ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΟ: Γιώργος Πάλλης, Επίκουρος καθηγητής ΕΚΠΑ.
Η μεγάλη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου, η Κοίμηση της Θεοτόκου, αποτελεί για το Μαρούσι τη σπουδαιότερη θρησκευτική πανήγυρη, με καταβολές που χάνονται πίσω στον χρόνο. Εδώ και 150 σχεδόν χρόνια, είναι ταυτισμένη με τον ναό της Παναγίας στο ιστορικό κέντρο της πόλης, ένα κτήριο που για πολλές δεκαετίες ήταν το μεγαλύτερο του οικισμού. Ο ναός εγκαινιάστηκε το 1874, όταν το Μαρούσι ήταν ακόμα ένα αγροτικό χωριό του Δήμου των Αθηναίων, με πληθυσμό που μόλις ξεπερνούσε τους χίλιους κατοίκους.
Η νέα εκκλησία άνοιξε ένα καινούριο κεφάλαιο στην ιστορία του τοπικού πανηγυριού, καθώς αποτέλεσε πόλο έλξης για τους προσκυνητές από την Αθήνα και άλλους γειτονικούς οικισμούς. Με τη βοήθεια των εφημερίδων της εποχής, θα παρουσιάσουμε στο παρόν κείμενο ειδήσεις από την πρώτη δεκαετία της λειτουργίας του ναού, με άξονα το ετήσιο πανηγύρι της Παναγίας.
Η ανέγερση και τα εγκαίνια
Η οικοδόμηση του νέου ναού άρχισε το 1870, στη θέση παλαιότερου, που ήταν πολύ πιο μικρός και βρισκόταν σε κακή κατάσταση. Τα σχέδια εκπόνησε ο μηχανικός του Δήμου Αθηναίων Γεώργιος Κατσαρός, σε μικτό -νεοκλασικό και βυζαντινό- ύφος. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1874 και χρηματοδοτήθηκαν από τον Δήμο Αθηναίων, μέσω δανείων που συνήψε γι’ αυτόν τον σκοπό, και από την ίδια την ενορία της Παναγίας, η οποία εκποίησε σχεδόν όλη τη διόλου ευκαταφρόνητη (αλλά μικρής αξίας τότε) κτηματική περιουσία της.
Τον Δεκαπενταύγουστο του 1874 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του νεόδμητου ναού, ο οποίος δεν διέθετε ακόμη το μαρμάρινο τέμπλο, τις τοιχογραφίες και γενικά την εσωτερική διακόσμηση με την οποία τον γνωρίζουμε σήμερα. Τα εγκαίνια τέλεσε ο νεοχειροτονημένος αρχιεπίσκοπος Αργολίδος Καλλίνικος Τερζόπουλος (οι εκκλησιαστικοί τίτλοι της εποχής διέφεραν από τους σημερινούς). Το πανηγύρι εκείνης της χρονιάς, λέγεται ότι συγκέντρωσε πάρα πολύ κόσμο, από τα γύρω χωριά (Μενίδι, Κουκουβάουνες, Ηράκλειο, Κηφισιά, Χαλάνδρι), την Αθήνα, και ακόμη πιο μακριά.
Οι πρώτες πανηγύρεις στον νέο ναό
«Εν Αμαρουσίω προχθές επανηγύρισε ζωηρώς ο νεόδμητος ναός της Παναγίας, ωραίος και μεγαλοπρεπής, κύριος του μικρού χωρίου», γράφει η αθηναϊκή “Εφημερίς” στις 16 Αυγούστου του 1876. Ο ανώνυμος συντάκτης της είδησης είναι εντυπωσιασμένος από το μέγεθος του ναού και απονέμει τα εύσημα για το έργο στο δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων και στον Μαρουσιώτη σύμβουλο Γεώργιο Χρ. Δημητρίου: «Η ασυνήθης διά χωρία εν μεγάλω ούτω ανοικοδόμησις του ναού τούτου οφείλεται εις την ενδελεχή υπέρ τούτου μέριμναν του δημοτικού συμβουλίου, και μάλιστα εις τον ευλαβή ζήλον του εν τω χωρίω προύχοντος κ. Γ. Χ. Δημητρίου, όστις δημοτικός ων σύμβουλος ανέλαβε μετά θερμότητος την επιδίωξιν του έργου». Η γιορτή συγκέντρωσε αρκετό κόσμο: «Πολλοί εξ Αθηνών και εκ Κηφισσίας συνηντήθησαν εκεί προχθές αφ’ εσπέρας κατά την έξοδον της αγίας εικόνος εν ήχω τυμπάνων και εν κωδωνοκρουσίαις, συγχαίροντες τοις Αμαρουσιώταις και ιδία τοις αξιοτίμοις επιτρόποις του ναού».
Εκτός από το κύριο θρησκευτικό σκέλος, στο επίκεντρο της γιορτής ήταν η μουσική και τα πυροτεχνήματα. Eκείνα τα χρόνια, τη μουσική αναλάμβαναν λαϊκοί οργανοπαίχτες. Οι σκοποί που ακούγονταν ήταν κοινοί στην Παλαιά Ελλάδα – τσάμικος, καλαματιανός, συρτός και άλλοι, που συνδέονταν σχεδόν πάντα με χορούς. Σε χρόνο που δεν έχουμε εντοπίσει, άρχισε να παρίσταται στο πανηγύρι στρατιωτική μπάντα, η οποία έπαιζε για πολλή ώρα, κατά το απόγευμα της παραμονής. Σε μια εποχή που οι δυνατότητες να ακούσει κανείς μουσική ήταν ελάχιστες, οι στρατιωτικές μπάντες που παιάνιζαν κάθε Κυριακή συνήθως, μαγνήτιζαν τους Αθηναίους.
Η καύση πυροτεχνημάτων ήταν επίσης ένα από τα δημοφιλέστερα θεάματα κατά τον 19ο αιώνα. Στην Ελλάδα εισήχθησαν με την έλευση του Βαυαρού βασιλιά Όθωνα και σύντομα έγιναν αναπόσπαστο μέρος όλων των θρησκευτικών, εθνικών και βασιλικών εορτών. Δεν γνωρίζουμε πότε χρησιμοποιήθηκαν πρώτη φορά στο πανηγύρι της Παναγίας· στην Κηφισιά ήταν γνωστά ήδη από τη δεκαετία του 1850, όταν παραθέριζε εκεί ο Όθων και εορτάζονταν η ονομαστική του εορτή και άλλες επέτειοι.
Αλλά τα πυροτεχνήματα δεν ήταν ακίνδυνα. Τον Δεκαπενταύγουστο του 1883 σημειώθηκαν ατυχήματα, ευτυχώς όχι θανατηφόρα: «Η εν Αμαρουσίω πανήγυρις εωρτάσθη δημοτελέστατα. Πλείστοι συνέρρευσαν αυτόθι εξ Αθηνών και των πέριξ, άπαντες δε επανήλθον αρίστας αποκομίζοντες εντυπώσεις εκ της εορτής. Αληθώς ήτο καλόν να λείψωσι τα επικίνδυνα πυροτεχνήματα, εξ ων παρ’ ολίγον να τυφλωθή ατυχές παιδίον παριστάμενον και δύο γυναίκες, αίτινες ελαφρώς επληγώθησαν κατά τον λαιμόν …» (“Εφημερίς”, 16-8-1883).
Δεν έλειπε φυσικά η οινοποσία στα τοπικά καταστήματα. Η “Εφημερίς” γράφει στις 15 Αυγούστου του 1878 ότι «πλείστοι της Κηφισιάς κάτοικοι φαιδροί μεταβαίνουσι αφ’ εσπέρας και φαιδρότεροι επιστρέφουσιν». Φυσικά δεν εννοεί τους ντόπιους Κηφισιώτες, αλλά τους Αθηναίους της καλής κοινωνίας που παραθέριζαν εκεί.

Η έλευση του σιδηροδρόμου
Στις 4 Φεβρουαρίου του 1885, την Καθαρά Δευτέρα του έτους εκείνου, πραγματοποίησε το πρώτο του δρομολόγιο ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος που συνέδεσε την Αθήνα με την Κηφισιά, ο οποίος έμεινε γνωστός με το όνομα «Θηρίο». Οι Μαρουσιώτες τον υποδέχτηκαν πανηγυρικά, και όχι με πέτρες και βανδαλισμούς, όπως γράφεται σε διάφορες ιστοσελίδες που αναμασούν ανοησίες. «Οι κάτοικοι (ενν. του Αμαρουσίου) συνηγμένοι παρά την γραμμήν συν γυναιξί και τέκνοις εχαιρέτιζον δι’ ασμάτων του ήχου των εγχωρίων οργάνων και ζητωκραυγών την άφιξίν του», γράφει η “Ακρόπολις” στο φύλλο της επόμενης μέρας.
Ο σιδηρόδρομος υπήρξε σταθμός για την εξέλιξη του οικισμού. Χάρις στις καθημερινές πλέον επαφές με την πρωτεύουσα, το μικρό αγροτικό Μαρούσι άρχισε να μεταμορφώνεται γοργά σε προάστιο και να εγκαταλείπει τον παραδοσιακό τρόπο ζωής. «Την χθεσινήν ημέραν -γράφει ο “Αιών” στις 5 Φεβρουαρίου του 1885- δύνανται ν’ αναγράψωσι τα χωρία του Αμαρουσίου και της Κηφισίας … ως ημέραν της οριστικής εισόδου αυτών εις την ευτυχή αποκατάστασίν των, εις την πλήρη αναγέννησιν αυτών». Τούτο, συνεχίζει η ίδια εφημερίδα, το αντιλαμβάνονται ήδη οι κατοικοί τους. Και συμπληρώνει κάτι το οποίο δείχνει το μέγεθος της αλλαγής: τώρα, θα μπορεί κανείς να βρίσκει στα δύο χωριά τα φύλλα των αθηναϊκών εφημερίδων την ίδια ημέρα που εκδίδονται.
Το «Θηρίο» έδωσε μια νέα δυναμική στο πανηγύρι της Παναγίας. Ήδη από το πρώτο έτος της λειτουργίας του, η ιδιοκτήτρια εταιρεία των σιδηροδρόμων της Αττικής πύκνωνε τα δρομολόγια κατά το διήμερο της γιορτής. Οι Αθηναίοι αποβιβάζονταν κατά εκατοντάδες στον μικρό σταθμό του Αμαρουσίου και πλημμύριζαν τους δρόμους και τις εξοχές του χωριού. Η κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των προσκυνητών, είχε ως αποτέλεσμα να ανοίξουν νέα καταστήματα και να αναβαθμιστούν γενικά οι προσφερόμενες υπηρεσίες προς τους επισκέπτες. Η διοργάνωση της πανήγυρης έγινε πιο συστηματική, με μέριμνα της τοπικής κοινοτικής επιτροπής, η οποία εργαζόταν δραστήρια για την ετοιμασία, τη διαφήμιση και την επιτυχή διεξαγωγή της. Έτσι άνοιξε η «χρυσή περίοδος» του Δεκαπενταύγουστου στο Μαρούσι, η οποία διήρκεσε σχεδόν μέχρι τον πόλεμο του 1940.