Ευλογημένο το Μαρουσάκι μας, αγνό και αφτιασίδωτο σαν δροσερή κοπέλα. Άφθονα νερά, τόσα που ξεδίψαγαν και την Αθήνα. Κάθε σπίτι και πηγάδι. Προς το βραδάκι άνοιγαν οι δεξαμενές και γέμιζαν οι «αμπολές», έτσι λέγαμε τα χαντάκια πλάι και κατά μήκος των δρόμων. Πολλές φορές τσαλαβουτάγαμε στο νερό τους για να δροσίσουμε τα ξαναμμένα από το ασταμάτητο παιχνίδι πόδια μας. Με το νερό αυτό πότιζαν τα περιβόλια και τους κήπους. Άγρυπνος ο «Νεροκράτης», μέχρι το πρωί πολλές φορές, να κατευθύνει πότε εδώ και πότε εκεί το νεράκι για να μην αδικηθεί κανείς.
Δρόμοι χωμάτινοι, όπου με τις πρώτες στάλες της βροχής η γη σκόρπαγε το άρωμά της. Τα αυτοκίνητα σχεδόν ανύπαρκτα. Κάρα, σούστες και ιππήλατα αμαξάκια για ρομαντικές βόλτες. Σύννεφο το χώμα στο πέρασμά τους. Όμως το απόγευμα πέρναγε η «καταβρεχτούρα» της κοινότητας και καταλάγιαζε η σκόνη. Καταλάγιαζε περιμένοντας να την αναταράξουν τα βήματα της νεολαίας που, λόγω καλοκαιρινών διακοπών, σε λίγο θα περνούσε για την καθημερινή της περαντζάδα στην Περικλέους, στο «νυφοπάζαρο». Έτσι τη λέμε ακόμη και σήμερα. Νυφοπάζαρο την είχαν βαφτίσει οι μεγαλύτεροι, που πάντοτε ξεχνάνε τα δικά τους, όταν αφήνουν πίσω τα χρόνια της δροσιάς και της ορμής.
Θεία η ώρα του σούρουπου. Γαληνεμένα όλα και ήσυχα. Μόνο οι αλάνες αντηχούσαν από τις φωνές των πιτσιρικάδων που χάλαγαν τον κόσμο, μέχρι να σμίξει η μέρα με τη νύχτα και να «ξαναμαντρωθούν» για φαγητό και ύπνο. Τότε ησύχαζαν και οι γέροντες που γκρίνιαζαν για τη φασαρία των παιδιών.
Όμως το σούρουπο το περίμεναν τα νεαρούδια, για να ξεπορτίσουν με χίλιες δυο δικαιολογίες. Τότε οι γονείς έπρεπε να ξέρουν που και με ποιους πάνε τα παιδιά τους.
Η Περικλέους γέμιζε από νιάτα, το ανεβοκατέβασμα ήταν ασταμάτητο, όπως ασταμάτητες ήταν και οι διασταυρούμενες κλεφτές ματιές, αυτές οι ματιές που έλεγαν άπειρα λόγια.
Βλέμματα γεμάτα προσμονή για την αγάπη που θα ’ρχόταν. Καρδούλες έτοιμες να σπάσουν, όταν έβρισκαν ανταπόκριση, λες και θα τινάζονταν έξω από τα κοριτσίστικα στήθη σχίζοντας τα πάνινα μπλουζάκια.
Αυτές τις θείες ώρες, τις ώρες που μίλαγαν τα αγνά αισθήματα και όχι οι αισθήσεις, αυτές τις στιγμές τις έχουμε κλεισμένες μέσα μας. Εκεί γυρνάμε για να ξεδιψάσουμε και θα τις έχουμε μαζί μας ακόμη και όταν θα φύγουμε για τον τόπο της αιώνιας κατοικίας μας.
Τότε οι άνθρωποι ήταν ευτυχείς με πολύ λιγότερα. Λίγο ψωμοτύρι ή μια φέτα με λάδι και ζάχαρη ήταν αρκετά για να χορτάσουν την πείνα. Η μοναξιά ήταν άγνωστο συναίσθημα. Τα προβλήματα γίνονταν κοινά. Η βοήθεια ήταν σίγουρη, πως λοιπόν να νιώσουν ανασφάλεια;
Σήμερα, σε σύγκριση με το τότε, που τρώγαμε κρέας μια φορά την εβδομάδα, ήμασταν πλούσιοι. Αντίθετοι, σήμερα ενώ έχουμε τα πάντα, δεν έχουμε τίποτα.
❖ ❖ ❖
Κλείνω φίλοι αναγνώστες αυτήν την περιγραφή που είναι πέρα για πέρα πραγματική. Όσοι ζήσαμε το παλιό Μαρούσι, νομίζουμε πως ζούμε σήμερα έναν εφιάλτη. Πολλές φορές αισθάνο0μαι ξένη στον τόπο που γεννήθηκα.
Χαριτίνη Ρασιά