Μαρούσι, όπως Τιμπουκτού.Ένα ντοκιμαντέρ στη ΝΕΤ και μία «επίσκεψη» μέσω διαδικτύου στο μακρινό, φτωχό, αφρικανικό κράτος Μάλι με το «πάμπλουτο» Τιμπουκτού, ξεσήκωσε και πάλι τα… περί την Λαογραφία-Ιστορία του Μαρουσιού πάθη μου. Το μικρόβιο, μου το πέρασε η μητέρα μου, με τις ιστορίες της για τα περασμένα χρόνια. Τα ήθη, τα έθιμα, τις δεισιδαιμονίες, τα τραγούδια, τους χορούς, τις νηστείες και τα πανηγύρια. Τα του γάμου, της λοχείας και του νεκρού.
Για τις νεράιδες και τα ξωτικά, τα μάγια, τα «δεσίματα» και τα γιατροσόφια. Τις εποχές, τις μέρες, τις ώρες και τα μυστικά τους, που έπρεπε να τα ξέρεις και να τα τηρείς, για να μη σ’ εύρει το κακό. Κι όλα τούτα μαζί, με ένα σωρό άλλα -φανερά κι απόκρυφα- της καθημερινότητας και της σχόλης, της βιο-πάλης, του γλεντιού ή της μυσταγωγίας, δεν ήταν παρά ελάχιστα ψήγματα από έναν ανεκτίμητο -παμπάλαιο- πλούτο γνώσης, ο οποίος κατέληξε να παραδίδεται κρυπτογραφημένος ή παραφθαρμένος από γενιά σε γενιά, μέχρι χτες.
Μα έστω κι έτσι, εγώ έβρισκα πως ετούτη η υπόθεση, είχε αφ ενός μία απίστευτη γοητεία, αφ ετέρου μια αξιοσέβαστη θέση στη σημερινή ζωή μας, αφού από τις μαυρόασπρες φωτογραφίες της, αφουγκραζόμουν όλη την προηγούμενη ζωή. Εκείνην που έζησαν οι πρόγονοί μας και η ανάλογη τοποθέτησή τους στο δικό μας βίο, θα έδινε την πρέπουσα αξία και στην πριν και στην τωρινή και στη μελλοντική πορεία μας μέσα στο χρόνο κι επάνω σε τούτον τον ελληνικό Τόπο. Πανάκριβη προέκταση-επιμήκυνση, που δεν ξέρω γιατί αυτήν την πορεία, την προτιμούμε σε… τεμάχια. Τα δικά τους τα περασμένα, τα δικά μας τα τωρινά, των παιδιών μας τα αυριανά, σαν να μην πρόκειται για μία υπόθεση ενιαία και εξελισσόμενη. Υπόθεση Ζωής!…
Έπειτα ήρθε ο Καμπούρογλου με την «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ» και όπως διάβαζα ιστορίες και περιγραφές κι έβλεπα τις παλιές φωτογραφίες, η χαρά και το καμάρι, εδραίωναν τη θέση μου: Και μεις στο Μαρούσι, έχουμε να καταθέσουμε τέτοια ακριβά, στην γενέτειρα πόλη μας. Και τότε (1986) δημιούργησα τη ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΟΜΑΔΑ του Πνευματικού Κέντρου επί Δημαρχίας Χρήστου Βλάχου, συνεχίστηκε επί Δημαρχίας Παναγιώτη Τζανίκου, ο οποίος αφού «παρέλαβε» το οικοδόμημα της Λ.Ο. στα… «μπετά», το παρέδωσε προς αποπεράτωσιν, όπου η πολιτική αναγκαιότητα των καιρών υπέδειξε.
Κι όταν και όπου αυτή η ρημάδα παρεμβαίνει, γκρεμίζει «ρημοκκλήσια» τα οποία «χτίστηκαν» με απόλυτο Σεβασμό και αδιαπραγμάτευτη Αγάπη, αφού δεν έχουν επαφή με την τρέχουσα έννοια της… πολιτικής ενασχόλησης. Εν κατακλείδι, το πολιτισμικό αποτέλεσμα που αφορά στην Ιστορία και τη Λαογραφία αυτού του αρχαίου Δήμου -του οποίου προστάτιδα υπήρξε η θεά Άρτεμις με έναν «υπέρλαμπρο ναό» προς τιμήν της- κατέληξε να μουχλιάζει (ΑΔΙΑΜΑΡΤΥΡΗΤΑ!!!) στα πολιτιστικά αζήτητα, τα επί… «Δημαρχείας», στο υπόγειο μιας γενικότερης, περί τον Έλληνα Πολιτισμό, αδιαφορίας και απαξίας.
Κι όμως! Το Μαρούσι, και κάθε Μαρούσι στην Ελλάδα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια πρότυπη «τράπεζα» γνώσης σαν το Τιμπουκτού, όπου τα πολύτιμα της ζωής των ανθρώπων θα φυλάσσονταν με τη σοβαρότητα, την υπευθυνότητα, το σεβασμό και την …επίγνωση ως προς το ρόλο που καλούνται να παίξουν, για μια συνέχεια η οποία είναι ΑΝΑΓΚΗ να έχει ρίζες. Κι όσο πιο βαθιές -που να ανιχνεύονται στα βάθη των χιλιετιών- τόσο πιο ωφέλιμες. Τότε, καμία «θεότης» που δεν θα ξέρει… τι, γιατί, και από ποιόν… ώμο (!!!) κουβαλάει επάνω της κάτι… «πράματα», δεν θα μπορούσε να σταθεί πουθενά, υπό το όνομα «Αμαρυσία Άρτεμις».
Γραφές, φωτογραφίες, αντικείμενα, συμβολισμοί ακατανόητοι ή δυσνόητοι που έλκουν την επιστημονική μελέτη, πρέπει να φυλάσσονται με ευλάβεια και να παραδίδονται στο μέλλον, (όπως συμβαίνει σήμερα στο μακρινό Τιμπουκτού) διότι τούτοι δω οι θησαυροί ζωής, είναι πολύ πιο πολυεπίπεδοι από ό,τι το εγωκεντρικό μας υπόβαθρο μάς επιτρέπει να διακρίνουμε.
Τοπογράφει η Θέμις