Η αναμενόμενη από καιρό «είδηση» ήρθε τελικώς στο φως της δημοσιότητας, δημιουργώντας ανάμεικτα συναισθήματα μεταξύ των πολιτών. Η χώρα οδεύει προς εθνικές εκλογές, μόλις δυο χρόνια μετά την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση και με ανοιχτές δεκάδες πληγές, σε πολλά ζητήματα.
Του Θάνου Σταθόπουλου
Στο άγγελμα της είδησης, κάποιοι ανάσαναν ανακουφισμένοι, αφού η διακυβέρνηση είχε μετατραπεί γι’ αυτούς σε βάσανο, αν όχι σε βρόχο, ώστε η διαφαινόμενη απώλεια της εξουσίας να προσομοιάζει περισσότερο με απαλλαγή από ένα δυσβάσταχτο φορτίο, παρά με ήττα.
Για κάποιους άλλους, η προκήρυξη πρόωρων εκλογών αποτέλεσε το έναυσμα για να δοθούν οι πρώτες παραγγελίες για το ράψιμο υπουργικών κουστουμιών ή ταγιέρ, αφού για τους συγκεκριμένους υποψηφίους βουλευτές η κατάκτηση της εξουσίας θεωρείται βεβαία.
Και για τους μεν και για τους δε το «συμφέρον του τόπου» και η γνώμη των πολιτών ελάχιστη σημασία έχουν ή, τουλάχιστον, πολύ δύσκολα θα μας πείσουν ότι τα έλαβαν σοβαρά υπόψη τους. Εξάλλου, καλύτερα από τα λόγια τους, μιλούν τα έργα τους, δεκαετίες τώρα που μοιράζονται εναλλάξ τις τύχες αυτής της χώρας.
Αν επιχειρήσουμε μια σύντομη ανασκόπηση στα χρόνια που ακολούθησαν την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και τα οποία μονοπωλήθηκαν από τις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, ελάχιστες στιγμές εθνικού μεγαλείου, εθνικής υπερηφάνειας, εθνικού αυτοσεβασμού μπορούμε να θυμηθούμε. Αντιθέτως, πλειοψηφούν τα σκάνδαλα, οι λαμογιές, οι αθετήσεις υποσχέσεων, τα συνεχή πλήγματα στη διεθνή εικόνα της χώρας.
Για ορισμένους, όμως, πολιτικούς των δύο κυβερνητικών κομμάτων πέρα βρέχει. Σαν να μην ξέρουν τίποτε για το «έγκλημα», σαν να γεννήθηκαν μόλις χθες, βγαίνουν σε τηλεπαράθυρα, ραδιοφωνικές εκπομπές ή αρθρογραφούν σε έντυπα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, επιχειρώντας να μας πείσουν για το αγνό των προθέσεών τους και κυρίως για την αποφασιστικότητά τους να βγάλουν τη χώρα από την πολυεπίπεδη κρίση που περνά. Ωσάν αυτή η κρίση να δημιουργήθηκε μονάχη της, χωρίς ουδείς από τους πολλά υποσχόμενους πολιτικούς των τελευταίων ετών να συνέβαλε σε αυτήν.
Μα να ‘ναι μόνο οι παραπάνω πολιτικοί των δύο «μεγάλων» κομμάτων που πρέπει να δεχθούν τον λίθο του αναθέματος για την κατάντια στην οποία έχουν φέρει την Ελλάδα; Οι άλλοι, των υπολοίπων κομμάτων του ελληνικού κοινοβουλίου, δεν φέρουν άραγε τις δικές τους ευθύνες;
Δεν συντηρούν τη συγκεκριμένη «διχρωματική εναλλαγή» στο Μέγαρο Μαξίμου, όταν είτε παραμένουν καθηλωμένοι σε… προϊστορικές ιδεοληψίες, είτε αλληλοεξοντώνονται για να αποδείξουν την ιδεολογική καθαρότητά τους, είτε τραβούν τ’ άκρα, προσπαθώντας να παρασύρουν σε επικίνδυνες ατραπούς κάποια μερίδα του εκλογικού σώματος;
Στο σκηνικό που διαμορφώνουν όλα τα παραπάνω, η απόφαση του Έλληνα πολίτη που θα βρεθεί μπροστά στην κάλπη, την Κυριακή 4 Οκτωβρίου, μόνο εύκολη δεν είναι. Ποιον ν’ αφήσει και με ποιον να πάει; Κι αν θέλει να στείλει μήνυμα προς τους εθνικούς του πατέρες, ότι τον κούρασαν και τον αηδίασαν με την πολιτική συμπεριφορά τους, μέσω ποιας εκλογικής επιλογής μπορεί αυτό να εκφρασθεί;
Η στήλη δεν επιθυμεί -και δεν δικαιούται, άλλωστε- να κατευθύνει ή να εκφράσει λόγο για την εκλογική επιλογή του καθενός. Εξάλλου, όπως έλεγε κάποιος, του οποίου το όνομα πλέον μου διαφεύγει, «ουδέποτε όλοι οι άγγελοι ήταν μαζεμένοι στη μία πλευρά και όλοι οι διάβολοι στην άλλη»… Αν συνέβαινε αυτό, τα πράγματα θα ήταν εύκολα και οι επιλογές ξεκάθαρες. Έλα, όμως, που «άγγελοι» και «διάβολοι» είναι δυνατόν να συμβιώνουν κάτω από την ίδια πολιτική στέγη.
Αδιέξοδο, θα υποθέσει κάποιος. Αν δεχθούμε, ωστόσο, τη ρήση ότι «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα», τότε οφείλουμε να βρούμε διεξόδους. Ακόμη κι αν πιστεύουμε ότι η ποιότητα της Δημοκρατίας που απολαμβάνουμε δεν είναι αυτή για την οποία κάποιοι ιδεολόγοι πρόγονοί μας αγωνίστηκαν κι έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους, παρ’ όλα αυτά μάς επιτρέπει να ελπίζουμε ότι έχουμε ακόμη τα χρονικά περιθώρια ν’ ανακάμψουμε.
Εξάλλου, κάθε ισοπεδωτική διάθεση, κάθε μηδενιστική θεωρία, όχι απλώς δεν επιλύει προβλήματα, αλλά αποτρέπει τους περισσότερους ακόμη και από το ν’ ασχοληθούν μαζί τους. Και τούτο είναι ακόμη χειρότερο, όχι απλώς για την ποιότητα, αλλά και για την ύπαρξη της ίδιας της Δημοκρατίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ίσως το ζητούμενο να μην είναι να ρίξουμε στην εκλογική πυρά όλους αδιακρίτως τους βουλευτές, αλλά σίγουρα να «κοσκινίσουμε» πολύ προσεκτικά τα ψηφοδέλτια του κόμματός μας. Διαβάζοντας τα ονόματα με προσοχή, σίγουρα θα μας έρθουν στο μυαλό μερικά από τα έργα των υποψηφίων, στο κοντινό και λίγο πιο μακρινό παρελθόν. Και υπάρχουν ορισμένες τόσο «καραμπινάτες» περιπτώσεις που μόνο αν πάσχουμε από προχωρημένη αμνησία μπορούμε να έχουμε λησμονήσει…
Η στήλη πάντα πίστευε ότι η εκλογική διαδικασία, πέραν όλων των άλλων, είναι ίσως η μοναδική στιγμή κατά την οποία οι πολιτικοί αγωνιούν για το τι αισθάνονται οι πολίτες και πώς αυτό θα το εκφράσουν. Όσες δημοσκοπήσεις κι αν έχουν στα χέρια τους, ό,τι πληροφορίες κι αν συλλέγουν οι προεκλογικοί μηχανισμοί τους, μέχρι ν’ αρχίσουν να… ρέουν τα πρώτα εκλογικά αποτελέσματα κανένας δεν αισθάνεται απόλυτα βέβαιος.
Το μόνο κακό είναι ότι δεν έχουμε καταφέρει ποτέ ως πολίτες να τους εκπλήξουμε πραγματικά. Δεν κατορθώσαμε, μέχρι σήμερα, να διαταράξουμε τη «νιρβάνα» τους και να τους αποδείξουμε ότι κάνουν μεγάλο λάθος με το να μας θεωρούν σίγουρους και προβλέψιμους.
Ποτέ, όμως, δεν είναι αργά για αλλαγές. Και κυρίως ποτέ δεν είναι αργά για να συνειδητοποιήσουμε την ανυπολόγιστη δύναμη που έχει αυτό το μακρύ χαρτάκι που μας δίδεται κατά την είσοδό μας στα εκλογικά κέντρα. Και μιλάμε για τόση δύναμη που, εάν ποτέ την αφήσουμε να εκφρασθεί χωρίς προαπαιτούμενα και προσωπικές δεσμεύσεις, ίσως καταφέρει ν’ αλλάξει πραγματικά τις ζωές μας, αλλά και τον ρου της ιστορίας.