Στον ελαιόκαμπο του Μαρουσιού, τότε… Όοολο το Μαρούσι -από τα Σίδερα Χαλανδρίου μέχρι τους Ταξιάρχες- ένας ασημένιος λιόκαμπος.
Φυτεμένος από τη Θεά Αθηνά, ευλογημένος από την Παναγία τη Μαρουσιώτισσα, ποτισμένος με το αίμα των Ελλήνων, στους Αγώνες για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδας την Ελευθερία.
ΠεριΓράφει η Θέμις Μαυραντή
Και επειδή, οι καιροί της νέας κατοχής της Πατρίδας μας από τους Γερμανούς, τρέφουν τερατόμορφο σαρκοβόρο ερπετό που γιγαντώνεται για να «καταβροχθίσει» ξανά -όπως και στην προηγούμενη γερμανική κατοχή- ό,τι ζωντανό υπάρχει σ’ αυτήν τη χώρα…
Και διότι, υπάρχουν ακόμα σ’ αυτόν τον τόπο μικρές εκκλησιές, για την απερίσπαστη καταφυγή της ψυχής του ανθρώπου προς την παρηγορία της Αγάπης, ας χτυπήσουμε την πόρτα του Θεού…
Να στυλωθούμε, να αναθαρρήσουμε για να ΑΓΩΝΙΣΤΟΥΜΕ ξανά, όπως στους καιρούς του Μακρυγιάννη.
❍ ❍ ❍
Εδώ ΡάΔΙΟ ΑΝΤάΡΑ στους 2012 ΟνειρόΚυκλους του Δεκέμβρη -του τελευταίου καταγεγραμμένου έτους, στο πέτρινο ημερολόγιο των Μάγια- και το «μουσικό χαλί» της εκπομπής μας θα είναι το υπέροχο τραγούδι «χτυπώ την πόρτα του Θεού» από το δίσκο «Γράμματα στον Μακρυγιάννη» σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, και μουσική Ηλία Ανδριόπουλου. Τραγουδούν, Αντώνης Καλογιάννης και Άλκηστις Πρωτοψάλτη.
Τραγουδώντας, παρέες-παρέες απ’ όλες τις γειτονιές του Τόπου μας, ας πάμε όλοι μαζί για ένα κερί στο «ρημοκλήσι» (κατά Φώτη Κόντογλου) των Αγίων Αναργύρων τού τότε και μετά… ελάτε σπίτι…
Χτυπώ την πόρτα του Θεού
χτυπώ του παραδείσου
βοριάς ήρθε και φύσηξε
κι άνοιξε τη δική σου.
Όσα σκαλιά κι αν ανεβώ
κι όπου η καρδιά μου φτάνει
θα με κρατάει το χέρι σου
Χριστέ και Μακρυγιάννη.
Χτυπώ την πόρτα του Θεού
σε μακρινό ξωκλήσι
μα δε μ’ ακούει με το βοριά
και το κερί θα σβήσει.
❍ ❍ ❍
Δεκέμβρης μακρινός και τα κλαδιά από τα λιόδεντρα βάρυναν και λύγιζαν από τους ώριμους πια καρπούς.
Οι νοικοκυραίοι, με τα κάρα ή τα μεγαλόσωμα υποζύγια, σκορπίζονταν πρωί-πρωί στον κάμπο, στα κτήματά τους κι άρχιζαν το «τίναγμα» των δέντρων.
Οι άντρες, χτυπούσαν με καλάμι τα κλαδιά για να ρίξουν τις ελιές, οι γυναίκες και τα παιδιά, μάζευαν μέχρι αργά το απομεσήμερο. Ένα διάλειμμα όλο κι όλο για το μεσημεριανό κολατσιό και μετά η συνέχεια.
Αυτό, για αρκετές ημέρες, ανάλογα με την έκταση του χωραφιού, τον αριθμό των δένδρων και τη σοδιά.
Τελικά, δεν ξέρω αν υπάρχει Μαρουσιωτάκι που να μην έχει μαζέψει ελιές με τους γονείς του.
Οι δικές μας ήταν στην Καλογρέζα. Πριν όμως από την κύρια συγκομιδή, πηγαίναμε συχνά τον προηγούμενο μήνα με τη μαμά και μαζεύαμε πράσινες ελιές για τσακιστές.
Από το σπίτι μας μέχρι το κτήμα, ήταν μακρύς ο δρόμος.
Μακρύς αλλά τόσο όμορφος, τόσο ήσυχος, τόσο πράσινος και τόσο ενδιαφέρων, που όλη αυτή η εμπειρία, ήταν για μένα χαρά.
Μιλώ για εμπειρία και χαρά, διότι δεν ήταν μια απλή υπόθεση τούτη δω…
Από τέτοιες «εκδρομές», γυρίζαμε σπίτι με ελιές, λάπαθα, αζούματα (ρόκα). Τους προηγούμενους μήνες, με πράσινες ντομάτες και μικρά μελιτζανάκια, που είχαν ξεμείνει από το καλοκαίρι στα χωράφια, γύρω και απέναντι από την τσιμεντένια στέρνα του Πρέσσα.
Παίζοντας λοιπόν κατά τη διαδρομή, μάθαινα να μαζεύω χόρτα, καρπούς, και στο τέλος στο σπίτι, βοηθούσα στην αξιοποίησή τους.
Τσακίζαμε τις ελιές πάνω σε ένα κομμάτι μάρμαρο με πέτρα. Στη συνέχεια, τις βάζαμε σε πήλινες μεγάλες λεκάνες ή σε πλαστικές και τις αφήναμε σε νερό το οποίο ανανεωνόταν κάθε μέρα. Αυτό, μέχρι να ξεπικρίσουν και να είναι έτοιμες να μπουν στις γυάλες ή στα κιουπάκια – με φέτες λεμόνι, σκελίδες σκόρδο και λοιπά αρωματικά- από όπου θα μπορούσαν να καταναλωθούν.
Τα αζούματα -εκτός από το ότι τα τρώγαμε έτσι ωμά, με κρεμμύδι κομμένο στα τέσσερα, ελιές, ρέγκα καπνιστή ή αντζούγιες, ως συνοδευτικά των οσπρίων τα οποία αποτελούσαν το κύριο φαγητό μας όλη την εβδομάδα…τότε- η μητέρα μας τα έκανε υπέροχο τουρσί.
Τουρσί, έκανε και τις πράσινες ντομάτες και τα μικρά μελιτζανάκια, τα οποία γέμιζε με καρότα ψιλοκομμένα, σκορδάκι, κλπ. και τα τύλιγε για να μην ανοίξουν, με μακριά κοτσάνια σέλινο.
Μαύρες ελιές, έβαζε σε καλάθι. Τοποθετούσε το καλάθι πάνω σε πήλινο κεσέ γιαουρτιού, για να στάζουν τα υγρά από τις ελιές μέσα. Έβαζε στον πάτο χοντρό αλάτι που έπαιρνε από το «Μονοπώλιον» το οποίο ήταν στην οδό Σουρή, αν θυμάμαι σωστά. Έριχνε επάνω ελιές, μετά πάλι μία στρώση αλάτι και πάλι ελιές μέχρι να γεμίσει το καλάθι. Υπέροχες ελιές, αξέχαστες.