«Φιλενάδα, σώσε με…» Η φωνή της φίλης μου μόλις που ακουγότανε στο τηλέφωνο.
«Έλα εδώ» της είπα, γιατί οι καλές φίλες στην ανάγκη φαίνονται.
Σε μισή ώρα είχε καταφθάσει, γιατί εκτός από φίλες, είμαστε και γειτόνισσες.
Γράφει η Βασιλική Πιτούλη
www.bibliofagos.vasilikipitouli.gr
Οφείλω να σας προϊδεάσω λίγο για τη συγκεκριμένη φίλη μου. Ωραία γυναίκα, ομολογουμένως, αλλά στο θέμα των ανδρών δεν παίζεται. Κάθε δύο χρόνια μας εμφανίζει και έναν καινούργιο γκόμενο για τον οποίο ορκίζεται ότι είναι ερωτευμένη. Το πώς διαμορφώνεται η σχέση τους θα το καταλάβετε από τα παρακάτω. Στα μεσοδιαστήματα βγαίνει με ένα γέρο και του τρώει λεφτά χωρίς να τον αφήνει να της ακουμπήσει ούτε το δάχτυλο. Μονίμως παίζουν στη ζωή της δυο τρεις τουλάχιστον που έχουν ξεμείνει από τα παλιά και στον καιρό τους εκείνη η άκαρδη τούς είχε ρίξει φόλα, αλλά αυτοί εκεί, απέθαντοι! Ένα τεκνό επίσης παίζει… α, στο γήπεδο αυτό η φίλη μου είναι αχτύπητη.
«Μωρή», της λέω, «τι σκάρωσες πάλι;»
«Α τον αλήτη!», αρχίζει αυτή.
«Σιγά κορίτσι μου, με το μαλακό. Ποιος είναι ο ακατονόμαστος;» Δεν είχα προκάμει να ενημερωθώ για τις τελευταίες εξελίξεις στα γκομενικά της.
«Α, δε στα είπα; Αυτός ντε, ο Χρήστος!»
«Καλά, μας φώτισες. Πού τον γνώρισες;»
«Με κάλεσε σε ένα χορευτικό…»
«Σε μπαρ; Με μπαρόβιο έμπλεξες, θεέ μου;»
«Όχι μωρέ, τέτοιο. Παραδοσιακών χορών ήτανε. Ο λεγάμενος είναι αντιπρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου της Άνω Ραχούλας».
«Ε, και τι του λιμπίστηκες;»
«Φιλάει ωραία, ο άτιμος…»
Εκεί βεβαίως με αποστόμωσε. Πώς λέμε, για γούστα κολοκυθόπιτα;
«Και τώρα γιατί κλαις; Δε σε φιλάει πια;»
«Όοοοχι… » ψιθύρισε απαρηγόρητη η φίλη μου. «Έφυγε!»
«Πού πήγε;»
«Στο χωριό του. Στην Άνω Ραχούλα. Μπορεί και στην Κάτω, δεν ξέρω ακριβώς…»
«Να μη σώσει να γυρίσει!» Δεν είμαι μοχθηρή, αλλά άμα πληγώνουν τις φίλες μου γίνομαι θηρίο.
Προσπάθησα να τη συνεφέρω. Εκείνη άρχισε να μου διηγείται το τι και το πώς. Εμένα το πότε με ένοιαζε. Γιατί οι χρόνοι, κορίτσια αγαπημένα μου, παίζουν καθοριστικό ρόλο στο αν θα δέσει τελικά το γλυκό. Παρακολουθείστε την ολέθρια τακτική της φίλης μου, η οποία με τον τρόπο αυτό καταστρέφει τη μεγάλη ομορφιά της, το δώρο με το οποίο την προίκισε ο Θεός.
Αυτόν τον ακατονόμαστο, ο οποίος σημειωτέον δεν είναι χειρότερος ούτε καλύτερος από αμέτρητους άλλους βλάκες που κυκλοφορούν εκεί έξω, τον γνώρισε το Μάρτιο. Τον Απρίλιο αποφάσισε ότι τον ερωτεύτηκε, και …από το τέλος Μαΐου κλαίει. Φυσικό δεν ήτανε; Ήταν δυνατό ο άνθρωπος (διότι ναι, επιμένω, και οι άντρες άνθρωποι είναι τελικά) να πιστέψει στον έρωτά της; Ποιος λογικός, ποιος εχέφρων άνθρωπος θα το έκανε; Τη ρωτάω γιατί βιάζεται έτσι, και με τον τρόπο αυτό καίει τις σχέσεις της.
«Αφού τον ερωτεύτηκα σου λέω…» μου απαντάει, και τα μάτια της είναι κατακόκκινα από το κλάμα. «Τον ερωτεύτηκα και τώρα τον μισώ!»
«Πότε μωρή πρόλαβες να τον ερωτευτείς, και πότε να τον μισήσεις;» Έτσι μου ’ρχεται να την αρπάξω απ’ το μαλλί, αλλά μετά σκέφτομαι ότι αν δεν της συμπαρασταθώ εγώ που είμαι φίλη της, ποιος θα το κάνει; Στοργή χρειάζεται η φίλη μου και όχι μαλλιοτράβηγμα. Στοργή και προδέρμ.
Σαπίζει στο κλάμα για τον ακατονόμαστο, κι εγώ κάθομαι και της χαϊδεύω την πλάτη. Αλλά προσέξτε εσείς, κορίτσια. Ο έρωτας θέλει ρέγουλα. Όχι ακόμη δεν τον είδαμε, Χρήστο τονε βγάλαμε. Η οποιοδήποτε άλλο όνομα έχει ο κερατάς. Με το μαλακό οι σχέσεις. Να χαρείτε τα νιάτα σας και την ομορφιά σας. Ακούστε με εμένα την πολύξερη, που έχω δει πολλά…