Η χώρα προσπαθεί να «χωνέψει» την ξεχειλίζουσα εθνική υπηρηφάνεια που «διαχύθηκε» από πολλά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας σχετικά με την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στον «πλανητάρχη» Μπαράκ Ομπάμα και το πόσο «θετικά» ήταν τα σχόλια του Αμερικανού προέδρου για την Ελλάδα. Για να «δέσει», μάλιστα, το «γλυκό» ήρθε και η ανακοίνωση για την κατάργηση της βίζας για επισκέψεις Ελλήνων στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, την οποία πανηγυρίζουμε δεόντως, λησμονώντας φυσικά ότι αυτό το… προνόμιο απολαμβάνουν χρόνια τώρα άλλα κράτη, πολύ μικρότερου «ειδικού βάρους» σε σύγκριση με την Ελλάδα.
Του Θάνου Σταθόπουλου
Των «θετικών» σχολίων από την πλευρά των υπερατλαντικών «συμμάχων» μας, είχαν προηγηθεί ανάλογες δηλώσεις στήριξης της χώρας, τόσο από την πλευρά της Γαλλίας όσο και από εκείνη της μέχρι πρόσφατα «στριφνής» γερμανικής ηγεσίας (πολιτικής και οικονομικής). Μικρή και φαντάζομαι… ασήμαντη λεπτομέρεια ήταν ότι ήδη η ελληνική κυβέρνηση είχε «ξεφουρνίσει» το δεύτερο πακέτο των σκληρών οικονομικών μέτρων, ενώ -με τη μέθοδο των μελετημένων διαρροών- έχει προετοιμάσει το έδαφος για την έλευση και του τρίτου «κύματος».
Βλέπετε, αρκούσαν οι ανακοινώσεις για αυξήσεις στον ΦΠΑ, στον ειδικό φόρο στα καύσιμα, στα ποτά και στα τσιγάρα, οι περικοπές των μισθών και ό,τι άλλο προκύψει για να πείσουμε τις αγορές και τους Ευρωπαίους «εταίρους» μας ότι δεν είμαστε πια απατεώνες και κακορίζικοι, ότι δεν θα βάλουμε «λουκέτο» στη χώρα, ότι -βρε αδελφέ- όλα τώρα μπορούν να διορθωθούν. Τώρα το πώς γίνεται να μειώσεις τα τεράστια ελλείμματά σου, απλώς περικόπτοντας έξοδα, ξεπερνά τις φτωχές οικονομικές γνώσεις της στήλης.
Δυστυχώς, μέχρι σήμερα, δεν έχουμε υποστεί από την πλευρά των αρμόδιων κυβερνητικών στελεχών αντίστοιχο «βομβαρδισμό» μέτρων αναπτυξιακού χαρακτήρα, δηλαδή πρωτοβουλιών που θα συμβάλλουν στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, στην προσέλκυση επενδύσεων, στην ενίσχυση της αγοράς, στη δημιουργία, με άλλα λόγια, προϋποθέσεων για να πέσει «φρέσκο» χρήμα στην οικονομία. Θα τα δούμε στο άμεσο μέλλον; Άγνωστο. Προς το παρόν, πάντως, οι κυβερνήτες της χώρας αρκέστηκαν για άλλη μια φορά στην εύκολη λύση, του «αυξάνω τους φόρους και κόβω τις παροχές», προκειμένου να πάρουν «πιστοποιητικό ευρωπαϊκών φρονημάτων» από τις Βρυξέλλες. Και το πήραν…
Τώρα γιατί εκείνο το «ευχαριστώ την Αγκέλα», που εκστόμισε ο πρωθυπουργός ήχησε στ’ αυτιά της στήλης όπως το αντίστοιχο «ευχαριστώ τους Αμερικανούς» που είχε πει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, μέσα στη Βουλή, λίγο μετά «φιάσκο» των Ιμίων, είναι μια άλλη υπόθεση. Ίσως να φταίει και το γεγονός ότι λίγα 24ωρα πριν είχα λάβει ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από κάποιον άγνωστο Ίκαρο, μια από αυτές τις «ασημαντότητες» της καθημερινότητας, που παίζουν καθημερινά τη ζωή τους κορόνα-γράμματα, χωρίς πλουσιοπάροχα bonus για τις επιδόσεις τους.
Και είναι ακριβώς αυτές οι «μονάδες» που, επειδή στην πλειονότητά τους δεν θορυβούν, δεν διαπλέκονται, δεν διαβρώνονται, τελικώς αγνοούνται επιδεικτικά από τους κατά καιρούς επιβήτορες της εξουσίας. Κι αντί αυτές οι «μονάδες», που δουλεύουν στην αφάνεια, κάνουν το καθήκον τους, θυσιάζουν το ατομικό στο συλλογικό, να τυγχάνουν αν όχι ιδιαίτερης, τουλάχιστον, πρέπουσας αντιμετώπισης στο πλαίσιο μιας ευνομούμενης κοινωνίας, αντιμετωπίζονται ως εύκολη «λεία» από παλιούς και νέους «μαθητευόμενους μάγους».
Επειδή, όμως, αυτές οι «μονάδες» υπάρχουν, σε πείσμα της Στατιστικής και των εκάστοτε διαχειριστών -δυστυχώς μετρίων, όπως έχει αποδειχθεί- της εξουσίας, η στήλη αισθάνεται την ανάγκη να δημοσιεύσει αυτούσια τη δική τους φωνή διαμαρτυρίας. Όχι για να ευαισθητοποιήσει τους «αρμόδιους» -δεν διακατέχεται πια από ψευδαισθήσεις- αλλά για να προβληματίσει όλους εμάς τους υπόλοιπους. Ίσως, αν αναλογισθούμε ότι κάποιοι κάνουν το χρέος τους, έστω κι αν θεωρούνται αδικημένοι, αν συνειδητοποιήσουμε ότι δεν έχουμε μόνο δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις απέναντι σε αυτήν την πατρίδα, τότε πιθανότατα ν΄ αλλάξουμε τη μέχρι σήμερα στάση μας. Κι αν το επιτύχουμε αυτό, θα έχουμε κάθε δικαίωμα ν’ αλλάξουμε και εκείνους που -σε πολλές περιπτώσεις- μας ανάγκασαν να υιοθετήσουμε τακτικές και μεθόδους που μας «μικραίνουν» ως πολίτες και ως προσωπικότητες.