❍ ❍ ❍
Επιστρέφαμε κατάκοπες, αλλά ικανοποιημένες για τα δώρα της μαρουσιώτικης γης, χάρη στα οποία, γέμιζε το σπίτι μας με νοστιμιές.
Συνοδευτικά φαγητών, κάποια από τα οποία σήμερα αγοράζουμε, μα σε τίποτα δεν συγκρίνονται μ’ εκείνα, τότε…
Όσο εγώ έκανα τα δικά μου, η μητέρα ετοίμαζε λαπαθοκεφτέδες. Με το τηγάνισμα μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά. Κι όταν ερχόταν η ώρα να φάμε, εκείνο το ξεχωριστό άρωμα, εκείνη η τραγανή κρούστα γύρω-γύρω και η νοστιμιά αυτού του κεφτέ, άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στο «ημερολόγιο» της προσωπικής μου ιστορίας – λαογραφίας…
Στα μέσα του Δεκέμβρη, τα πράγματα γίνονταν σοβαρά.
Οι ελιές, έπρεπε να μαζευτούν και να πάνε στο λιοτρίβι.
Ήταν τρία τα ελαιοτριβεία στο Μαρούσι τη δεκαετία ’50-’60.
Του Καλοζύμη, απέναντι από τους Ταξιάρχες επί της Β. Σοφίας. Του Αποστόλου, τέρμα Θέμιδος και του Παπασυμεών απέναντι από το (εικονιζόμενο) εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων.
Εμείς, εκεί πηγαίναμε τις ελιές μας, από κει παίρναμε το λάδι μας.
Η πρώτη μποτίλια ήταν για τους Αγίους Αναργύρους. Για τα καντηλάκια της όμορφης -μέσα στην λιτότητά της- εκκλησιάς, όπως πρέπει να είναι οι οίκοι του Θεού, κατ’ εμέ.
Είναι γιατί πιστεύω, πως έτσι θέλει τους οίκους Του, αφού… «μίλησε» για ευπρέπεια! Οι άνθρωποι «άκουσαν» μεγαλοπρέπεια και είναι νομίζω ακόμα μία διαφορά μεταξύ ημών και Εκείνου…
Κάποιες άλλες οκάδες λάδι, τις παραμονές των Χριστουγέννων, προορίζονταν για τις φτωχές, πολύτεκνες οικογένειες της γειτονιάς, μαζί με μελομακάρονα και ό,τι άλλο ήταν δυνατό.
– Μαμά πού πας; Την ρώτησα την πρώτη φορά που την είδα με τις τσάντες γεμάτες πράγματα.
– Εδώ κοντά. Δεν θ’ αργήσω. Περίμενε.
Περίμενα, ήρθε και ξαναρώτησα.
– Κάπου… πήγα κάποια πράγματα. Δεν ήθελε να μου πει πού και τι. Από τότε δεν ξαναρώτησα. Κατάλαβα μόνη μου αργότερα.
Κάποτε, κάναμε κουβέντα για το θέμα και πήρα την απάντηση. Όταν βοηθάμε ανθρώπους που έχουν ανάγκη, δεν το κάνουμε βούκινο.
Κι αυτό!… τότε.
Σήμερα, τις «ελεημοσύνες» προς τους πεινασμένους, εξαθλιωμένους Έλληνες, τις κάνουν «πρωτοσέλιδα», τις επικοινωνούν με δελτία Τύπου, τις περιφέρουν στα ΜΜΕ.
Οι πόζες είναι πάντα προσεγμένες, το ένδυμα των κυριών, επίσης.
Αλλά, υπό την επήρειαν του «φίλου» Φούχτελ –ο οποίος αλωνίζει την επικράτειαν και καταβάλλει εργώδεις προσπάθειες, προκειμένου να συνεργαστεί με τους τοπικούς άρχοντες για το… «συμφέρον της Ελλάδας»– πού να πάει το μυαλό, πως υπάρχει συνευθύνη γι’ αυτήν την ΚΑΤΑΝΤΙΑ!
(Είχα δεν είχα, πάλι στον «αητό» μου γύρισα την κουβέντα, τον οποίον απ’ ό,τι κατάλαβα, τον έχει περί πολλού και ο Αρχιεπίσκοπος. Να ’ναι καλά!!! )
«Και το κερί (δεν) θα σβήσει»
Επιστρέφουμε στο αλλιώτικο «εδώ» και στο επαίσχυντο «σήμερα», μα δεν θέλω να χωριστούμε με το κερί… σβησμένο!
Ελάτε σπίτι. Έχω ζυμώσει ψωμί. Έχω ελιές τσακιστές, ρόκα, κάππαρη κλαράκια που μάζεψα και έφτιαξα τουρσί μόνη μου. Ντομάτες τις οποίες έκοψα πράσινες Οκτώβρη, Νοέμβρη και ωριμάζουν σιγά-σιγά μέσα σε πριονίδια στο καλάθι.
Θα κάνουμε λοιπόν μία ωραία σαλάτα κι όσο για τα υπόλοιπα, κάτι θα βρεθεί. Κρασί υπάρχει και για το τέλος, θα κόψουμε πεπόνι. Είναι από αυτά που τα κρεμάς και μένουν και το χειμώνα…
Έτσι έκαναν οι γιαγιάδες, οι μανάδες, οι Ελληνίδες νοικοκυρές τότε…
Ένα τότε, το οποίο προβάλλει λυτρωτικά ίσως μερικές φορές, μέσα από το θαμπό τοπίο του σήμερα, το δομημένο με τεράστιους όγκους από «ΔΗΘΕΝ».
Φιλιά και καααλή σας μέρα.