Γράφει ο Γιώργος Ανδριτσόπουλος
Mπορεί τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 1974, τέσσερις ημέρες μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και την κήρυξη της Γενικής Επιστράτευσης στην Ελλάδα, να έφτανε στην Αθήνα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, υπό τις επευφημίες χιλιάδων πολιτών που τον περίμεναν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού για να τον συνοδεύσουν στο γραφείο του Γκιζίκη, έτσι, για σιγουριά, μήπως την κοπανήσει για Παρίσι πάλι, ώστε να ορκιστεί αμέσως πρωθυπουργός, εντούτοις, τραγελαφικά πράγματα, που δεν τα χωράει ο νους τ’ ανθρώπου, είχαν συμβεί τις προηγούμενες ώρες.
Να κρέμεται, δηλαδή, σ’ ένα τεντωμένο σχοινί η τύχη ενός ολόκληρου λαού και οι «αρχηγοί» του να κοιμούνται του καλού καιρού! Γιατί, πραγματικά, τα πράγματα είχαν ξεφύγει στην Αθήνα ήδη από το μεσημέρι της 20ης Ιουλίου από τα χέρια του «αόρατου δικτάτορα» Δημήτρη Ιωαννίδη, που δεν έβρισκε πια χέρια για να κρατηθεί ούτε κι από τους «δικούς» του ανθρώπους, γιατί είχαν ήδη περάσει στα χέρια των στρατηγών.
Κι αυτοί, τ’ απόγευμα της επομένης (21ης Ιουλίου), ενώ όλα ήταν χαμένα, πήγαν σε σύσκεψη με τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, προτείνοντάς του ραγδαία αλλαγή του σκηνικού. Εδώ μπορώ να πω ότι ο στρατηγός φάνηκε άξιος ηγέτης τις κρίσιμες εκείνες ώρες για τη χώρα, καθώς απ’ αυτόν ξεκινά και η «αλλαγή φρουράς», με τους πολιτικούς καριέρας να μπαίνουν ξανά στην ενεργό υπηρεσία, φέρνοντας έτσι τη Μεταπολίτευση.
Αλλά εκείνες τις κρίσιμες ώρες, τί γινόταν στην Αθήνα; Δεν υπήρχε πολιτική και στρατιωτική «ηγεσία» να «πάει την Ελλάδα μπροστά»! Αφού, να φανταστείτε ότι, όταν, μετά τα μεσάνυχτα της 21ης προς την 22α Ιουλίου, η αμερικανική πλευρά έψαχνε να βρει κάποιον «υπεύθυνο» στην Αθήνα, για να συζητήσει πιθανότητα ανακωχής και κατάπαυσης του πυρός στην Κύπρο, δεν έβρισκε… κανέναν! Κι όταν ο υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Μπομπ Έλσγουωρθ, έψαχνε απεγνωσμένα από την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα, διά του στρατιωτικού ακολούθου της συνταγματάρχη Έβερετ Μάρντερ, τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων Γρηγόριο Μπονάνο, που εκείνη την ώρα ήταν στο σπίτι του και… κοιμόταν, παραπέμποντάς τους στο «ες αύριον τα σπουδαία», μιας και ο μέχρι τότε «αόρατος δικτάτωρ» είχε γίνει πραγματικά… άφαντος, βρέθηκε μόνο ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, για να σώσει την αξιοπρέπεια της χώρας.
Γιατί ο τότε πρωθυπουργός Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος τούς είχε παραπέμψει στον τότε υπουργό Εξωτερικών Κωνσταντίνο Κυπραίο, που είχε αναλάβει το χαρτοφυλάκιό του μόλις στις 8 Ιουλίου από τον Σπυρίδωνα Τετενέ. Μόνο που ο Κυπραίος, ο οποίος και δεν έχαιρε της εμπιστοσύνης των στρατηγών, αφού τον θεωρούσαν διπλωματικά από μηδαμινό έως και ανύπαρκτο, έλεγε και ξανάλεγε πως «δεν έχω στους Αμερικανούς την παραμικρή εμπιστοσύνη», ίσως θέλοντας να ευθυγραμμιστεί με την άποψη Ιωαννίδη.
Έτσι, βρέθηκε ο Πέτρος Αραπάκης που πήρε επάνω του την ευθύνη και μίλησε στο τηλέφωνο προσωπικά με τον Χένρυ Κίσινγκερ, αποδεχόμενος, για λογαριασμό της Ελλάδας, την κατάπαυση του πυρός στη Μεγαλόνησο, την οποία θα ανακοίνωνε η ελληνική πλευρά στις εννιά το πρωί της 22ας Ιουλίου 1974, μόνο που «η κυβέρνηση των ανδρεικέλων» του Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου άργησε να… ξυπνήσει, ανακοινώνοντάς την μιάμιση ώρα αργότερα!
Μάλιστα, απ’ ό,τι μαθεύτηκε πολύ αργότερα, έγινε και σκληρό παζάρι μεταξύ Κίσινγκερ και Αραπάκη, μέσω Έλσγουωρθ, για το πώς θα συντασσόταν η σχετική ανακοίνωση, αλλά και για το ποιός θα την έκανε πρώτος, με τελικό «νικητή» τον Έλληνα αντιναύαρχο, το κείμενο του οποίου «πέρασε» και το οποίο ανακοίνωσε η αμερικανική πλευρά τη συμφωνημένη ώρα, αφού δεν περίμενε ο Αραπάκης ν’ αργήσει να «ξυπνήσει» η «παρέα» του Ανδρουτσόπουλου, γιατί αλλιώς θα τον είχε κάνει «αράπη» από το ξύλο!
Ωστόσο, όταν στις 23 Ιουλίου, αφού στις οκτώ το πρωί είχαν ήδη συμφωνήσει οι τέσσερις στρατηγοί (Γρηγόριος Μπονάνος, Ανδρέας Γαλατσάνος, Πέτρος Αραπάκης και Αλέξανδρος Παπανικολάου) για πολιτική αλλαγή, πήγε μόνος του ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, Γρηγόριος Μπονάνος, να προτείνει στον Πρόεδρο για πρωθυπουργό τον Πέτρο Γαρουφαλιά, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπος με την άρνηση του Φαίδωνα Γκιζίκη. Ο λόγος, όπως ο ίδιος ο Γκιζίκης εξήγησε λίγη ώρα μετά, όταν μαζεύτηκαν στο γραφείο του και οι τέσσερις στρατηγοί, ήταν απλός: «η αλλαγή θα γίνει μόνο με πολιτικά πρόσωπα κοινής αποδοχής, γιατί τί αλλαγή θα κάνετε αν βάλετε στη θέση του πρωθυπουργού έναν μη αρεστό στον λαό απ’ τα παλιά;», αφήνοντας να νοηθεί ότι στο πρόσωπο του Γαρουφαλιά είχαν μείνει ανεξίτηλα ακόμη τα «ίχνη» της διαμάχης του Γεωργίου Παπανδρέου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο…
Ήταν, μάλιστα, ο Πρόεδρος τόσο απόλυτος στη θέση του, όσο και λιγομίλητος ήταν σ’ όλη του τη ζωή, αλλά σταράτος και ντόμπρος τύπος, οπότε και τους είπε να κάτσουν, να σκεφτούν και να συντάξουν μια λίστα με πολιτικά πρόσωπα «πρώτης γραμμής», τα οποία και θα καλούσε σε σύσκεψη το ίδιο βράδυ. Έτσι, παίρνοντας ως θετικό στοιχείο και το γεγονός ότι ακόμη και οι επιτελείς του Ιωαννίδη «αποσκίρτησαν» από την «αυλή» του, όπως ο υπασπιστής του, αντισυνταγματάρχης Μιχάλης Πηλιχός, αλλά και ο «δικός» του από την εποχή που υπηρέτησαν μαζί στην ΕΛΔΥΚ, κοντά δέκα χρόνια πριν, ταγματάρχης Χαράλαμπος Παλαΐνης, που είχαν δώσει στον Πρόεδρο τη «στήριξή» τους για την άμεση αντικατάσταση του Ιωαννίδη, ο στρατηγός Γκιζίκης κάλεσε τον ίδιο τον Ιωαννίδη και του έδωσε την εντολή να πάει και να πει στον τότε πρωθυπουργό Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο πως «η κυβέρνησή σας, κύριε, τελεί υπό παραίτηση»!
Το ίδιο βράδυ, λοιπόν, κλήθηκαν σε σύσκεψη υπό τον Γκιζίκη οι τέσσερις στρατηγοί, μαζί με τους παλιούς και «δοκιμασμένους» πολιτικούς, όπως ο Γεώργιος Μαύρος, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, ο Στέφανος Στεφανόπουλος, ο Σπύρος Μαρκεζίνης, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς (αναγκαστικά), ο Ξενοφών Ζολώτας και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος και θα αναλάμβανε την πρωθυπουργία, αν δεν γινόταν «αλλαγή πλεύσης» στο παρασκήνιο της σύσκεψης και την τελευταία στιγμή να επιμείνει ο Πέτρος Αραπάκης «συνωμοτικά» στην αρχική πρόταση Αβέρωφ «όπως κληθεί εσπευσμένως από το Παρίσι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής», προκειμένου ν’ αναλάβει τα ηνία της χώρας.
Μια πρόταση που είχε προσκρούσει στην άρνηση ορισμένων με το δικαιολογητικό ότι δεν υπήρχε επαρκής χρόνος για ένα τέτοιο «εγχείρημα», αλλά, μετά την επιμονή Αραπάκη, επέστρεψε ο Αβέρωφ, μαζί με τον Αλέξανδρο Παπανικολάου, στο γραφείο του Γκιζίκη για να «πείσουν» πως η πρόταση αυτή μπορεί άμεσα να υλοποιηθεί, αν προηγηθεί, φυσικά, κάποιο σχετικό τηλεφώνημα. Έγινε, λοιπόν, το τηλεφώνημα από τον Αβέρωφ στο Παρίσι, μίλησε με τον Καραμανλή προσωπικά και ο Γκιζίκης, δίνοντάς του εγγυήσεις πως «ο στρατός είναι μαζί σας», ώστε, έπειτα από λίγες ώρες, να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Ελληνικού το αεροπλάνο του Γάλλου προέδρου Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, μεταφέροντας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή για να ορκιστεί αμέσως πρωθυπουργός και ν’ αλλάξει την πορεία της χώρας. Και μέχρι το μεσημέρι της 24ης Ιουλίου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σχημάτισε την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, όπως την ονόμασαν τότε κι έχει έκτοτε καταγραφεί στα κατάστιχα της Σύγχρονης Πολιτικής μας Ιστορίας.
Μια κυβέρνηση που απαρτιζόταν από επιφανή πολιτικά στελέχη διαφορετικού ιδεολογικού σχήματος του παρελθόντος, όπως ο Γεώργιος Μαύρος, που ανέλαβε την αντιπροεδρία της κυβέρνησης και το Υπουργείο Εξωτερικών, ο ευπατρίδης Ευάγγελος Αβέρωφ, που ανέλαβε το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, ο Γεώργιος Ράλλης ως υπουργός στον πρωθυπουργό, ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος στο Εμπορίου, ο Χριστόφορος Στράτος στο Εσωτερικών, ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου στο Δικαιοσύνης, ο Δημήτριος Παπασπύρου στο Γεωργίας, ο απόστρατος αντιστράτηγος Σόλων Γκίκας στο Δημόσιας Τάξης, ο Ανδρέας Κοκκέβης στο Κοινωνικών Υπηρεσιών και ο Γεώργιος Μυλωνάς στο Μεταφορών και Επικοινωνιών, απέδειξαν πως η κοινοβουλευτική και υπουργική εμπειρία, κάτω από ένα πλαίσιο κοινού στόχου με υψηλά φρονήματα, μπορεί να κάνει θαύματα μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
Γιατί, δίπλα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, μπορεί να στάθηκαν οι παλιοί συνεργάτες του, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ (βουλευτής από το 1946 μέχρι το 1951 με το Κόμμα των Φιλελευθέρων και από το 1956 μέχρι το 1964 της ΕΡΕ και μετά της ΝΔ, που έγινε και πρόεδρός της το 1981, αφού χρημάτισε και υπουργός σε πολλές κυβερνήσεις από το 1949 μέχρι και το 1963) ή όπως ο Γεώργιος Ράλλης (βουλευτής κι αυτός από το 1950 με το Λαϊκό Κόμμα και μετά με τον Ελληνικό Συναγερμό και από το 1956 μέχρι το 1964 με την ΕΡΕ και μεταπολιτευτικά με τη ΝΔ, όπου και έγινε πρόεδρός της το 1980, χρηματίζοντας και πρωθυπουργός το 1980 -1981, αφού υπηρέτησε και ως υπουργός από το 1956), ή όπως ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου (βουλευτής από το 1946 με το Λαϊκό Κόμμα και μετά με τον Ελληνικό Συναγερμό και αργότερα με την ΕΡΕ, για να πάει κι αυτός με τη σειρά του στη ΝΔ, αφού χρημάτισε υπουργός σε διάφορα υπουργεία από το 1954 μέχρι και το 1961), ή όπως ο Σόλων Γκίκας (βουλευτής της ΕΡΕ και υπουργός από το 1958 μέχρι το 1964), μπόρεσαν και συνεργάστηκαν αρμονικά κι εποικοδομητικά με τον Γεώργιο Μαύρο (βουλευτή από το 1946 μέχρι το 1958 με το Κόμμα Φιλελευθέρων και με την Ένωση Κέντρου από το 1961 μέχρι το 1964, για να ιδρύσει αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις και το 1977 την Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου, για να καταλήξει το 1981 στο ΠΑΣΟΚ, αφού είχε χρηματίσει υπουργός από το 1945 μέχρι και το 1964), όπως και με τον Δημήτριο Παπασπύρου (βουλευτή της ΕΠΕΚ το 1950 -1951 και του Κόμματος Φιλελευθέρων από το 1952 μέχρι και το 1956, ενώ το 1961 μέχρι το 1964 ήταν στην Ένωση Κέντρου, αφού διετέλεσε και υπουργός το 1951, το 1963 και το 1965, αλλά και τρεις φορές πρόεδρος της Βουλής), αλλά και τον Θανάση Κανελλόπουλο (βουλευτή της ΕΚ από το 1963, που πήγε μεταπολιτευτικά στην ΕΔΗΚ και μεταπήδησε το 1978 στη ΝΔ), όπως έκανε και ο Ανδρέας Κοκκέβης (αφού είχε πρώτα εκλεγεί βουλευτής από το 1950 μέχρι το 1958 με το Κόμμα Φιλελευθέρων, αργότερα, από το 1961 μέχρι το 1964, με την ΕΚ και μεταπολιτευτικά με την ΕΔΗΚ, ενώ υπήρξε και υπουργός το 1964 με 1965), όπως και ο Γεώργιος Μυλωνάς (βουλευτής με την ΕΚ το 1963 και μεταπολιτευτικά με την ΕΔΗΚ).
Μόνο που σ’ αυτή την πλειάδα των έμπειρων πολιτικών, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενσωμάτωσε και την τότε «αφρόκρεμα» των Γραμμάτων και των Επιστημών, όπως ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο μετέπειτα πρώτος εκλεγμένος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που ανέλαβε το Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών, ο οικονομολόγος και πανεπιστημιακός Ξενοφών Ζολώτας, που ανέλαβε το Υπουργείο Συντονισμού, ο επίσης πανεπιστημιακός, καθηγητής Οικονομίας, Ιωάννης (Γιάγκος) Πεσματζόγλου, που ανέλαβε το Οικονομικών και μπήκε μετά στην πολιτική (βουλευτής στην αρχή με την ΕΔΗΚ, το 1974 και το 1977, για να ιδρύσει δύο χρόνια μετά το Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού), ο γιατρός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Λούρος, ως υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο καθηγητής της Νομικής Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης, που ανέλαβε το Υπουργείο Δημοσίων Έργων και μπήκε έκτοτε στην πολιτική (βουλευτής της ΕΔΗΚ το 1974, για να μεταπηδήσει από το 1985 στο ΠΑΣΟΚ), ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Λάσκαρης, που ανέλαβε το Υπουργείο Απασχόλησης και μπήκε μετά στην πολιτική (βουλευτής της ΝΔ από το 1974, χρηματίζοντας υπουργός μέχρι και το 1981), καθώς και ο επίσης δικηγόρος Χαράλαμπος Πρωτοπαππάς, που ανέλαβε το Υπουργείο Βιομηχανίας και έγινε μετά κι αυτός πολιτικός (βουλευτής το 1974 με την ΕΔΗΚ, για να πάει στη ΝΔ το 1985 και να μεταπηδήσει στο ΚΟΔΗΣΟ λίγους μήνες αργότερα).
Αλλά, όπως και να είχε το πράγμα, αυτή η «σφιχτή» ομάδα της πρώτης μεταδικτατορικής κυβέρνησης μπορώ να πω πως μας έβαλε σε μια ρότα, αφού ακόμη και οι αντικαταστάτες εκείνων των «πρώτων» υπουργών, που παραιτήθηκαν στις 9 Οκτωβρίου για να πολιτευτούν στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου, ήσαν αξιόλογοι πολιτικοί καριέρας και πνευματικοί άνθρωποι, όπως ο Δημήτριος Μπίτσιος που αντικατέστησε τον Γεώργιο Μαύρο, αν και είχε διοριστεί υφυπουργός Εξωτερικών από τις 3 Αυγούστου, ο Παναγιώτης Ζέππος που αντικατέστησε τον Χριστόφορο Στράτο, ο Γεώργιος Οικονομόπουλος που πήρε τη θέση του Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου, ο Ιωάννης Παναγιωτόπουλος που πήγε στο Υπουργείο Πολιτισμού στη θέση του Κωνσταντίνου Τσάτσου, ο Νικόλαος Φωτιάς που αντικατέστησε τον Γιάγκο Πεσματζόγλου, ο Νικόλαος Χριστοδούλου που πήρε το Υπουργείο από τον Δημήτριο Παπασπύρου, ο Νικόλαος Φαρμακίδης που αντικατέστησε τον Χαράλαμπο Πρωτοπαππά, ο Κωνσταντίνος Γούστης που πήρε τη θέση του Θανάση Κανελλόπουλου, ο Κωνσταντίνος Μαλατέστας που πήγε στη θέση του Κωνσταντίνου Λάσκαρη, ο γιατρός και πανεπιστημιακός Σπυρίδων Δοξιάδης που αντικατέστησε τον Ανδρέα Κοκκέβη και μετά πολιτεύτηκε με τη ΝΔ στις εκλογές του 1977, ο Γεώργιος Λεβέντης που πήρε τη θέση του Γεώργιου Μυλωνά και ο πολιτικός μηχανικός Ευάγγελος Κουλουμπής που αντικατέστησε τον Γεώργιο – Αλέξανδρο Μαγκάκη και πολιτεύτηκε αργότερα με το ΠΑΣΟΚ από το 1981, διατελέσας μετέπειτα πολλές φορές υπουργός.
Και η σύνθεση αυτής της κυβέρνησης με άτομα ποικίλων πολιτικών πεποιθήσεων, καθόλου δεν εμπόδισε αυτούς τους «συνεργάτες» εκείνης της κυβερνητικής περιόδου να μετατραπούν μέσα σε δύο μήνες σε κομματικούς αντιπάλους, καθώς σε δύο μόλις μήνες από τη συγκρότησή της αυτή η κυβέρνηση διαλύθηκε, στις 9 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, προκειμένου ορισμένα στελέχη της να πολιτευτούν στις βουλευτικές εκλογές της 17ης Νοεμβρίου. Εκείνο, ωστόσο, που μπορούμε σήμερα να συμπεράνουμε, κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στα πολιτικά πράγματα που ζήσαμε από τότε, είναι το αδιαφιλονίκητο πλέον γεγονός ότι, αν η σύνθεση αυτής της πρώτης Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας δεν σταματούσε απότομα δύο μήνες, σχεδόν μετά, ίσως η πορεία της χώρας θα ήταν ασφαλώς διαφορετική απ’ ότι είναι σήμερα.