Όταν η καμπάνα του χωριού μας χτυπά πένθιμα
«Κάποιος συχωρέθηκε», έλεγε η μαμά μου η Μαρουσιώτισσα κι έκανε τον σταυρό της, μονολογώντας «Θεός σχωρέσ' τον. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχούλα του». Είχε χτυπήσει η καμπάνα της Παναγίας πένθιμα. Μετά, στην κοινή βρύση, μάθαινε ποιος συντοπίτης πέθανε, αν δεν ήταν βέβαια, γείτονας, φίλος, συγγενής. Ήταν τότε που τα κακά μαντάτα τα σήμαινε η καμπάνα του «χωριού» μας. Σήμερα, ο χτύπος της καμπάνας σκεπάζεται από το μουγκρητό των αυτοκινήτων, που πνίγουν τον τόπο μας από στεριά κι αέρα. Τώρα, ή πρέπει να σταθεί κανείς στις κολόνες, να διαβάσει το «κηδειόσημο», για να μάθει, ή να το πληροφορηθεί από τον Τοπικό Τύπο, ο οποίος, πάντα και παντού στην πατρίδα μας -όπου υπάρχει- αναφέρεται μαζί με τα άλλα, και στα «ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ» και στα «ΠΕΝΘΗ». Έτσι, έστω και τότε, έστω και μ' αυτόν τον τρόπο, μαθαίνεις για τον «χαμό» κάποιου συνανθρώπου. Μαθαίνεις λοιπόν, για τον θάνατο ανθρώπου που οι δικοί του θρηνούν για την απώλεια και «μπαίνεις» αθέατος στο χτυπημένο σπιτικό και στέκεσαι δίπλα τους και με του νου και της ψυχής τις ιδιότητες, θέλεις να «άρεις» τον αβάσταχτο πόνο. Να συνδράμεις με τις όποιες διαθέσιμες δυνάμεις, να μεταφερθεί το βαρύ φορτίο παραπέρα. Όσο γίνεται πιο μακριά στον χρόνο. Τον χρόνο τον πανδαμάτορα. «Μπαίνεις» στα ξένα μαυροφορεμένα σπιτικά σαν κλέφτης. ∆εν σε βλέπει κανείς, δεν το ξέρει κανείς ούτε καν το υποψιάζονται οι χτυπημένοι από βαριά αρρώστια ή από θάνατο συνάνθρωποι. Κι όμως. Είσαι εκεί, γιατί νιώθεις την ανάγκη να «βρίσκεσαι» μαζί τους τις ώρες, τις μέρες, τον καιρό τον δύσκολο.
Γνωρίζω κάποιους ανθρώπους, οι οποίοι κάπως έτσι λειτουργούν μέσα στο πένθος των άλλων, των ξένων. ∆εν προστρέχουν στα εθιμοτυπικά πατροπαράδοτα, τα οποία κάποιες φορές ενέχουν και στοιχεία που δεν έχουν καλή σχέση με το τελευταίο «αντίο» του αποχωρισμού. Έτσι, στέκουν μακριά από τα «κοινωνικά» για να πλησιάσουν όσο μπορούν, τα «πένθη» των συνανθρώπων, προ πάντων όταν εκείνοι τείνουν χείρα βοηθείας, όπως έκανε η «γειτόνισσα» σε τούτην εδώ τη σελίδα της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ. Αναφέρομαι στη Χαριτίνη, η οποία μέσα από ένα έξοχο κείμενο-ρέκβιεμ, στο φύλλο της 26ης Ιανουαρίου, μας έκανε κοινωνούς του πόνου της. Μας άνοιξε μυαλό, ψυχή, πληγή και όσοι πιστοί σε αξίες, ιδεώδη, ιδανικά προσήλθαμε. Βρεθήκαμε εκεί. Κοντά της, σε έναν «ακάλεστο δείπνο», αόρατοι, να κρατάμε ένα μέρος του σταυρού της, με τα «χέρια» της ψυχής. Άγνωστο το αποτέλεσμα, αφού μετρήσεις για τις δυνάμεις της δεν θα γίνουν ποτέ και απάντηση δεν θα έχουμε. Εκείνο όμως το οποίο θεωρώ πως έχει αξία, είναι η απόφαση. Η απόφαση να στέλνει κανείς στο… καλό τα δικά του και να εύχεται στον Θεό, όσο πιο συχνά γίνεται, να γλυκάνει ο πόνος των ανθρώπων τέτοιες ώρες. Ώρες δύσκολες. ∆υσβάσταχτες. Πικρές, που πονάνε. Που πονάνε πολύ και χρειάζονται τον λόγο τον γλυκό. Τον λόγο της αγάπης και της συμπαράστασης.
Πολλές φορές, τελευταία, η καμπάνα του «χωριού» μας χτύπησε πένθιμα. Έφυγαν από κοντά μας ο Γιώργος, ο Σήφης, ο Ηλίας κι άλλοι κι άλλες. Πήγανε στον κόσμο τον αληθινό, όπως έλεγε η μάνα. Όσοι έμειναν πίσω να πενθούν, ας είναι μακρύς ο δρόμος τους με του Θεού την ευσπλαχνία να τους συντροφεύει.