Γράφει ο Χρήστος Στρυφτός, Ιστορικός.
Τον Φεβρουάριο του 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε φτάσει στην Μολδοβλαχία ώστε να ξεσηκώσει από εκεί μια μερίδα ανθρώπων εναντίον του τουρκικού ζυγού. Ο ίδιος σημειώνει σε γνωστή επιστολή του προς μέλη της Φιλικής Εταιρείας κάνοντας λόγο πως στον αγώνα του αυτό όλοι τον είχαν αφήσει μόνο εκτός από τον Σέκερη και τον Παπαφλέσσα. Λόγω του καθεστώτος που επικρατούσε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο Υψηλάντης παρατήρησε πως υπάρχουν δυο κοινωνικές τάξεις οι δούλοι και οι άρχοντες-ηγεμόνες. Εκείνος για την οργάνωση της επανάστασης προτίμησε αρχικά να συνεργαστεί με τους δούλους και όχι με τους ηγεμόνες. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση των ηγεμόνων και ο Υψηλάντης για να μπορέσει να εκδώσει την επιστολή του, καθησύχασε τους ηγεμόνες για την απόφαση που είχε πάρει να ακολουθήσει το παράδειγμα του Βλαδιμηρέσκου δηλαδή να καταργούσε τα προνόμιά τους. Τόνισε επίσης ότι αν τυχόν οι Τούρκοι επιτεθούν στην Ελλάδα υπάρχει η δύναμη του «Ιερού Λόχου» να τους αποκρούσει. Από τις 23 Φεβρουαρίου αρχίζει και στέλνει επιστολές προς τις οθωμανικές αρχές δηλώνοντας τους πως θα τους πολεμήσει μέχρι το τέλος με την σύμπραξη της Ρωσίας. Αυτές τις επιστολές τις έστειλε από το γενικό στρατόπεδο στο Ιάσιο. Έτσι συμβουλευόμενος τον Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό ο Υψηλάντης αφήνει στην άκρη τις ταξικές πρακτικές και στις 24 Φεβρουαρίου από το Ιάσιο εκδίδει την επίσημη προκήρυξη προς τους Έλληνες ώστε να ξεσηκωθούν, να επαναστατήσουν για να υπερασπιστούν τα εδάφη τους. Η προκήρυξη αυτή υπογεγραμμένη από τον ίδιο τον Υψηλάντη φέρει τον τίτλο «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ».
Επρόκειτο για μια προκήρυξη την οποία είχε επιμεληθεί ο εκ Κεφαλληνίας γιατρός στην ειδικότητα Γεώργιος Κοζάκης Τυπάλδος. Η επιστολή αυτή επικρίθηκε από αρκετούς καθώς θεωρήθηκε ανόητο να σημειώνεται πως οι Έλληνες θα ήταν έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο επειδή θα είχαν την υποτιθέμενη στήριξη των Ρώσων. Αυτή η σιγουριά βέβαια για τους Ρώσους μπορεί ίσως να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι πολλάκις ο τσάρος Αλέξανδρος της Ρωσίας είχε δώσει και παλαιότερα μηνύματα στήριξης στους Έλληνες και μαζί με αυτόν επιβεβαίωνε ο τότε Υπουργός των Εξωτερικών Ιωάννης Καποδίστριας. Η επιστολή επηρεασμένη ως προς το περιεχόμενο της από τις νόρμες της Γαλλικής Επανάστασης είχε δημοκρατική χροιά και φυσικά έδινε ελπίδα όχι μόνο στον αγώνα των Σουλιωτών αλλά και των Σέρβων, όπως επίσης και οι Έλληνες του Βουκουρεστίου και του Ιασίου που ήταν υποδουλωμένοι στους Οθωμανούς.
Ο Υψηλάντης χρησιμοποιώντας μεγαλειώδεις φράσεις στην επιστολή αυτή έκανε επίκληση της ιστορίας των Ελλήνων από την δοξασμένη αρχαία Ελλάδα. Υπογράμμισε επίσης την ανησυχία των Ευρωπαίων για την Ελλάδα αλλά και λυρικά σημείωσε την στήριξη της Θείας Πρόνοιας στους Έλληνες για τον αγώνα τους. Την ίδια μέρα ο Υψηλάντης υπογράφει δεύτερη επιστολή με τίτλο «Άνδρες Γραικοί όσοι ευρίσκεσθε εις Μολδαβίαν και Βλαχίαν», όπου προτρέπει τους ομογενείς συμπατριώτες του να μετέχουν στον ένοπλο αγώνα για την ελευθερία τους. Τονίζει ως κύριο συστατικό του αγώνα τους την Ορθοδοξία και μαρτυρεί πως ήδη έχουν ξεσηκωθεί ο Μωριάς, Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία και τα Νησιά του Αιγαίου κατά των Οθωμανών τους οποίους και αποκαλεί βαρβάρους.
Διανοούμενοι της εποχής όπως ο Μαυροκορδάτος και ο Ιγνάτιος επικρίνουν τον Υψηλάντη για το πομπώδες ύφος της επιστολής, ενώ οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας φοβούμενοι την αντίδραση της Πύλης για τα «καμώματα» του Υψηλάντη ζητούν έκτατα βοήθεια από τον Τσάρο. Δυστυχώς τα διεθνή συμφέροντα ήταν αντίθετα και η ρωσική βοήθεια δεν ήλθε ποτέ.
ΠΗΓΕΣ
• Ιωάννης Φιλήμονας, «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», Τομ. Α, εκδ. Β.Γ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,Αθήνα, 1860
• Σπυρίδων Τρικούπης, «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», Τομ. Α’, εκδ. ΧΡ.ΓΙΟΒΑΝΗ, Αθήνα, 1963