Έχουμε ξαναγράψει για το σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα από πολλές δεκαετίες σχεδόν σε όλα τα κοιμητήρια των πόλεων, αλλά όχι πολύ λιγότερο και στα χωριά. Είναι κοινό μυστικό ότι στην Ελλάδα λειτουργεί ένα καλοστημένο σύστημα κερδοφορίας που εκμεταλλεύεται τον ανθρώπινο πόνο. Μια ελεεινή μορφή εμπορίου και εξαγοράς συνειδήσεων εις την οποία εμπλέκονται δημοτικές και εκκλησιαστικές αρχές.
Του κοινωνιολόγου Γιώργου Σταυράκη
Όχι σπάνια πέρα από τον ταξικό διαχωρισμό στα κοιμητήρια, μπορεί ο αρμόδιος κάποιου Δήμου, αφού διαπιστώσει την κομματική ταυτότητα των οικείων του θανόντος, να παραχωρήσει ένα «καλό» τάφο με ψηφοθηρικά κριτήρια.
Όσοι νομίζουν ότι όλοι οι εκδημούντες εις τον Κύριον δικαιούνται δύο μέτρα γης κάνουν λάθος. Στην κοινωνία μας όπου πολλοί επαίρονται για τον πολιτισμό μας, δεν υπάρχει ίχνος ισότητας, όχι μόνο στη ζωή, αλλά και στο θάνατο. Ο πολιτισμός σε τόσο σοβαρά ζητήματα μένει σε πλεόνασμα ευχών. Όλοι γνωρίζουν λίγο πολύ ότι η υπόθεση κοιμητήριο και ενταφιασμός, στα αστικά κέντρα, έχει εξελιχθεί σε μια ιδιαίτερα πονεμένη και επικερδή βιομηχανία.
Στα νοσοκομεία λειτουργούν κυκλώματα υπαλλήλων από γραφεία τελετών που διαγκωνίζονται μεταξύ τους για την «αρπαγή» κάποιου που εγκαταλείπει τα εγκόσμια, συχνά, αναγκάζοντας τους οικείους να τον αναζητούν. Από εκεί και έπειτα αρχίζει η διαπραγμάτευση για την κατηγορία και το επίπεδο της τελετής, την ποιότητα και το χρώμα του ξύλου που θα φιλοτεχνηθεί το φέρετρο. Κατόπιν έρχεται η σειρά των μαρμαράδων κατασκευαστών μνημείων, όπου και εδώ υπάρχει τσουχτερός τιμοκατάλογος. Για τους «αμελείς» που δεν αγόρασαν ιδιωτικό τάφο, τα άλλα μνημεία έχουν ημερομηνία λήξης, τρία (3) χρόνια. Οι άλλοι, «οι πιο τυχεροί» προβαίνουν σε αγορά ιδιωτικού τάφου «για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο». Σχεδόν όλα τα κοιμητήρια της χώρας είναι χωρισμένα σε ζώνες και κατηγορίες. Με αυτόν τον τρόπο διαχωρίζονται ταξικά και εκείνοι που εγκαταλείπουν τα εγκόσμια. Εδώ το λένε Ελλάδα, δεν μπορεί ο πάσα ένας να πιάνει την καλή θέση. (!)
Στα μεγάλα αστικά κέντρα, και όχι μόνο, η εξεύρεση τάφου είναι μία περιπέτεια για τους οικείους. Το κόστος αγοράς δύο μέτρων γης για την τελευταία και μονιμότερη κατοικία ακολουθεί και αυτό τους κανόνες του εμπορίου γης. Με λίγο μέσον στους δημοτικούς παράγοντες (χρειάζεται και το μέσον) τα «σπίτια» αυτά αρχίζουν από 10-15 χιλ. ευρώ και φτάνουν τις 100-150 χιλ. ευρώ, αν πρόκειται για θέση περιωπής στα ελιτίστικα Νεκροταφεία.
Μια άθλια μορφή εσόδων. Η μόνιμη δικαιολογία των δημοτικών και εκκλησιαστικών αρχών είναι: Έχουμε μεγάλο πρόβλημα χώρου. Έτσι απλά, κοιμητήρια σχεδιασμένα ένα αιώνα πριν για τις ανάγκες 10-20 χιλ. κατοίκων τώρα «αποθηκεύονται» χιλιάδες μετανάστες ο ένας πάνω στον άλλο. Ας πάνε οι αρμόδιοι ένα ταξίδι στο Βερολίνο, ή στη Ν. Υόρκη για να ιδούν πως μοιάζουν τα κοιμητήρια εκεί.
Χωρίς υπερβολή, τα κοιμητήρια καταλαμβάνουν τεράστιες εκτάσεις, δεν υπάρχει αγορά ιδιωτικών τάφων και μοιάζουν με μεγάλα πάρκα για περίπατο και αναψυχή, με ή χωρίς εισαγωγικά. Γιατί δεν μπορεί να γίνει το ίδιο στην πολιτισμένη Ελλάδα. Οι τοπικές αυτοδιοικήσεις (ΟΤΑ) μαζί με τις εκκλησιαστικές αρχές να μεριμνήσουν για την αγορά μεγάλων εκτάσεων 20-30 χλμ.
Έξω από τα αστικά κέντρα, αλλά και στα χωριά για να δημιουργηθούν σύγχρονες νεκροπόλεις. Δεν λέει κανένας πως όλα αυτά δεν θα έχουν ένα κόστος. Σίγουρα όμως θα αποτρέψουν την απαράδεκτη εκμετάλλευση στο θάνατο.
Με αυτόν τον τρόπο σταδιακά θα λυθεί αυτό το αναχρονιστικό πρόβλημα που υποβαθμίζει τον πολιτισμό και δημιουργεί ποικίλες κοινωνικές εντάσεις.
Έως ότου λυθεί αυτό το μείζον πρόβλημα, εκείνοι που μας αφήνουν χρόνους θα συνεχίσουν να «αποθηκεύονται» σε κοιμητήρια του προ-περασμένου αιώνα και οι πολίτες να βιώνουν μακάβριες καταστάσεις και πρωτογονισμό.