δεχτεί μια ανάπτυξη «Νέου Τύπου», όπως προβλεπόταν από το Γενικό Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας, και να γίνει ένα «Νέο Μανχάταν» κατά το όραμα του κ. Τζανίκου, με την καταστρατήγηση του «τεχνικά ορθού». Κάτι που συνεχίζεται διαχρονικά, ύστερα και από το τελευταίο Ρυθμιστικό Σχέδιο για το Λεκανοπέδιο που ψηφίστηκε το 2014.
Όπου «τεχνικά ορθό» είναι μεν η αποκέντρωση και η μεταφορά δραστηριοτήτων από τα κέντρα των πόλεων προς τα προάστια, αλλά με την προϋπόθεση ότι προβλέπονται και διασφαλίζονται οι απαραίτητοι ελεύθεροι χώροι, ώστε τελικά, να μη «μετακομίσει» η ασφυξία του κέντρου. Αυτό που τελικά έγινε, για να αποκομίσουν τεράστια οικονομικά κέρδη τα μεγάλα εργολαβικά συμφέροντα.
Αυτής της ανάπτυξης το τίμημα και τα αποτελέσματα βιώνουν οι κάτοικοι της πόλης καθημερινά, η οποία,πέρα από τις πολεοδομικές επιπτώσεις που επέφερε, μετέβαλε καθοριστικά τις κοινωνικές, οικονομικές και καταναλωτικές συμπεριφορές των κατοίκων του Αμαρουσίου, και όχι μόνον.
Γιατί στο Μαρούσι τα όρια της «φέρουσας ικανότητας» που προαναφέρθηκαν, έχουν ξεπεραστεί εδώ και αρκετά χρόνια. Και αυτό είναι ένα γεγονός που δεν είναι απαραίτητο να είσαι ειδικός για να το αντιληφθείς.
• Η ατμοσφαιρική ρύπανση σε πολλά σημεία της πόλης, πέρα από τις μετρήσεις που σε κάποιους ρύπους του χαρίζουν τη θλιβερή πρωτιά (έχουν πάψει πλέον να ανακοινώνονται!), είναι ορατή κάποιες μέρες δια γυμνού οφθαλμού.
• Η κυκλοφοριακή συμφόρηση και το πρόβλημα της στάθμευσης των αυτοκινήτων, πέρα από το πολύπαθο Εμπορικό Κέντρο, έχουν αρχίσει να εξαπλώνονται και στις γειτονιές.
• Οι πνεύμονες πρασίνου εξαφανίζονται και στη θέση τους εμφανίζονται κολοσσιαία οικοδομήματα με εμπορικές οικονομικές χρήσεις, που επιδεινώνουν ακόμα περισσότερο τη συμφόρηση.
• Οι χρόνοι μετακίνησης για αποστάσεις λίγων χιλιομέτρων έχουν καταστεί εφιαλτικά μεγάλοι, και μέρα με τη μέρα αυξάνονται. Άνθρωποι εργαζόμενοι που πρέπει να πάνε στην εργασία τους, να κάνουν τις αγορές τους, να μετακινήσουν τα παιδιά τους στα σχολεία και στα φροντιστήρια ή να διεκπεραιώσουν απαραίτητες καθημερινές υποχρεώσεις, σπαταλούν απίστευτα μεγάλο χρόνο.
• Οι χώροι άθλησης για τους νέους είναι ελάχιστοι, και οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι, αντί να αυξάνονται και να βελτιώνονται,οικοδομούνται με σύμπραξη από την ίδια τη Δημοτική Αρχή.
Όσο περνάει ο καιρός, η διαδικασία της άναρχης ανάπτυξης στο Μαρούσι που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 αντί να υποχωρεί, συνεχώς ανατροφοδοτείται. Κάτι που γίνεται με διαχρονική ευθύνη όχι μόνον των Κυβερνήσεων, αλλά και όλων των δημοτικών Αρχών, που αντί να αντιστέκονται, υποστηρίζουν και διευκολύνουν αυτές τις πολιτικές.