Σαν την Μεγάλη Παρασκευή. 17 Απριλίου 2009. Μεγάλη Παρασκευή. Συνήθως οι Μεγάλες Παρασκευές είναι βουρκωμένες. Έχουν μια μελαγχολία κάτω από το συννεφιασμένο ουρανό και ταιριάζουν με της ψυχής τη θλίψη. Ετούτη εδώ όμως, η φετινή, ήταν ηλιόλουστη. Σηκώθηκα το πρωί, λούστηκα, μπανιαρίστηκα, ντύθηκα ανάλογα με τη Μεγαλοσύνη της πένθιμης μέρας και πήρα τους δρόμους για τους τόπους που αναπαριστούσαν το Τραγικό γεγονός. Ένα γεγονός, που κάθε χρόνο με γεμίζει Πόνο, Θυμό, Αγανάκτηση για το κακό ριζικό του ανθρώπου να Σταυρώνει – σκοτώνει τους Μεγάλους του είδους του.
Πήγα στην εκκλησιά όπου ο Χριστός είχε τεθεί επί του «Τάφου» για το λαϊκό προσκύνημα. Έξω βρήκα κάποιους φίλους. Είπαμε δυο λόγια, με το σεβασμό που οφείλαμε στην περίσταση. Ο χώρος εσωτερικά ήταν ο ίδιος όπως πάντα, αλλά στολισμένος με λουλούδια, και με έναν κόσμο ο οποίος ερχόταν συνεχώς, προσκυνούσε, καθόταν για λίγο να αποτίσει φόρο Τιμής, κι έφευγε για να ’ρθει το βράδυ να Τον συνοδεύσει μέχρι τέλους.
13 Μαΐου 2009. Τετάρτη. Μέρα ηλιόλουστη σαν την Μεγάλη Παρασκευή. Λούστηκα, μπανιαρίστηκα, ντύθηκα όπως και την Μεγάλη Παρασκευή. Περιποιήθηκα την εμφάνισή μου, γιατί εκεί που θα πήγαινα αυτή τη φορά, αυτός που θα «προσκυνούσα», ήθελε τους ανθρώπους ωραίους και χαρούμενους. Το δεύτερο ήταν αδύνατο να είμαι. Το πρώτο, το προσπάθησα. Άπλωσα πάνω στο κρεβάτι όλα μου τα κολιέ, τα δαχτυλίδια και τα λοιπά μπιχλιμπίδια. Φόρεσα το ένα, φόρεσα το άλλο, τα φόρεσα όλα, τα έβγαλα όλα και ησύχασα. Τίποτα δεν έβρισκα κατάλληλο για την περίσταση.
Πήγα να χαιρετίσω στον δικό του «ναό» έναν επίσης Αγαπημένο Άνθρωπο. Έναν άνθρωπο τον οποίο νοιώθω τόσο δικό μας, που όσο κι αν αυτό μοιάζει τετριμμένο και ακούγεται χιλιοειπωμένο, δεν γίνεται να μην το πω, όταν τόσο έντονα το αισθάνομαι. Και είναι κάποια συναισθήματα δυνατά και πλούσια, γεμάτα Αγάπη, Σεβασμό, Ευγνωμοσύνη, που δεν μπορούν αλλά ούτε και πρέπει να κρύβονται.
Έξω βρήκα κάποιους φίλους. Είπαμε δυο λόγια, με το σεβασμό που οφείλαμε στην περίσταση. Σαν την Μεγάλη Παρασκευή… Ο χώρος εσωτερικά ήταν ο ίδιος όπως πάντα, μα τώρα στη θέση της πολυθρόνας του, ήταν ο «επιτάφιος». Ο κόσμος -κι ήταν εκατοντάδες οι άνθρωποι που πέρασαν από εδώ- έρχονταν για τον προ του τάφου χαιρετισμό. Αυτόν, που δεν περιμένει να πάρει πίσω τίποτα! Τον πλέον Άδολο χαιρετισμό, τον οποίο απευθύνει άνθρωπος σε άνθρωπο. Γι αυτό η αξία του τεράστια και σε τούτη την περίπτωση, μαζεύτηκε αμύθητος πλούτος, χάρις στις χιλιάδες του κόσμου που στο τέλος τον συνόδευσαν στην τελευταία επίγεια κατοικία.
Πέρασαν οι ώρες με το πήγαιν’ έλα στο προσκύνημα, σαν την Μεγάλη Παρασκευή, ώσπου ήρθε η ώρα της νεκρώσιμης ακολουθίας στην Παναγία του Μαρουσιού. –ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ…- Έτσι ξεκίνησε η λειτουργία. Έτσι σταμάτησε η Φανούλα να τιτιβίζει σαν το πουλάκι που βρέθηκε να σπαράζει μόνο, χωρίς τον πολυαγαπημένο σύντροφο ύστερα από τόσα και τόσα χρόνια όμορφης ζωής. Έτσι γαλήνεψε κι η δική μου τρικυμία.
Τετάρτη 13 Μαΐου που έμοιαζε τόσο με την Μεγάλη Παρασκευή. Μόνο που τούτη η Τετάρτη ήταν Αναστάσιμη, για να μας επισημάνει πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν πεθαίνουν. ΖΟΥΝ στις καρδιές, στις μνήμες, μέσα στα έργα, στην προσφορά, στην ΑΓΑΠΗ που έδωσαν και πήραν.
ΕΥΓΕΝΙΕ ΣΠΑΘΑΡΗ… τα ΚΑΤΑΦΕΡΕΣ!!!
ΤοποΓράφει η Θέμις