Απέχουμε χρονικά κάτι λιγότερο από επτά μήνες από την Κυριακή κατά την οποία θα στηθούν οι αυτοδιοικητικές κάλπες, μέσα από τις οποίες θα προκύψουν οι νέες δημοτικές αρχές που θα κληθούν να τρέξουν τους «Καλλικρατικούς» Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Του Θάνου Σταθόπουλου
Σε ό,τι αφορά στην περιοχή μας, νομίζουμε ότι οι εμπειρίες που έχουμε αποκομίσει από τις πολύωρες παρουσίες μας στα επιμέρους Δημοτικά Συμβούλια, αλλά και τα όσα εισπράξαμε από το καθημερινό ρεπορτάζ, στη διάρκεια του διαστήματος που μεσολάβησε από την 1η Ιανουαρίου 2007, οπότε ανέλαβαν τα καθήκοντά τους οι νυν δημοτικές αρχές, είναι αρκετές για να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για την ποιότητα και την αποτελεσματικότητά τους. Και η εικόνα αυτή δικαιολογεί απόλυτα την αναγκαιότητα να εφαρμοσθεί το νέο σχέδιο για την αναδιάρθρωση του αυτοδιοικητικού χάρτη της χώρας, μήπως και μπορέσει ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να βγει από το τέλμα της αναξιοπιστίας και της απαξίωσης στο οποίο έχει «βυθιστεί», όχι πάντα -είναι αλήθεια- με αποκλειστική ευθύνη των ίδιων των αιρετών.
Ωστόσο, αναμφίβολα οι άνθρωποι που συμμετέχουν στα Δημοτικά Συμβούλια των περιοχών τους φέρουν μεγάλες ευθύνες για τη δυσπιστία που εκδηλώνουν οι δημότες απέναντι στις διοικήσεις των δήμων τους, αλλά και στη βεβαιότητα, που καταγράφεται σε επαναλαμβανόμενες μετρήσεις, σχετικά με τη διαφθορά που επικρατεί σε θεσμικά όργανα της Αυτοδιοίκησης. Την ίδια στιγμή, πάλι στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ο ρόλος των επιμέρους μειοψηφιών, αν δεν περιορίσθηκε στην άσκηση στείρας -έως και προκλητικά αρνητικής- πολιτικής, στην καλύτερη των περιπτώσεων πέρασε απαρατήρητος.
Ένα άλλο στοιχείο που μας προβληματίζει είναι το «στενό» πεδίο κριτικής και προβληματισμού που εκφράζουν οι αιρετοί, σχετικά με το αναμενόμενο νομοσχέδιο «Καλλικράτης». Μέσα από ένα πολυσέλιδο σχέδιο, που χαρακτηρίζεται από πολλαπλές αλλαγές σε πολλά αυτοδιοικητικά μέτωπα, η όλη κριτική περιορίζεται κυρίως στα θέματα που αφορούν στους πόρους και στις πιθανές συνενώσεις. Κάτι που εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς και στον πολύ ενδιαφέροντα φάκελο που δημοσιεύει σήμερα η ΑΜΑΡΥΣΙΑ.
Ας δούμε, όμως, ποια είναι η πραγματική διάσταση των στοιχείων αυτών στην επιτυχία ή όχι του εγχειρήματος της αυτοδιοικητικής μεταρρύθμισης.
Καταρχήν, ας έρθουμε στους πόρους. Σίγουρα, θα ήταν αφελές να υποστηρίξουμε ότι μπορεί να υλοποιηθεί οποιαδήποτε μεγάλης κλίμακας αλλαγή χωρίς την ύπαρξη των απαραίτητων πόρων. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι η ύπαρξη άπλετων πόρων δεν αποτελεί πάντα παράγοντα υγιούς ανάπτυξης και ορθολογικής διαχείρισης των ζητημάτων της καθημερινότητας.
Ας πάρουμε για παράδειγμα δυο οικογένειες. Η μία έχει περιορισμένα έσοδα, αλλά καταφέρνει -με πιέσεις, δυσκολίες και μερικές φορές, αιματηρές οικονομίες- να τα βγάζει πέρα αξιοπρεπώς, να καλύπτει τις καθημερινές ανάγκες της και να μην υποχρεώνεται σε δανεισμό. Η άλλη, παρ’ όλο που τα έσοδά της είναι πολλαπλάσια της πρώτης οικογένειας, ξοδεύει αλόγιστα σε δαπάνες μη παραγωγικές, διαρκώς το «ρίχνει έξω», δανείζεται παραπάνω απ’ όσο της επιτρέπει η οικονομική της δυνατότητα και, στο τέλος, μοιραία υπερχρεώνεται και πτωχεύει. Η αύξηση των οικονομικών πόρων στην πρώτη οικογένεια, το πιθανότερο είναι να καλυτερεύσει την ποιότητα ζωής της, αφού θα μπορεί να καλύπτει μεγαλύτερο εύρος αναγκών, που θα εξασφαλίσουν ανετότερη ζωή για τα μέλη της. Αντίστοιχη αύξηση στη δεύτερη οικογένεια, το πιθανότερο είναι να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη σπάταλη συμπεριφορά της.