Όταν πήγα να ψηφίσω την Κυριακή το μεσημέρι, μέσα σε απόλυτη ερημιά στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Αμαρουσίου, ρώτησα -δημοσιογραφικά- πόσοι είχαν ψηφίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Πήρα την απάντηση «επί 422 εγγεγραμμένων μόνον 30».
Στη συνέχεια, κατεβαίνοντας το δρόμο προς το κέντρο της έρημης πόλης βρήκα ένα φίλο, που γύριζε σπίτι «για να φάει με την οικογένεια Κυριακάτικα». Μέσα σ’ όλα τον ρώτησα εάν είχε πάει να ψηφίσει και μου απάντησε ότι απέχει.
Επειδή η αποχή δεν μου αρέσει ως πολιτική πράξη, του το είπα υπό μορφή επίπληξης και η απάντησή του ήταν: «Σε παρακαλώ, δεν απέχω εις ένδειξη διαμαρτυρίας, αλλά επειδή “βαριέμαι”. Θεωρώ πως ό,τι γίνεται, γίνεται καθ’ υπόδειξη της ΕΕ και πως οποιαδήποτε κυβέρνηση θα έκανε τα ίδια. Κατά συνέπεια, και επειδή αυτή τη φορά κυβέρνηση και αντιπολίτευση έδωσαν μάχη σε επίπεδο “Ναι στο Μνημόνιο – Όχι στο Μνημόνιο”, δεν συμμετείχα στις εκλογές, επειδή ό,τι και να γίνει εμένα δεν θα με ενοχλήσει, αφού τις αποφάσεις άλλοι τις παίρνουν και μας τις επιβάλλουν».
Φαίνεται ότι είχα μείνει με το στόμα ανοικτό μπροστά σε τέτοιο επαναστατικό επιχείρημα, διότι ο φίλος μου, μπροστά στην έκπληξή μου, συνέχισε: «Αν έχεις προσέξει, τα αμερικανάκια απέχουν από τις εκλογές τους σε ποσοστά 60 – 65%, αλλά κανείς δεν τρελαίνεται. Οι πρόεδροι των ΗΠΑ εναλλάσσονται ή δολοφονούνται και η ζωή συνεχίζεται. Ούτε αναλύσεις της αποχής, ούτε τίποτα. Έτσι και εμένα δεν με αγγίζουν, ούτε οι αναλύσεις, ούτε οι προτροπές του άρθρου σου για “μη αποχή ή λευκό ή άκυρο”, γιατί διάβασα και το άρθρο σου».
Ο φίλος μου, έχοντας διαβάσει και το άρθρο μου, που είχε δημοσιευτεί το Σάββατο 30/10/2010, με κατέλαβε πάλι εξ απήνης, διότι δεν είχα τι να του απαντήσω.
Αιφνιδιασμένος, άκουσα και το επιμύθιο της σύντομης συνομιλίας μας: «Εσείς οι δημοσιογράφοι, που τα ξέρετε όλα και κάνετε αναλύσεις επί αναλύσεων, σκεφτήκατε ποτέ ότι η αποχή κάποιου μπορεί να σημαίνει επιδοκιμασία και όχι αποδοκιμασία της κυβερνητικής πολιτικής, οπότε γιατί να πάει να ψηφίσει;»
Ε, αυτό ως άνθρωπος που χρόνια τώρα αποδοκιμάζω την αποχή από τις εκλογές, δεν το άντεξα. Χαιρέτισα τον αδρανή φίλο μου και οδήγησα βαριά τα βήματά μου προς το σπίτι. «Να φάω κι εγώ οικογενειακά, Κυριακάτικα».
Μου δημιουργήθηκε, όμως η απορία: Βρε μπας και το Σύστημα, μας θέλει «αμερικανάκια»;
Άγγελος Πολύδωρος