Με πρόφαση την «διευκρίνιση» δήθεν αλληλοσυγκρουόμενων πολεοδομικών διατάξεων, με τις οποίες καθορίζονται οι χρήσεις των κτιρίων στο Μαρούσι, ο δήμαρχος επιχειρεί την επέκταση των υπερτοπικών χρήσεων σε πρόσθετους χώρους, τη νομιμοποίηση κτιρίων με αυτές τις χρήσεις, την καθιέρωση και άλλων πιο επιβαρυντικών και την επέκταση των επαγγελματικών χρήσεων στις περιοχές γενικής κατοικίας.
Όμως το Μαρούσι δεν έχει ανάγκη από την λειτουργία Υπερτοπικών Χρήσεων, δηλ. υπεραγορών, εμπορικών κέντρων, ξενοδοχείων, νυκτερινών κέντρων, κ.α. αντιστοίχων χρήσεων, ούτε καμία υποχρέωση να δεχθεί αυτές τις χρήσεις και μάλιστα τη στιγμή που όσα ήδη λειτουργούν έχουν καταστρέψει μεγάλο μέρος από τον προαστιακό χαρακτήρα του και τις ήπιες οικιστικές συνθήκες, τις οποίες ανέκαθεν είχε και με τις οποίες προορίζεται από το πολεοδομικό του καθεστώς να συνεχίσει να λειτουργεί. Γεγονός το οποίο αποτελεί διαπίστωση και πεποίθηση όλων των δημοτών.
Οι επιτρεπόμενες χρήσεις στο Μαρούσι έχουν ξεκαθαρίσει από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο με την απόφαση υπ΄ αριθμό 1027/1999 και το υπ΄ αριθμό 262/96 Πρακτικό Επεξεργασίας (το οποίο εκδόθηκε εξ αφορμής της εντάξεως της πολεοδομικής ενότητας 6 – Αγίου Θωμά), απεφάνθη ότι: το Μαρούσι δεν είναι “δευτερεύον κέντρο χωροταξικής υποενότητος Λεκανοπεδίου” (άρθρο 11 παρ. 4 του Ν. 2052/1992) και εγένετο επαναφορά εις τους στόχους του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθηνών (Ν. 1515/85), το οποίον προέβλεπε το Αμαρούσιον ως “κέντρο Δήμου με υπερτοπική σημασία”, με συνέπεια να απαγορεύεται σε αυτό η εγκατάσταση γραφείων για την λειτουργία των κεντρικών υπηρεσιών τραπεζών, εταιρειών με πανελλήνια ή διεθνή δραστηριότητα, καθώς και άλλων αντιστοίχων χρήσεων, δηλαδή εμπορικών κέντρων, πολυαγορών, εκθέσεων κλπ. και επιτρέπονται μόνο οι χρήσεις εκείνες οι οποίες εξυπηρετούν τις ανάγκες των κατοίκων του Δήμου και των ομόρων του.
Συνέπεια της ανωτέρω θέσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι ότι κανένας νόμος και καμία απόφαση δεν μπορεί να μεταβάλει τον περιφερειακό χαρακτήρα του Αμαρουσίου σε υπερτοπικό, διότι τούτο συνεπάγεται τη λειτουργία σε αυτό πιο επιβαρυντικών χρήσεων από τις ανωτέρω, ενέργεια που κατά παγία νομολογία του είναι αντισυνταγματική και επομένως άκυρη.
Όσα επομένως ισχυρίζονται οι μελετητές του δημάρχου για τον υπερτοπικό χαρακτήρα του Δήμου είναι εκτός τόπου και χρόνου.
Συνεπώς οι υπερτοπικές χρήσεις που επιδιώκουν να καθιερώσουν στην πόλη, καθώς και η επέκταση τους σε ακόμη πιο επιβαρυντικές από αυτές που ισχυρίζονται ότι ισχύουν σήμερα, είναι παράνομες και δεν υφίσταται κάποια υποχρέωση στο Μαρούσι να τις δεχθεί.
Σε ότι αφορά τις περιοχές γενικής κατοικίας για τις οποίες από τη μελέτη «προβάλλεται ο ισχυρισμός» ότι, με τις προτάσεις της βελτιώνονται οι οικιστικές τους συνθήκες, διότι με αυτές περιορίζεται το μέγεθος των επαγγελματικών χρήσεων και διότι επιβάλλεται η υποχρέωση για χρησιμοποίηση του 40% του ισχύοντος συντελεστή δομήσεως για κατοικίες, η απάντηση είναι ότι, από το Συμβούλιο της Επικρατείας επιβάλλεται η υποχρέωση για χρησιμοποίηση του 60% του ισχύοντος συντελεστή δομήσεως για κατοικίες στις περιοχές γενικής κατοικίας και όχι το 40% των προτάσεων -ώστε να μην ανατρέπεται ο κύριος προορισμός τους, ο οποίος είναι της κατοικίας- και ότι τα μεγέθη που προτείνονται για τους χώρους λειτουργίας των επαγγελματικών χρήσεων είναι υπερβολικά μεγάλα, δεν συμβαδίζουν με τις νομοθετημένες ήπιες οικιστικές συνθήκες της πόλης, είναι αντίθετα με το ισχύον πολεοδομικό καθεστώς και πολεοδομικό κεκτημένο της, αφού δεν περιορίζονται στο μέγεθος εκείνο που απαιτείται για την εγκατάσταση των μικρής εκτάσεως λειτουργιών, οι οποίες χρειάζονται για την εξυπηρέτηση μόνο των κατοίκων κάθε γειτονιάς και έτσι οδηγούν στην περαιτέρω υποβάθμιση των οικιστικών συνθηκών στις περιοχές της γενικής κατοικίας. Παράδειγμα η προτεινόμενη δημιουργία καταστημάτων με επιφάνεια 700 μ2 ανά ιδιοκτησία, τα οποία δεν χρειάζονται για την εγκατάσταση καμιάς από τις δραστηριότητες που στοχεύουν στην εξυπηρέτηση των γειτονιών και μέγεθος που δεν χρειάζεται ούτε και στα πολεοδομικά κέντρα των γειτονιών (τοπικά κέντρα), δοθέντος μάλιστα και ότι η συγκέντρωση επιβαρύνσεως σε εντοπισμένα σημεία (τα πολεοδομικά κέντρα των γειτονιών), συνεπάγεται την ανατροπή των ήπιων οικιστικών συνθηκών των περιοχών στις οποίες εγκαθίστανται και οι οποίες ως κύριο προορισμό έχουν την κατοικία, αλλά και της ευρύτερης περιοχής αυτών, που είναι αμιγούς κατοικίας. Αντιθέτως εκείνη η ρύθμιση που οφείλεται να γίνει στις περιοχές γενικής κατοικίας, είναι «ο δραστικός περιορισμός του μεγέθους των πέραν της αμιγούς κατοικίας επαγγελματικών δραστηριοτήτων και η προσαρμογή τους στον ισχύον πολεοδομικό καθεστώς της πόλης (δηλ. απαγόρευση κάθε χρήσης που δεν στοχεύει στην εξυπηρέτηση των κατοίκων της, που συνεπάγεται και το μικρό μέγεθος τους)».
Οφείλει επομένως η δημοτική αρχή, να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους επιθυμεί την εγκατάσταση των υπερτοπικών χρήσεων στην πόλη, την επέκτασή τους σε πρόσθετα οικόπεδα, από εκείνα στα οποία ισχυρίζεται ότι σήμερα επιτρέπεται (ενώ το Συμβούλιο έχει αποφανθεί ότι απαγορεύονται παντελώς στο Μαρούσι, όχι γιατί κάποιος νόμος που τα έχει επιβάλει είναι αντισυνταγματικός, αλλά επειδή τούτο έχει επιβληθεί με το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιό του (Φεκ. 734/94) το οποίο επανέφερε το Μαρούσι στους στόχους του αρχικού ρυθμιστικού της Αθήνας, το οποίο προέβλεπε το Μαρούσι ως κέντρο Δήμου με υπερτοπική σημασία) και την καθιέρωση ακόμη πιο επιβαρυντικών χρήσεων, όπως οφείλει και να αποδείξει ότι οι γειτονιές (πολεοδομικές ενότητες) έχουν ανάγκη από τα υπερβολικά μεγέθη καταστημάτων και γραφείων που προτείνει.
Πρέπει όμως να γνωρίζουν και οι δημοτικοί σύμβουλοι εκείνο που γνωρίζουν όλοι οι Μαρουσιώτες, δηλαδή ότι από κάθε τετραγωνικό μέτρο που κτίζεται για εμπορικό κέντρο, πολυαγορά κ.α. με τις νέες ρυθμίσεις του κ. Πατούλη οι νεοϊδιοκτήτες του (όχι οι Μαρουσιώτες) κερδίζουν 16.000 ευρώ! περισσότερα από όσα θα κέρδιζαν αν έκτιζαν με τις νόμιμες χρήσεις, δηλαδή κτίρια που να εξυπηρετούν μόνο το Μαρούσι.
Αυτή είναι η απάντηση που δεν έδωσε ο μελετητής του δημάρχου στην ερώτηση που του υπεβλήθη από τον κ. Μπρέγιαννη, στην ειδική συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου, αν δηλαδή με τις προτάσεις του δημιουργούνται υπεραξίες. Στην ερώτηση αυτή, προκαλώντας το δημοτικό συμβούλιο και τους δημότες, «απάντησε» με υποκρισία ότι νιώθει τύψεις για την αυστηρότητα των προτάσεων που αφορούν τις επιτρεπόμενες χρήσεις στις περιοχές γενικής κατοικίας, οι οποίες οδηγούν σε μείωση της αξίας αυτών των οικοπέδων! Για να αποδειχτεί με αυτή την απάντηση όχι μόνο η πλήρης ακαταλληλότητά του για την προάσπιση του δημοτικού συμφέροντος, αλλά η επιβεβαίωση της απόλυτης ταύτισής του στην εξυπηρέτηση των μεγαλοϊδιοκτητών και μάλιστα με πρόκληση ιδιαιτέρως μεγάλης βλάβης στην πόλη, κατά πλήρη αντιδεοντολογική συμπεριφορά και ακόμη περισσότερο, αφού απεδέχθη ότι υπεχώρησε στις υποδείξεις του αρμόδιου αντιδημάρχου για τις χρήσεις, ενώ η δεοντολογία τον υποχρέωνε να αρνηθεί αυτή την ταύτιση και να απόσχει από κάθε συνεργασία σε περίπτωση επιμονής του αντιδημάρχου.