Η διαφθορά (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το οικονομικό σκέλος του όρου) δεν συνιστά φαινόμενο των σημερινών καιρών, αλλά το συναντάμε πολύ νωρίς στη μακρόχρονη ιστορία του ανθρώπινου γένους.
Του Θάνου Σταθόπουλου
Θα έλεγε κανείς, χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο να υποπέσει σε σφάλμα, ότι αυτή η ροπή προς τη με κάθε μέσο εξυπηρέτηση του προσωπικού οφέλους σχεδόν ενυπάρχει στον γoνιδιακό κώδικά μας, το DNA, έστω κι αν τελικώς άλλοι παράγοντες καθορίζουν κατά πόσο θα εμφανίσουμε τα… συμπτώματά της στη διάρκεια του βίου μας.
Το λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη δίνει μια πολύ περιεκτική ερμηνεία για τη διαφθορά, ορίζοντάς την ως «την κατάσταση στην οποία χρησιμοποιούνται αθέμιτα μέσα για να παραβιάζονται οι νόμοι (με δωροδοκίες, εξυπηρετήσεις, προσφορές κ.λπ.) για ιδιωτικό όφελος». Στα δε συνώνυμα του όρου αναφέρει τη σήψη, τον εκμαυλισμό, τη φαυλότητα, τον εκφυλισμό και την ατιμία.
Αναμφίβολα, όλους τους παραπάνω χαρακτηρισμούς τους έχουμε ακούσει αναρίθμητες φορές. Σε κάποιες δε περιπτώσεις τις ακούμε και από χείλη κάθε άλλο παρά «αναμάρτητων» ανδρών και γυναικών, οι οποίοι, όσο εύκολα τις καταδικάζουν, άλλο τόσο εύκολα τις υιοθετούν στις πράξεις τους.
Ακούγεται εν πρώτοις απαισιόδοξο ότι τις ρίζες της διαφθοράς τις βρίσκουμε βαθιά θαμμένες σε περασμένους αιώνες, καθώς κάτι τέτοιο μάς στερεί την ελπίδα ότι θα μπορούσε κάποτε αυτή να παταχθεί. Ωστόσο, αυτό αποτελεί μόνο τη… μισή αλήθεια.
Ας δούμε δυο παραδείγματα από την αρχαία Ελλάδα που μπορεί να μας δείξουν και την άλλη όψη του νομίσματος.
Τα μνημεία της Ακρόπολης των Αθηνών, που τόσο περήφανα επιδεικνύουμε σήμερα σε όλο τον κόσμο, συνέδεσαν την ανέγερσή τους με το πιθανότατα μεγαλύτερο σκάνδαλο κατάχρησης της εποχής. Οι λόγοι ήταν τόσο η χρησιμοποίηση των χρημάτων από το ταμείο της Αθηναϊκής Συμμαχίας από τον Περικλή, όσο και οι υποψίες ότι ο Φειδίας είχε νοθεύσει το κράμα χρυσού στο άγαλμα της Αθηνάς.
Άλλο παράδειγμα είναι αυτό του Δημοσθένη, ο οποίος φαίνεται ότι… άλλαξε γνώμη σχετικά με την απέλαση από την Αθήνα του φυγάδα ταμία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Άρπαλου, μετά από μια διόλου ευκαταφρόνητη δωρεά που πήρε από τον τελευταίο. Ο Άρπαλος είχε δραπετεύσει στην Αθήνα για να αποφύγει την οργή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, λόγω των μεγάλων καταχρήσεων που είχε διαπράξει στα οικονομικά της στρατιάς, αλλά και του θησαυροφυλακείου της Βαβυλώνας που του είχαν εμπιστευτεί.
Για τις δυο παραπάνω περιπτώσεις υπήρξαν αποχρώσες ενδείξεις ότι οι εμπλεκόμενοι σε αυτές μάλλον δεν είχαν καταφέρει να αντισταθούν στον πειρασμό της κατάχρησης. Αντίστοιχες περιπτώσεις, δυστυχώς, έχουμε βιώσει κατά κόρον στα χρόνια από τη μεταπολίτευση έως σήμερα. Με ποια, όμως, σημαντική διαφορά, που ίσως αποτελεί και την ελπιδοφόρα πλευρά των πραγμάτων; Η διαφορά έγκειται στον τρόπο που αντιμετωπίζονταν τότε οι αντίστοιχες απάτες.
Στην περίπτωση της αρχαίας Ελλάδας, οι νόμοι και το πολίτευμα δεν λειτουργούσαν «ελέω Θεού», αλλά «ελέω πολιτών». Έτσι, για την κατάχρηση που βάρυνε τον Περικλή ορίσθηκε δικάσιμος, έστω κι αν αυτός ουδέποτε τελικώς δικάσθηκε, καθώς μεσολάβησε η κήρυξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Παρ’ όλα αυτά, πριν ξεκινήσει η ανέγερση του ναού της Αθηνάς Νίκης οι τότε ελεγκτές «έκαναν φύλλο και φτερό» τη μελέτη του Καλλικράτη…
Όσο για τον Φειδία, αυτός μπορεί ν’ απέδειξε στο δικαστήριο την αθωότητά του, αλλά δεν γλίτωσε τη φυλακή. Ο λόγος ήταν η αλαζονία του (άλλο πάθος που χαρακτηρίζει ορισμένους ηγέτες και με το οποίο αξίζει ν’ ασχοληθούμε σε προσεχές άρθρο) που τον οδήγησε να απαθανατίσει τον εαυτό του και τον Περικλή πάνω στην ασπίδα της Θεάς.