Στο λεξικό του Ησύχιου, αυτού του διάσημου Έλληνα γραμματικού από την Αλεξάνδρεια, που έζησε κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ. υπάρχει ο απαρεμφατικός τύπος αθμονάζειν, που σημαίνει το να φτάνει κανείς (ή να διαμένει και να ζει) στο Άθμονον (=Αμαρούσιον-Μαρούσι). Στο λεξικό αυτό σημειώνονται λέξεις δυσερμήνευτες, και περίεργες, οι οποίες συναντώνται σπάνια στα αρχαία κείμενα και είναι ασυνήθιστες. Αυτές ως επί το πλείστον ανήκουν σε τοπικές αρχαίες διαλέκτους και τις διέσωσαν στις συλλογές τους διάφοροι λόγιοι, που αγαπούσαν να συγκεντρώνουν και να διασώζουν τις τοπικές τους διαλεκτικές λέξεις και φράσεις. Ήταν οι λεγόμενοι «περιεργοπένητες». (Η λέξη σύνθετη από το περίεργος+πένης). Σήμερα μερικοί εκτός του άστεως λόγιοι αποφεύγουν τα τοπικά τους διαλεκτικά ιδιώματα και προτιμούν να γράφουν στην αστική λεγόμενη γλώσσα. Έτσι όμως χάνεται ο τοπικός γλωσσικός μας πλούτος.
Του Δημήτρη Μασούρη
Το αθμονάζειν λοιπόν, ήταν λέξη τοπικά πασίγνωστη κατά την αρχαία εποχή. Και είναι πράγματι για τους αττικούς λόγιους και μάλιστα τους μαρουσιογράφους, λέξη με μεγάλη σημασία, γιατί δηλώνει την υπέρτατη προτίμηση των αρχαίων να έλθουν κάποτε να διαμείνουν ή να ζήσουν στο Άθμονον. Σημειωτέον ότι το Άθμονον βρισκόταν στην περιοχή του Πέληκα, όπου ο λόφος με τον Άη Γιάννη [Πέληκας στα αρχαία πήληξ: σημαίνει περικεφαλαία, κράνος, λόφ(ι)ο] και εκτεινόταν στην πεδιάδα, φτάνοντας μέχρι την Καλογρέζα (ΟΑΚΑ). Στην πόλη αυτή υπήρχαν και τα ιερά της Ουρανίας Αφροδίτης και της Αμαρυσίας Αρτέμιδος, όπου τελούνταν και τα Αμαρύσια, διάσημες γιορτές -φεστιβάλ- προς τιμή της υπερβόρειας θεάς Αρτέμιδος και όπου το σημερινό Αμαρούσιον οφείλει το όνομά του.
Πράγματι ήταν μαγευτικός ο χώρος. Οι φοίνικες, που είχαν φυτευτεί στην περιοχή από τον Πορφυρίωνα, που βασίλευσε στην Αττική πιο μπροστά απ’ τον Ακταίο σε μυθολογικούς χρόνους, τα πεύκα, τα κυπαρίσσια, οι ελιές, τα αμπέλια, οι συκιές, οι αμυγδαλιές, οι υψηλόκορμες καρυδιές, οι μυρτιές, ο κάμπος με τα πλούσια σιτηρά και άλλα δημητριακά, τα άφθονα νερά, που κυλούσαν στις ρεματιές, στόλιζαν την περιοχή.
Πλήθος κόσμου κατέφθανε στο Άθμονον, που ήταν ένας εξώστης, ένα μπαλκόνι, όχι μόνο να δει, να θαυμάσει τους τελούμενους αθλητικούς, γυμναστικούς κλπ. αγώνες, να υπερηφανευθεί για τη στρατιωτική δύναμη των Αθηναίων αλλά και να απολαύσει την έξοχη, υγιεινή ζωογόνο αύρα του πευκόφυτου βουνού της Πεντέλης και το άφθονο ιαματικό νερό το γνωστό από την αρχαιότητα ως αθμόνιον πώμα (=νερό μαρουσιώτικο). Δικαιολογημένα λοιπόν πλάστηκε ο τοπικός όρος αθμονάζειν. Το να επιζητεί κάποιος να φθάνει, να διαμένει ή να ζει στο Μαρούσι ήταν μεγάλο κατόρθωμα. Άλλωστε αυτή η ίδια η λέξη «Άθμονον» δηλώνει τόπο σε υψηλό γεωγραφικό σημείο. Το πρώτο συνθετικό -ΑΘ- το συναντάμε και σε άλλες πόλεις ή τόπους π.χ. Αθ-ήναι, Αθ-αμανία, Αθ-άνιον, Άθ-ως κά.
Τη θαυμάσια φήμη του το Άθμονον τη διατήρησε καθ’ όλους τους χρόνους της μακροχρόνιας ιστορίας του, περνώντας από τις φάσεις της βυζαντινής, φράγκικης, τούρκικης περιόδου, για να φτάσει στην αναζήτηση της χαμένης ελευθερίας του το 1821. Τα όριά του σχημάτιζαν ένα πέταλο κάτω από τους πρόποδες της Πεντέλης. Ήταν ο Δήμος Αμαρυσίων και περιελάμβανε στα όριά του το αρχαίο Άθμονο (=Αμαρύσιον), το Ηράκλειο (Αράκλι), το Τουραλί, το Χαλάντρι, την Καλογρέζα, την Πεντέλη, το Γέρακα, Καρυτό, Μπραχάμι και Κηφισιά. (Για όλα αυτά έχουμε σχετικά δημοσιεύματα κατά καιρούς στη φίλη Αμαρυσία). Κέντρο όμως όλων αυτών ήταν ο Δήμος Αμαρυσίων, μητροπολιτικός Δήμος.