Στο Δημοτικό Συμβούλιο της 10ης Νοεμβρίου έγιναν μερικά παρατράγουδα, με αφορμή την οριοθέτηση ενός ρέματος, στο οποίο έχει κτισθεί παρανόμως ημιτελές κτίριο. Αυτό συμβαίνει σ’ όλες σχεδόν τις εκτός σχεδίου πόλεως περιοχές, οι οποίες γέμισαν αυθαίρετα. Κατ’ αρχάς παράνομα, όμως εμμέσως νομιμοποιούμενα, δια της παροχής ηλεκτρικού, τηλεφώνου της πληρωμής δημοτικών τελών, αλλά και συνδρομών στο κρατικό κανάλι, για να μας κάνει πλύση εγκεφάλου η εκάστοτε κυβέρνηση.
Έγινε μεγάλος σαματάς, στο Δημοτικό Συμβούλιο, ακούσθηκαν εκφράσεις πεζοδρομιακές, οι οποίες ανακλήθηκαν εκ των υστέρων δια της γνωστής «συγγνώμης» η οποία απ’ τον καιρό που εβρέθηκε «χάθηκε το φιλότιμο» κατά τα κοινώς λεγόμενα.
Όπως παρακολουθούσα τα τεκταινόμενα, η μνήμη μου ξεστράτισε στο παρελθόν και είδα με τα μάτια του σκληρού δίσκου του μυαλού μου, το Μαρούσι όπως το ζήσαμε εμείς οι γηγενείς Μαρουσιώτες, αλλά και οι διακεκριμένοι επισκέπτες, οι οποίοι το διάλεξαν για να παραμείνουν, είτε ως καλοκαιρινοί είτε ως μόνιμοι κάτοικοι του ευλογημένου αυτού προαστίου.
Γεννήθηκα σ’ αυτόν τον παράδεισο και έβαλα όλο το μεράκι και την αγάπη που αισθανόμουνα, για να αποδώσω αυτό που πραγματικά αντιπροσώπευε για μας η καταπράσινη πόλη του Αμαρουσίου, όταν μου ζητήθηκε απ’ τον φίλο και συνάδελφό μου Στέλιο Πουλάκη να περιγράψω το Μαρούσι στο βιβλίο που εξέδωσε για την «Αλίκη», καταγράφοντας τις εξομολογήσεις της πριν το τέλος της, που ήλθε στο Ιατρικό που εδρεύει στο Μαρούσι. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη απ’ το Μαρούσι ξεκίνησε κι απ’ το Μαρούσι έφυγε για το ταξίδι που θα ακολουθήσουμε όλοι. Μπήκε λοιπόν το κείμενό μου στο βιβλίο με τίτλο:
Το Μαρούσι του χθες
• Το Μαρούσι που ζήσαμε δεν υπάρχει πια. Σήμερα είναι μια μάζα από τσιμέντο και τζάμια. Ο τόπος που γεννηθήκαμε ανήκει στο χθες και σαν τέτοιος ζει και θα ζει στις αναμνήσεις μας.
• Μπήκαμε, λοιπόν, στη χοάνη του χρόνου, μισόν αιώνα πίσω, αναζητώντας τις μνήμες εκείνες της ευλογημένης εποχής.
Όλο το χρόνο το Μαρουσάκι ήταν ελκυστικό. Το θαυμάσιο κλίμα του και η πλούσια βλάστησή του έλκυαν τους εύπορους από την Αθήνα, αλλά ιδίως από τον Πειραιά, για να ξεκαλοκαιριάσουν. Οι περισσότεροι έκτιζαν σπίτια κι έτσι πολλές φορές παρέμεναν ως το χειμώνα.
Δεν ήταν μόνο ο τόπος που γοήτευε, ήταν και οι άνθρωποι. Οι Μαρουσιώτες αγαπούσαν τους ξένους, τους αγκάλιαζαν και σύντομα τους αφομοίωναν.
Αρκετές από αυτές τις οικογένειες παρέμειναν και ζουν ακόμη στο Μαρούσι οι απόγονοί τους. Όμως τα θαυμάσια σπίτια τους δεν υπάρχουν πια. Τα εκτόπισαν οι μπουλντόζες της αντιπαροχής, με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε ξένοι στην πόλη μας.
Ωστόσο περιστατικά όπως η αναχώρηση της Αλίκης μάς γυρνούν στο παρελθόν και στη νοσταλγία του χαμένου «παραδείσου».
Αν το Μαρούσι ήταν ελκυστικό όλο το χρόνο, την άνοιξη και το καλοκαίρι ήταν ερωτικό, χάρη στην ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντός του. Καλοκαιράκι λοιπόν και τα πάντα ανθισμένα. Τριανταφυλλιές, ακακίες, αγιοκλήματα, γιασεμιά, γαζίες και όλα τα λουλούδια να σκορπούν ευωδιές. Κάπου διακριτικά τα νυχτολούλουδα περίμεναν το γέρμα του ήλου για να ξεχύσουν το άρωμά τους.
Το βλέμμα αντίκριζε, μέχρι μακριά, τα καταπράσινα χωράφια που έμοιαζαν χαλιά κεντημένα με το ξανθό χαμομήλι, τις κατακόκκινες παπαρούνες και τις ποικιλόχρωμες μαργαρίτες. Τα λιόδεντρα πιο κει, γονατισμένα από τον ευλογημένο καρπό τους, την ελιά. Δέντρα παντού, πανύψηλες λεύκες, πουρνάρια, βαλανιδιές, κυπαρίσσια, ευκάλυπτοι, πεύκα και ακακίες. Ολόκληρες συστοιχίες και κληματαριές. Δεν υπήρχε σπίτι χωρίς την κληματαριά του.
Ένας τόπος γεμάτος πράσινο. Εδώ η μυθολογία μας θέλει να ζει η Άρτεμις αλλά και η Ουράνια Αφροδίτη.
Τότε τα πουλιά, που ζούσαν κατά χιλιάδες στα φυλλώματα των δέντρων, τιτίβιζαν μέχρι να έρθει το βράδυ. Σειρά έπαιρναν τα νυχτοπούλια. Η κουκουβάγια, το σύμβολο της σοφής Αθηνάς, ο γκιόνης να κράζει τον αδελφό του, όπως το θέλει ο μύθος. Στο ντάλα καλοκαίρι έμπαινε στη χορωδία και ο τζίτζικας, που χάλαγε τον κόσμο ολημερίς χωρίς ανάπαυση. Οι ήχοι της νύχτας πλουτίζονταν από τα «κουάξ» των βατράχων και από την αραιή παρουσία των γρύλων.