Η διεθνής εμπειρία καθώς και η μακροοικονομική πρακτική υπαγορεύουν μια τυπική συμπεριφορά σχετικά με τις χρεοκοπίες Κεντρικών Κυβερνήσεων. Πριν από μια ενδεχόμενη χρεοκοπία, οι χώρες παρουσιάζουν αρχικά απώλειες συναλλαγματικών διαθεσίμων και υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας τους.
Της κ. Αγγελικής Παπαγεωργίου*
Κατά τη διάρκεια της κρίσης τα φαινόμενα αποκτούν μεγαλύτερη ένταση, η υποτίμηση γίνεται ραγδαία και παρουσιάζεται πανικός στο τραπεζικό σύστημα, όπως μείωση των καταθέσεων και φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό, γεγονός το οποίο παρατηρήθηκε ήδη τις προηγούμενες εβδομάδες στις ελληνικές τράπεζες. Οι παρούσες οικονομικές συνθήκες της Ελλάδας όμως διαφέρουν σημαντικά από παρελθοντικές περιστάσεις κήρυξης χρεοκοπίας, και συνεπώς εξαλείφουν κατηγορηματικά τους λόγους για τους οποίους ένας επενδυτής -καταθέτης μπορεί να οδηγηθεί σε ανάληψη-φυγή κεφαλαίων είτε με τη μορφή μετρητών, είτε στο εξωτερικό.
● Η συμμετοχή των χωρών μελών στην ΟΝΕ, απαλλάσσει τα κράτη-μέλη από το σημαντικότερο λόγο κήρυξης χρεοκοπίας –την επίθεση των χρηματαγορών στη συναλλαγματική ισοτιμία– συνεπώς για την Ελλάδα τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα σε ένα ενιαίο κοινό νόμισμα και σε ένα νόμισμα που λειτουργεί κάτω από καθεστώς Σταθερών Συναλλαγματικών Ισοτιμιών. Σε καθεστώς Σταθερών Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, όπως για παράδειγμα στις χώρες-μέλη του Bretton Woods συστήματος, οι χώρες οι οποίες αντιμετώπιζαν δημοσιονομικές αλλά και κυρίως εξωτερικές ανισορροπίες, είχαν τη δυνατότητα αναπροσαρμογής της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας του εγχώριου νομίσματός τους. Η ομπρέλα ενός κοινού ενιαίου νομίσματος αποκλείει, εξ ορισμού, την οποιαδήποτε δυνατότητα αναπροσαρμογής (υποτίμησης) των εγχωρίων νομισμάτων των χωρών-μελών της ΟΝΕ καθώς τα εγχώρια νομίσματα δεν υφίστανται.
● Το νόμισμα το οποίο δύναται να υποτιμηθεί είναι το ενιαίο κοινό νόμισμα, το EURΟ ως συνέπεια απώλειας της αξιοπιστίας, εάν δεν υπάρξει μεταφορά αρμοδιοτήτων άσκησης πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.