Γράφει ο Ευάγγελος Βογιατζής.
H πρόσφατη δολοφονία του 16χρονου Ροµά Κώστα Φραγκούλη από αστυνοµικό της οµάδας ∆ΙΑΣ κατά τη διάρκεια καταδίωξης στη Θεσσαλονίκη και όσα την ακολούθησαν έφεραν στην επιφάνεια µε εκτυφλωτική ενάργεια τη διάσταση µεταξύ της ελληνικής κοινωνίας και της επικαθήµενης σ’ αυτήν εξουσιαστικής «κρούστας» του κρατικού µηχανισµού στις ποικίλες εκφάνσεις του. Το αίµα ενός ακόµη εν ψυχρώ εκτελεσµένου από ένστολους παιδιού δεν επιβεβαίωσε µε τρόπο θλιβερό µονάχα τον αδιαµφισβήτητο πια δοµικό ρατσισµό των σωµάτων ασφαλείας αλλά και τον ανίατο ψηφοθηρικό κυνισµό τόσο των κοµµάτων εξουσίας όσο και αυτών της ελάσσονος αντιπολίτευσης, όπως απέδειξε η υπερψήφιση της χορήγησης του επιδόµατος των 600 ευρώ σε αστυνοµικούς και λιµενικούς από όλες τις κοινοβουλευτικές δυνάµεις πλην εκείνης του ΜέΡΑ25, προς τιµήν του.
Και αν από την κυβέρνηση – εξαιτίας της φύσει και θέσει αστυνοµολαγνείας της – δεν θα µπορούσε να περιµένει κανείς τίποτα καλύτερο παρά την προκλητική εξαγγελία χορήγησης επιδόµατος στους ένστολους αµέσως µετά τον θανάσιµο τραυµατισµό του άτυχου τσιγγανόπουλου, από τα κόµµατα της κοινοβουλευτικής Αριστεράς θα ανέµενε λογικά κανείς την καταψήφιση αυτής της κυβερνητικής πρωτοβουλίας, πρωτίστως για λόγους αρχής αλλά εν πάση περιπτώσει και για να κρατηθούν έστω κάποια προσχήµατα. Αντίθετα τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΚΚΕ – για το ΠΑΣΟΚ ούτε λόγος να γίνεται – προτίµησαν να γίνουν ουρά της Νέας ∆ηµοκρατίας υιοθετώντας ούτε λίγο ούτε πολύ το δεξιάς – αν όχι ακροδεξιάς -, κοπής κατάπτυστο φληνάφηµα περί «µεµονωµένου περιστατικού» και υπερψηφίζοντας εντέλει τη χορήγηση του επιδόµατος στους ένστολους, τη µέρα µάλιστα που ο 16χρονος ξεψυχούσε µετά από πολυήµερη νοσηλεία στην εντατική.
Μια ντροπιαστική επιλογή που την έκανε ντροπιαστικότερη η επίκληση εκ µέρους τους της πάγιας τάχα θέσης τους να υπερψηφίζουν µέτρα ενίσχυσης όλων των εργαζοµένων. Μόνο που καµιά κατηγορία πραγµατικά εργαζοµένων δεν προβαίνει σε δολοφονίες παιδιών, σε βιασµούς κρατουµένων, σε σοβαρούς τραυµατισµούς δηµοσιογράφων, σε φονικές επαναπροωθήσεις προσφύγων, σε ξυλοδαρµούς και ρίψεις χηµικών κατά άλλων εργαζοµένων, στην κατασκευή πλαστών κατηγορητηρίων κ.α. όπως οι ένστολοι «εργαζόµενοι» που θα λάβουν το 600αρι. Για να µιλήσουµε και µε όρους των εορταστικών ηµερών που διανύουµε θα λέγαµε ότι όση ζάχαρη άχνη και αν ρίξει κανείς σε τέτοιου είδους «ακαθαρσίες», όπως τα εγκλήµατα που προαναφέρθηκαν, κουραµπιέδες δε γίνονται.
Η δολοφονία του Κώστα Φραγκούλη για ένα εικοσάρικο ευρώ απλήρωτη βενζίνη, όπως η αντίστοιχη του Νίκου Σαµπάνη πέρυσι, µε ξεκάθαρα ρατσιστικά κίνητρα, καθώς και τόσες άλλες, δεν γίνεται να «ξεπλένονται» από την Αριστερά σαν τάχα «άτυχες στιγµές» – ένα προπαγανδιστικό χαρτί που πάντα παίζουν οι υπηρεσιακοί και πολιτικοί προ’ι’στάµενοι των ένστολων πιστολέρο. ∆εν νοείται από τη µια να καταγγέλλεις τη δολοφονική αστυνοµική βία και από την άλλη να υπερψηφίζεις µέτρα αρωγής και επιβράβευσής της «πουλώντας τρέλα», κατά το κοινώς λεγόµενο, υποτιµώντας τη νοηµοσύνη των πολιτών και ακολουθώντας την τακτική «µε λένε Ρίζο κι όπως θέλω τα γυρίζω».
Ψιλά γράµµατα προφανώς για τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ που προτίµησαν να δουν τα σώµατα ασφαλείας σαν µια δεξαµενή άντλησης ψήφων ενόψει των επικείµενων εκλογών. Αφελώς, βέβαια, καθώς τα «κουκιά» από αυτούς τους χώρους κατευθύνονται παραδοσιακά στα δεξιά του πολιτικού φάσµατος όπως και να ‘χει.
Η υπερψήφιση του επιδόµατος των 600 ευρώ στους ένστολους από την κοινοβουλευτική Αριστερά δεν είναι µοναχά µια γκάφα αυτοακύρωσης του καταστατικού της ρόλου που δεν είναι άλλος από το να υπερασπίζεται τους πιο αδύναµους. Συνιστά ακόµη χειρότερα ένδειξη πολιτικής λιποψυχίας και αφασίας. Μια δυσοίωνη για τις τύχες των πιο ευάλωτων στρωµάτων της ελληνικής κοινωνίας κυβίστηση προς τα οποία είναι σαν να λέει περίπου «µην περιµένετε και πολλά-πολλά από εµάς, είµαστε πολιτικοί σχηµατισµοί συστηµικοί ως το κόκαλο και άντε το πολύ-πολύ να κάνουµε στο τσακίρ κέφι καµιά αυτοκριτική για ξεκάρφωµα και ούτε γάτα ούτε ζηµιά». Κρίµα.